Το λεξιλογικό πρόβληµα
================
Ο άκρως ετερόκλητος χαρακτήρας του ελληνικού λεξιλογίου της καθηµερινής επικοινωνίας στα τέλη του 18ου αι. φαίνεται καθαρά στο κείµενο µιας προκήρυξης που έκαναν τα ρωσικά στρατεύµατα κατοχής των Κυκλάδων το 1772, για να εκθέσουν σε πώληση διάφορα εµπορεύµατα, λάφυρα πολέµου.* Η µετάφραση του πρωτότυπου ρωσικού κειµένου έγινε από το δραγουµάνο Νάτσιο Γαβρίνα.
Όρδινο. Με την προσταγή του [...]κυρίου γενεράλε αν- σεφ ολουνών της µεγάλης Ρουσίας όρδινων καβαλλιέρου κόντε Αλεξίου Ορλώφ, έχει να πωληθή από ταις καµωµέναις πρέζαις πράγµα µε αβάντσο πίλεο, ήγουν µε πάνου βάλσιµον, το οποίον πράγµα φανερόνεται κάτωθεν [...] Κατάστιχον του πράγµατος. Παιδαγωγίαις οπού διαβάζουν τά παιδιά, κεριά, καννάβια διά αγούζο των εγκατοίκων, σουλιµάς, σιδερένια περούνια, [...] σακκορράφαις ήγουν βελόναις, λέµεν καλαίς, κουτιά ξύλινα, ζηµπίλια, [...] ζωνάρια µάλλινα λογής λογιών σόρτε και κόλορα, βιβλία ρωµαίικα, πετσιά και τοµάρια λογής λογιών, σκούφους λογής λογιών σόρτε κόλορα, αγκίστρια σιδερένια, θυµίαµα, ξυλένια κουτάλια, λινάρι λογής λογιών σόρτε, µαστίχη, αλατζιάδες κανναβίσιοι, παπούτσια, νισατίρι, σαρίκια όπου δένουν τα κεφάλια λογής λογιών κόλορα, µαξιλάρες λογής λογιών, πιπέρι, μέστια διά άνδρες και διά γυναίκες, γνήμα από λινάρι, μακάτια από άσπρο ρουχο, ζάχαρι μισιριώτικη, σουσάμι, τέλια σιδερένια, καπινός ήγουν τοτούνι, λουλαδες διά φουμάρισμα, μαχραμάδες κανναβίσιοι, πανί βαμπακερνό ορδινάρικο, κεμέρια μαλλένια βαρβαρέζικα, καβούκια τούρκικα, καπότα και σκουτί δια καπότα, σαλιβάρια καμωμένα, τσοράπια μάλλινα, αντεριά, καμιζόλαις μέ μανίκια, γούνες κουναδένιες [...].
Το λεξιλόγιο που αφορά συγκεκριμένες λέξεις, φαίνεται εδώ να κατακλύζεται κυριολεκτικά από ιταλικές και τουρκικές λέξεις, σε σημείο που η ελληνική γλώσσα να έχει κορεστεί σχεδόν εντελώς. Φυσικά, οι αναλογίες μεταξύ ξενικού και τοπικού λεξιλογίου θα ήταν διαφορετικές, αν δεν επρόκειτο για απαρίθμηση βιομηχανοποιημένων αντικειμένων.
Ιταλικές λέξεις είναι οι ακόλουθες: όρδινο < ordine (τότε η πιο συνηθισμένη μορφή φαίνεται να ήταν η ορδινιά), γενεράλε < generale (ο Somavera παραθέτει τον τύπο: ντζενεράλης), καβαλιέρος < ενετ. cavalier, κόντες < conte, πρέζα < presa, αγούζο < aduso (με ανάπτυξη ενός γ, όπως στο κυπριακό γουζιάζω < στην προβηγκιακή διάλεκτο usar), σόρτε < sorte, κόλoρα < colore, oρδινάρικος < ordinario με τη νεοελληνική κατάληξη -ικος, καπότα < cappotta, φουμάρισμα, ουσιαστικό που προέρχεται από το ρήμα fumare.
Τα γαλλικά δάνεια είναι λιγότερα, επειδή πρόκειται για συγκεκριμένο λεξιλόγιο. Παρατηρούμε εδώ τη μοναδική από τη στρατιωτική ορολογία λέξη γενεράλε αν-σεφ «general en chef» όπου το général** εξιταλίστηκε. Μια παρόμοια περίπτωση παρατηρείται στο καμιζόλα που προέρχεται απευθείας από το γαλλικό camisole, παρά από το ιταλικό camίcίόla.
Οι περισσότερες απ' αυτές τις λέξεις εξαφανίστηκαν στην ελληνική γλώσσα, γιατί, όπως βλέπουμε ακόμα κι εδώ, είναι άχρηστες, εφόσον υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις ελληνικής προέλευσης. Έτσι το όρδινο μπορούσε να αντικατασταθεί από τη διαταγή, το σόρτε από τη λέξη λογής. Ούτε οι λέξεις κόλορα και γενεράλε ήταν απαραίτητες αφού υπήρχαν επίσης οι λέξεις χρώματα και στρατηγός. [...]
