ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΄΄Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ΄΄ ΜΕΡΟΣ 3


Άρτεμις παπ                                                         

ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΄΄Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ΄΄ ΜΕΡΟΣ 3
*******************************************************

Με τι ανακατωμένα αισθήματα γύρισα τότε στο χωριό. Με τι πόθο να δω το Βαγγελιό, αλλά προ πάντων με τι ονειροπολήματα, που είχε κτίσει η περιέργειά μου από την τελευταία μας συνάντηση. Και πάλι όμως φοβόμουν ότι η νέα ευτυχία, που άρχιζα να νιώθω στην αγάπη της γυναίκας, θα ναυαγούσε στην έχθρητα της μητέρας μου. Και σ’ αυτά, πόθους και φόβους, μπλεκόταν ένας δισταγμός. Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κι ήθελα να μην τα πιστεύω, δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κι η πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, που ’χα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ’ αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κι εγώ ερωμένη, αλλ’ εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου. Για να δω όμως την εντύπωσή των, διηγήθηκα για ένα παιδί στο χωριό μας π’ αγαπούσε μια κοπελιά, μεγαλύτερη απ’ αυτό πολλά χρόνια.
- Πόσα;
- Περισσότερα από δώδεκα, ίσως και δεκατέσσερα.
- Κι αυτός πόσω χρονώ ’ναι;
- Δεκατεσσάρω.
Γενικό αναφωνητό μου απάντησε:
- Μ’ αυτή ’ναι μάνα του, μωρέ! Ώστε να μεγαλώσει αυτός, κείνη θα ’ναι γρα! Θα ’ναι κι άσκημη, για ν’ απομείνει τόσο χρονώ απάντρευτη.
- Δεν είν’ άσκημη, βιάστηκα να πω.
Κι αισθανόμουν τόση ντροπή, ως να ’χα μολογήσει πως εγώ ήμουν που την αγαπούσα.
Αλλά κατά τον τελευταίο μήνα της διαμονής μου στην πόλη έτυχε και κάτι άλλο που τάραξε τους λογισμούς μου. Στο απέναντί μου σπίτι ήτον ένα ξανθό παχουλό κορίτσι, δεκαπέντε ή δεκάξι ετών, που μου ’κανε προκλητικές εμφάνισες, όπως νόμισα τουλάχιστον. Το κορίτσι κείνο μου ’δωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ’ η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό.
Στο χωριό έφτασα δειλινό κι επειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μου ’πε με θυμωμένο παράπονο:
- Χόρτο να μην κόψεις εδά[1], μόνο να σφίξεις[2] στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει[3], μασε βαριέσαι.
- Ποιος σου ’πε πως θα πάω ’κεια;
- Δεν το θωρώ πως ο νους σου ’ν’ εκειά;
Στα χείλη μου ήρθε μια αυθάδεια. «Όπου θέλω θα πάω», αλλά δεν την ξεστόμισα.
- Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, μια ολιά; είπε η μητέρα μου. Μος έφταξες και δίχως καλά καλά να δεις και να χαιρετήσεις τη μάνα σου και την αδερφή σου, θες να σφίξεις στη γειτονιά. Ίντα θα πουν οι γιανθρώποι; Κοντζά μου άντρας εγίνηκες μωρέ, και δε μπορείς να ξεχάσεις τα παιδίστικα. Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, ετσά που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό.
Αν και στενοχωρημένος, γέλασα.
- Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κι ο κόσμος να σε θωρεί να ξετρέχεις
μια γεροντοκοπελιά. Μα κι αυτή να μη ντρέπεται τσ’ αθρώπους! Ίντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γή καύκο[4]; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καημό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κι η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω ’γω να ξεμυαλίσει το παιδί μου και να το κάμει ανεμπαίγνιδο του χωριού. Τση τα ’πα ’γω, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κι από τότες δεν εμιλήσαμε· κι α δε σύρει χέρι απού το παιδί μου, θα τηνε κάμω να φύγει απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι ετσά που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου.
Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου. Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μου ’πε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κι όλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει. Από κείνο που μου ’πε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κι απ’ όσα μου ’πε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερότατη κατάσταση. Κίτρινη, αδυνατισμένη και ζαρωμένη, αληθινή γριά, όπως την έλεγαν, απόρριμμα του κόσμου, σα ρόδο μαραμένο και πεταμένο στο δρόμο, που κανείς δε στρέφεται να το κοιτάξει. Κι έτσι όπως τη φανταζόμουν, τη λυπόμουν περισσότερο, αλλά και δεν την αγάπησα περισσότερο. Ενώ με τόσο πόθο ερχόμουν να τη βρω, τώρα φοβόμουν να τη δω. Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ’ η αρρώστια κι η μεταβολή της γινόνταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό.
Αν κι είχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον αγκώνα. Θαρρώ και πως μ’ είδε κι ίσως για να μ’ αποφύγει μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κι επειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιο δρόμο θα ’παιρνε, προσπέρασα, μπήκα σ’ ένα παράστρατο κι εκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κι όταν ξαφνικά μ’ είδε σ’ απόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζί μου.
Η ιδέα που μου ’χαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλύτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ’ αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π’ αγαπούσα κι όταν τ’ αντίκρισα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κι άρχισαν παλμοί στο στήθος μου.
Κι όταν ήρθε κοντά μου κι άκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πια την παραμόρφωση της αρρώστιας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κι όλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κι αυτή με φίλησε, με φίλησε τρελά. Και μου ’πε, χωρίς να μ’ αφήσει από την αγκαλιά της:
- Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θα ’ρχόσουνα και σ’ ανήμενα. Μα ’γω η μαυρομοίρα σ’ ανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με ’δες;
- Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, που ’τουνε τα
μάτια μου θολωμένα ’που τα δάκρυα;
Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε.
- Όμορφα ’που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου;
- Έκλαια σ’ όλη τη στράτα.
- Έκλαιες για το χωρισμό μας;
- Ναι. Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα.
- Πώς ήθελα να μου τονε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλίμονό μου!
Της είπα δύο ή τρεις στίχους του «Ερωτόκριτου», που θυμόμουνα, κι αυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε:
- Χαρώ σε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου!
Τότε κι εγώ, αποκότησα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ’ ότου μεγάλωσα.
Και το Βαγγελιό:
- Ναι, είπε, εδά ’σαι άντρας! Κι ίντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου!
Με κοίταξε καλά καλά, για να δει, φαίνεται, τη μεταβολή που ’χα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα που ’λειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε:
- Όλο και μεγαλώνει.
Έπειτα ευθύς μου ’πε:
- Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανείς, αν και κάτεχα πως δε θα
’ρχόσου… γιατί δε θα σ’ αφήνανε να ’ρθεις. Δε σου ’πανε να μη μου μιλείς;
Αντί ν’ απαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κι εγώ:
- Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου;
- Ποιος σου το ’πε;
- Ο κιρατζής[5] ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας.
- Εγώ, γιε μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με
μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου.
Κι αφού σώπασε λίγο:
- Μα μπορεί, είπε, να ’χουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνει κακό.
Κατέω κι εγώ; Γι’ αυτό είπα με το νου μου…
Δεν τελείωσε τη φράση.
- Δε μου λες, Γιώργο μου, ανεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε;
- Μερονυχτού.
- Εκάτεχά το, γιατί τσι περισσότερες βολές που σε ’δα στ’ όνειρό μου, σε θώρου
δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά;
- Πολλές βολές.
Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση:
- Και με ’δες στον ύπνο σου ποθαμένη;
- Μια βολά.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κι έκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές.
- Και σου ’φερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σ’ έπεψα;
- Τα κουλουράκια; Ναι.
- Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κι αυτά την αγάπη που σου
’χω, Γιωργή μου.
- Κι εγώ σου ’γραφα γράμματα.
- Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρισε σ’ ανησυχία. Κι
ίντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κι η μάνα σου…
- Ήγραφά τα, μα δεν τα ’πεμπα.
- Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω;
- Εφοβόμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τ’ ανοίξουνε.
Το Βαγγελιό σκέφτηκε.
- Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψεις! Θα μου κάνανε, μεγάλο καλό. Ίσως και να
μην αρρώσταινα.
- Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά
- Είμαι, παιδί μ’, ακόμη. Δεν το θωρείς;
- Μα ίντα ’χεις;
- Κατέω κι εγώ; Έτσα λιώνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται.
Κρυφοθέρμες λένε πως έχω. Μα δε μου ’πες, ίντα τα ’καμες τα γράμματα που μου
’γραφες. Ήσκιζές τα;
- Όι, εστέρευγά τα κι έχω τα όλα.
- Κρίμα να μη μου τα πέμπεις! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα ίντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μου λέγανε μοναχά τως ίντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε. Μ’ άφτανε και μόνο τη μυρωδιά σου να μου φέρνανε. Κρίμας, κρίμας! θα ’σανε το καλύτερο γιατρικό για μένα.
- Τα ’φερα να σου τα διαβάσω. Και το ίδιο θα σε γιατρέψουνε.
- Να μου τα διαβάσεις; είπε συλλογισμένη. Μα πού; Δε σου ’πα πως δε θέλουνε
να σου μιλιώ; Κι επαέ που στέκομε να μασε δούνε και να το μάθει η μάνα σου, δε θα ’ν’ ο στεμός μου στο χωριό… Να ’ρθεις στο σπίτι μας, είπε σε λίγο.
Αλλ’ ευθύς μετάνιωσε.
- Όι, όι, δε θέλω λόγια· φτάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κι η μάνα μου θα στενοχωρηθεί.
Άρχισε να κλαίει και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μου ’πε:
- Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κι εγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μασε
δούνε. Και θα σου πω ’γω πού θα τα διαβάσομε τα γράμματα.
Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κι είπε:
- Ας κάτεχα γράμματα!…
Όση ώρα ήμουν με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ’ έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μου ’τασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαινόνταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ’ ακούσει γι’ αυτήν από τη μάνα μου κι άλλους. Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξι χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πια νέα ή τουλάχιστο γρήγορα θα γερνούσε κι ήταν μαραμένη κι αδύνατη, μόνο κόκαλα.
Περίεργο, όσο ήμουν στη χώρα μακριά της, η αγάπη της είχε τόση δύναμη, που με κυρίευε αποκλειστικά. Στο χωριό γίνηκε το αντίθετο. Όταν πρωτύτερα ήμουν κοντά της, την αγαπούσα, περισσότερο ίσως κι από πριν. Αλλά μόλις έφυγα από κοντά της, εξασθένησε η αγάπη της κι αφήκε να εισβάλουν στο νου μου εχθρικοί λογισμοί. Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κι άφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήσει στη σύγκριση.
Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικότερη της παλαιάς· κι ήσαν γι’ αυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη. Πεθυμούσα καμπυλότητες και αβρότητες, σαν κείνες που ’βλεπα κι εφανταζόμουν στα πλούσια νιάτα του ξανθού κοριτσιού. Τώρα σκεπτόμουν ότι η αγκαλιά του Βαγγελιού ήταν κάπως ξερή κι ότι στους αγκαλιασμούς της αισθανόμουν πολύ τα κόκαλα. Και θυμούμενος τη γειτονοπούλα της χώρας, φανταζόμουνα τι θησαυρούς θα ’βρισκαν οι εφηβικοί μου πόθοι στην αγκαλιά της κόρης κείνης με το γεμάτο κόρφο.
Αλλά μόλις πέρασαν από το νου μου αυτοί οι άπιστοι λογισμοί, μ’ έπιασε τέτοια μεταμέλεια, ώστε μου ’ρθε ορμή να σπάσω το κεφάλι μου σ’ ένα τοίχο. Σα να ’βλεπε όλος ο κόσμος κι αυτό το Βαγγελιό τους στοχασμούς μου, μ’ έπιανε πικρότατη ντροπή και μου φαινόταν πως ήμουν ένας ουτιδανός, που ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο Θεός θα συγχωρούσαν.
Αλλά πάλιν είναι βέβαιον πως η αγάπη μου δε στεκότανε καλά στα πόδια της. Κι ήρθε στιγμή που ζήτησα και μια συμβιβαστική λύση στην αμηχανία μου. Δε μπορούσα ν’ αγαπώ και τις δυο; Η χωρητικότητα της καρδιάς μου αύξαινε τώρα τόσον, που φαινόταν ότι θα χωρούσε και περισσότερες από δυο.