================
Ο άκρως ετερόκλητος χαρακτήρας του ελληνικού λεξιλογίου της καθηµερινής επικοινωνίας στα τέλη του 18ου αι. φαίνεται καθαρά στο κείµενο µιας προκήρυξης που έκαναν τα ρωσικά στρατεύµατα κατοχής των Κυκλάδων το 1772, για να εκθέσουν σε πώληση διάφορα εµπορεύµατα, λάφυρα πολέµου.* Η µετάφραση του πρωτότυπου ρωσικού κειµένου έγινε από το δραγουµάνο Νάτσιο Γαβρίνα.
Όρδινο. Με την προσταγή του [...]κυρίου γενεράλε αν- σεφ ολουνών της µεγάλης Ρουσίας όρδινων καβαλλιέρου κόντε Αλεξίου Ορλώφ, έχει να πωληθή από ταις καµωµέναις πρέζαις πράγµα µε αβάντσο πίλεο, ήγουν µε πάνου βάλσιµον, το οποίον πράγµα φανερόνεται κάτωθεν [...] Κατάστιχον του πράγµατος. Παιδαγωγίαις οπού διαβάζουν τά παιδιά, κεριά, καννάβια διά αγούζο των εγκατοίκων, σουλιµάς, σιδερένια περούνια, [...] σακκορράφαις ήγουν βελόναις, λέµεν καλαίς, κουτιά ξύλινα, ζηµπίλια, [...] ζωνάρια µάλλινα λογής λογιών σόρτε και κόλορα, βιβλία ρωµαίικα, πετσιά και τοµάρια λογής λογιών, σκούφους λογής λογιών σόρτε κόλορα, αγκίστρια σιδερένια, θυµίαµα, ξυλένια κουτάλια, λινάρι λογής λογιών σόρτε, µαστίχη, αλατζιάδες κανναβίσιοι, παπούτσια, νισατίρι, σαρίκια όπου δένουν τα κεφάλια λογής λογιών κόλορα, µαξιλάρες λογής λογιών, πιπέρι, μέστια διά άνδρες και διά γυναίκες, γνήμα από λινάρι, μακάτια από άσπρο ρουχο, ζάχαρι μισιριώτικη, σουσάμι, τέλια σιδερένια, καπινός ήγουν τοτούνι, λουλαδες διά φουμάρισμα, μαχραμάδες κανναβίσιοι, πανί βαμπακερνό ορδινάρικο, κεμέρια μαλλένια βαρβαρέζικα, καβούκια τούρκικα, καπότα και σκουτί δια καπότα, σαλιβάρια καμωμένα, τσοράπια μάλλινα, αντεριά, καμιζόλαις μέ μανίκια, γούνες κουναδένιες [...].
Το λεξιλόγιο που αφορά συγκεκριμένες λέξεις, φαίνεται εδώ να κατακλύζεται κυριολεκτικά από ιταλικές και τουρκικές λέξεις, σε σημείο που η ελληνική γλώσσα να έχει κορεστεί σχεδόν εντελώς. Φυσικά, οι αναλογίες μεταξύ ξενικού και τοπικού λεξιλογίου θα ήταν διαφορετικές, αν δεν επρόκειτο για απαρίθμηση βιομηχανοποιημένων αντικειμένων.
Ιταλικές λέξεις είναι οι ακόλουθες: όρδινο < ordine (τότε η πιο συνηθισμένη μορφή φαίνεται να ήταν η ορδινιά), γενεράλε < generale (ο Somavera παραθέτει τον τύπο: ντζενεράλης), καβαλιέρος < ενετ. cavalier, κόντες < conte, πρέζα < presa, αγούζο < aduso (με ανάπτυξη ενός γ, όπως στο κυπριακό γουζιάζω < στην προβηγκιακή διάλεκτο usar), σόρτε < sorte, κόλoρα < colore, oρδινάρικος < ordinario με τη νεοελληνική κατάληξη -ικος, καπότα < cappotta, φουμάρισμα, ουσιαστικό που προέρχεται από το ρήμα fumare.
Τα γαλλικά δάνεια είναι λιγότερα, επειδή πρόκειται για συγκεκριμένο λεξιλόγιο. Παρατηρούμε εδώ τη μοναδική από τη στρατιωτική ορολογία λέξη γενεράλε αν-σεφ «general en chef» όπου το général** εξιταλίστηκε. Μια παρόμοια περίπτωση παρατηρείται στο καμιζόλα που προέρχεται απευθείας από το γαλλικό camisole, παρά από το ιταλικό camίcίόla.
Οι περισσότερες απ' αυτές τις λέξεις εξαφανίστηκαν στην ελληνική γλώσσα, γιατί, όπως βλέπουμε ακόμα κι εδώ, είναι άχρηστες, εφόσον υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις ελληνικής προέλευσης. Έτσι το όρδινο μπορούσε να αντικατασταθεί από τη διαταγή, το σόρτε από τη λέξη λογής. Ούτε οι λέξεις κόλορα και γενεράλε ήταν απαραίτητες αφού υπήρχαν επίσης οι λέξεις χρώματα και στρατηγός. [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.