Μια βραδιά που ’χε νυκτώσει, ύστερα από κάμποσες μέρες, συναντηθήκαμε με το Βαγγελιό μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μου ’πε:
- Έλα την Τρίτη τ’ απομεσήμερο στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα
γράμματα. Στην κερατιά[6] να μ’ ανημένεις.
Κι ευθύς έφυγε κι απόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας.
Την Τρίτη τ’ απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σ’ αρκετή απόσταση από το χωριό. Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σ’ ένα μέρος γκρεμιζότανε μ’ αφρούς και βοή κι εσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κι ήτον εύκολο ν’ ανέβει κανείς και να προχωρήσει έως την κορυφή.
Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθισα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες.
Η ιδέα ότι θα ’ρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήσει, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνει τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ. Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν’ ανασάνει· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή πως πήγαινε σ’ ένα λαχανόκηπο δικό των, που ’ταν παραπάνω.
Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δει. Κι η καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα να ’θελε να τρέξει σε προϋπάντησή της. Όταν έφτασε στο κάτω μέρος του βράχου, κάθισε ξεψυχισμένη κι έβλεπα το στήθος της ν’ ανατινάσσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μου ’γνεψε με το χέρι να μείνω εκεί που ’μουν.
Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κι έπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχου, για να φτάσει έως στο δέντρο.
- Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει,
δεν είμαι μπλιο για ζωή. Πολλές φορές είπα πως θα ’βγαιν’ η ψυχή μου, ώστε να φτάξω. Και πιάσε να δεις πώς καίομαι.
Άπλωσε τ’ αδυνατισμένο χέρι της και το ’πιασα.
- Πώς καις, αλήθεια!
Πέρασαν κάμποσα λεπτά για να βρει τη δύναμη να μου μιλήσει πάλι.
- Για πε μου, Γιώργο, αν αποθάνω, θα με κλάψεις;
- Αν αποθάνεις; Μα γιάιντα θ’ αποθάνεις; Εγώ δε θέλω ν’ αποθάνεις… είπα με
παιδιάτικη θλίψη, σα να ’μουν έτοιμος να κλάψω. Δε θέλω, γιατί…
- Γιατί; ρώτησε το Βαγγελιό, για να πω κείνο π’ αποσιώπησα.
Συνάμα έσκυψε λίγο και με κοίταζε κατάματα με τα μεγάλα της μάτια που ’λαμπαν από πυρετό.
Της είπα:
- Γιατί σ’ αγαπώ κι ύστερα ίντα θα γενώ;
- Αγάπη μου!
Μ’ έσυρε στην ποδιά της, με κάθισε στα γόνατά της, σαν όταν ήμουν μικρό παιδί, και με καταφίλησε. Κι όπως αντίκριζα το πρόσωπό της, έβλεπα ν’ αντιφέγγει στα μάγουλά της η φωτιά που την έκαιε.
Νέα διακοπή κι έπειτα μου ’πε:
- Έλα δα να μου διαβάσεις τα γράμματα.
Σηκώθηκα κι έβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κι όλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου καμιά λέξη ή φράση από τα βιβλία που διάβαζα. Άρχισα με το πρώτο που ’χα γράψει.
«Αγαπημένο μου Βαγγελιό
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι’ εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ’ ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήσει εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κι όλο τ’ όνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου.
Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σ’ έχω
και στ’ όνειρό μου σε θωρώ κι αγκαλιασμένη σ’ έχω.
Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κι όλο σε σένα τρέχει…»
Το Βαγγελιό μου ’κοψε το διάβασμα κι είπε:
- Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου
πρέπει!
«Πως θα τονε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Οι μέρες μου φαίνουνται χρόνοι. Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θα ’ρθω στο χωριό. Ω πώς τ’ ανεζητώ!…».
- Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σου ’γραφα κι εγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχει και φύγεις απού το σκολειό και θα ’τονε
πολύ κακό για σένα.
Τ’ άλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα. Το Βαγγελιό όμως τ’ άκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάσει λέξη. Σ’ ένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνήθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζί μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κι έτσι έβρισκα όρεξη να διαβάζω.
- Πού ’ναι γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό.
Της έδειξα το μέρος κι αυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.
Σ’ ένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κι η μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μ’ αποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα:
Ο πόνος μου ’ν’ αγιάτρευτος, μα ’ναι στο πόδι πάνω·
μια μέρα που θα πορπατώ θα πέσω ν’ αποθάνω.
Κατόπιν άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.
- Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, ίντα δε θα ’χω να σου γράψω πουλάκι μου!
Πόσα πράματα δεν τα λέει κιανείς καλύτερα με την πένα!
Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθόμεστα. Και το Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε:
- Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα;
Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου. Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου:
- Μάνα μου! να πέσει κιανείς από ’παέ, η φανιά του δε θα βρεθεί!
Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό άπλωσε το χέρι της και μου ’πε:
- Για πιάσε πάλι να δεις πώς καίω.
Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά.
Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κι ότι τα κλάματα δεν την ομόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμο δε μ’ άρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των. Μια γυναίκα που ’κλαιε, κι όταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο.
Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθιά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρινή θάλασσα.
- Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό.
- Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.
- Εγώ ’πήα. Κατές βάθος απού το ’χει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό που ’δαμε.
Και κάτω στον πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξεις από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πώς θα σε καταπιεί.
- Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο.
- Έτσα λένε… Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξεις σ’ εγκρεμό;
- Όχι, είπα.
- Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.
Γιατί μ’ αρέσει να θωρώ στσ’ εγκρεμούς.
Άξαφνα μου λέει:
- Να σου πω, Γιώργο· θαρρώ πως η μάνα σου ’χει δίκιο, απού σου λέει να μη
μου σιμώνεις. Και να κάμεις ό,τι σου λέει η μάνα σου. Δεν κάνει και να παρακούς σ’ εκείνη που σ’ εγέννησε, παιδί μου. Είναι μεγάλο κρίμα.
Είχε σταθεί στη σκιά μιας ελιάς και στήριζε το χέρι της σ’ ένα χαμηλό κλάδο. Μια ήλιου αχτίνα σχημάτιζε σαν άστρο πάνω από το μέτωπό της. Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κι είχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δει έτσι.
- Δεν κάνει… εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μ’ αγαπάς… σα μεγάλος, γιατί
’σαι πολύ μικιός για μένα. Εγώ ’μαι μεγάλη… Κοντεύγω να … γεράσω. Κι ώστε να γενείς εσύ άντρας σωστός, εγώ θα ’μαι…
Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν. Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπορούσε πια να περιορίσει την τρικυμία της ψυχής της. Κι άρχισε να κλαίει.
Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κι άρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μ’ άρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι.
Πάνω στο κλάμα την έπιασε κι ένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη σα καλάμι. Αφού ησύχασε μου λέγει:
- Ήκουσες, Γιώργο μου, ίντα σου ’πα; Να κάμεις κατά πώς σ’ αρμηνεύγει η
μάνα σου. Αυτή κατέει καλύτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο.
- Κι από του λόγου σου;
- Κι από μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σου ’πα πως η δική μου
αγάπη δε μπορεί να ’ναι για καλό σου;
- Και μου λες να μη σ’ αγαπώ μπλιο;
Με κοίταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα.
- Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μ’ αγαπάς;… Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;… Ω η
κακομοίρα, φωτιά που ’ριξα πάνω μου!
Τ’ αναφιλητό τής έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πει τ’ ακόλουθα:
- Όι· να μ’ αγαπάς, παιδί μου, ως μ’ αγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου,
σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην τ’ αποδείχνεις. Να μ’ αγαπάς μες στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμα. Έλα, δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μασε χωρίσουνε παντοτινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα.
Κι ως να είχε σβηστεί το πάθος που ’χαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μου ’δωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο. Έπειτα άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά μου κι η χειρονομία κείνη ήτο μάλλον ευλογία παρά θωπεία.
Σήκωσε τα μάτια μου και είδα. Μου φάνηκε ψηλότερη και τώρα το φως του ήλιου κύκλωνε το πρόσωπό της με φωτοστέφανο αγίας.
- Άιντε να πηαίνεις, Γιώργο, μου ’πε, κι ο Θεός να ’ναι μαζί σου. Και μια ψυχή
που σ’ αγαπά θα σου παραστέκεται όπου κι αν πας, όπου κι α βρίσκεσαι.
Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέσει κι η ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε:
- Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρεις κάτω.
Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κοίταξα. Ήτον ακόμη στην ίδια θέση, σα να μην είχε τη δύναμη να ξεκινήσει. Σε λίγο άρχισε κι ανέβαινε σιγά σιγά κι έβηχε ένα μικρό ξερό βήχα. Έπειτα την έκρυψαν τα δέντρα και δεν την έβλεπα πια· άκουα όμως το βήχα της, ως όπου κι αυτός έπαψε ν’ ακούεται.
Τις τελευταίες στιγμές που στεκότανε στη σκιά του δέντρου μου ’δωκε μια βαθύτατη συγκίνηση, ένα αίσθημα σα θρησκευτικό. Τώρα τη λυπόμουνα και ψιθύρισα: «Κακορίζικο Βαγγελιό!» Αλλά σε τέτοια στιγμή τ’ ήθελε ν’ ανακατευθεί το κορίτσι με την ανοιξιάτικη άνθηση και την ξανθή πλεξούδα; Πολεμούσα να το διώξω από τη φαντασία μου, αλλά τίποτε· από ’δω το ’διωχνα, από κει παρουσιαζότανε, με παιγνιδιάρικο γέλιο, σα να μου ’παιζε το κρυφτούλι. Όπως πήγαινε πάνω το Βαγγελιό, είχα δει τις δυο πλεξούδες της κάτω από το τσεμπέρι, κι ήσαν ισχνές σαν αυτή. Τι αξιολύπητα πράγματα ήσαν κείνα τα μαλλιά, συγκρινόμενα με το πλεγμένο χρυσάφι, που ’παιζε μ’ ελιγμούς φιδιού στην πλάτη της άλλης! Δεν ήθελα να κάνω τέτοιες σύγκρισες, αλλά και δε μπορούσα να τις αποφύγω. Το σπίτι σου μπορείς να το κλείσεις στους ενοχλητικούς επισκέπτες, αλλά όχι και το νου σου. Κι ο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή του διαόλου.
Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για να βρει τρόπο να μ’ αποσπάσει από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινότανε αρκετά
Μια μέρα μου λέει:
- Τα ωζά μας είναι στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσεις μάκιες μέρες να
δεις πώς διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσεις και γαλατερά που τ’ αγαπάς. Σε μια δυο μέρες θα πάει ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήσει. Του ’πα να πάτε μαζί και τα ’κουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρει, λέει, κι έναν τσιφτέ[7] να σε μάθει να κυνηγάς. Κι ο Βασίλης, ως θα ’κουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό.
Η ιδέα της μητέρας μου μ’ ενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους.
- Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.
- Μα θα μου δώσει το τουφέκι να το ’χω ’γω;
- Κιαμέ; Όσες μέρες θα ’στε στον Αμαλό, το τουφέκι θα ’ναι δικό σου.
Να ’χεις μόνο το νου σου να μη σε σβολώσει[8]. Ο Βασίλης θα σ’ αρμηνεύγει κι ότι να ’ρθει να μου πει πως ήμαθες να παίζεις, θα σ’ αγοράσω, κανακάρη μου, ένα τουφέκι να ’ναι μοναχικό σου και να πηαίνεις να κυνηγάς, όντε θες.
Ο Βασίλης που τον είδα τ’ απόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου. Είχ’ ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου το ’δινε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό.
- Και πότε θα πάμε;
- Ύστερ’ από δυο μέρες, το Σάββατο που ’ρχεται.
Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ’ ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγορα.
Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας κα στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο. Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κι έκανα όνειρα για τα κυνήγια που θα ’κανα.
Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλύτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος. Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κι εφοβήθηκα πως με γελούσαν.
- Και το δικό μου τουφέκι πού ’ναι; Δε μου ’πες πως θα μου δώσεις ένα τουφέκι
να το ’χω μοναχικό;
- Το δικό σου θα το βρεις στη μάντρα. Το ’χω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες.
- Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κοιτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη
μάνα μου.
- Γιάιντα να σε γελάσομε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες,
μη ’ρθεις. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου.
- Εγώ να το βαστώ;
- Είναι βαρύ και θα σε κουράσει, μα σα θες, βάστα το, σ’ όλη τη στράτα.
- Δε με κουράζει μένα.
Ένα πράμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράσει;
- Στ’ ανέβασμα, μου ’πε ο Βασίλης, θα παίξεις και την πρώτη σου τουφεκιά.

Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κι οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανηφορικός, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου. Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονεί ο νώμος μου, αλλ’ υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έριξα και σ’ ένα πουλί στο δρόμο, αλλ’ απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κι ότι είδε φτερά που ’φυγαν στον αέρα. Κι έτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία.
Ο Αμαλός είναι οροπέδιο σε μεγάλο ύψος. Από το ένα μέρος, το νότιο, το κλειουν υψώματα με πρίνους, μεγάλα και δυνατά δέντρα· από το βόρειο μέρος ήτον ο Αφέντης, μαδάρα γυμνή και κατάξερη. Ανάμεσα στους πρίνους ήσαν πολλά μιτάτα, κι απ’ όλες τις μεριές αντηχούσαν κουδουνίσματα και σφυριές.
Κάτω στην άκρη του κάμπου ήτον ένα εκκλησιδάκι τ’ Αγιού Πνεμάτου. Από το ιερό του πήγαζε νερό κατάκρυο. Τον κάμπο σκέπαζε χόρτο παχύ, αλλά, ως ήκουσα να λέγουν οι βοσκοί, δεν άφηναν τα πρόβατα να βόσκουν στο υγρό μέρος, γιατί το χόρτο είχε βδέλες.
Όταν φθάναμε, άκουσα παράξενες κραυγές πουλιών κι ο Βασίλης μου ’πε πως ήσαν κολιακούδες. Τις είδα και να περνούν στον αέρα κοπάδια κι ο Βασίλης μου ’πε:
- Θες να τωσε παίξεις;
- Μα τσι τρώνε;
- Δεν τσι τρώνε, γιατ’ είναι, λέει, όξινο το κριας τως. Μα συ θα παίξεις για να
μάθεις.
Μου είπε πώς να σκοπεύσω κι όταν περνούσαν σε καλή απόσταση, έσυρα τη σκαντάλη. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση κι η χαρά μου όταν είδα μια κολιακούδα να στριφογυρίζεται στον αέρα και να πέφτει.
- Μωρέ, ζωή να ’χεις, Γιωργιό! Εσύ θα γενείς μεγάλος κυνηγός. Όλοι αρχίζουν
απού τα καθιστά και συ την πρώτη σου πετυχιά την έκαμες στα πεταχτά!
Έτρεξα κι επήρα το πουλί και το περιεργαζόμουν· κι ιδιαίτερη χαρά μου ’καμε ότι τα πόδια της ήσαν κόκκινα. Ο θρίαμβός μου έτσι γινότανε μεγαλύτερος με τη σκέψη ότι το πουλί που σκότωσα ήτον έχταχτο πουλί.
Έφτασα στο μιτάτο μας, κρατώντας θριαμβευτικά το θήραμά μου· κι όταν ο γέρο τυροκόμος που βρήκαμε ’κει άκουσε πως σκότωσα την κολιακούδα στο φτερό κι ήτον η πρώτη μου τουφεκιά, έδειξε μεγάλο θαυμασμό. Εγώ πετούσα από περηφάνια και περισσότερο παρά σ’ άλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον.
Γι’ αυτό κι όταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μου ’χε πει ότι θα ’βρισκα στη μάντρα δεν ήτον εκεί. Μου ’πε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός που ’λειπε, αλλά ’γω κατάλαβα πως μου ’χε πει ψέματα κι ότι το δίκαννο που μου ’ταξε ήτον ανύπαρχτο. Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήσει.
- Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνομε στον
Αμαλό, το τουφέκι μου θα ’ναι δικό σου. Θα πηγαίνομε μαζί στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σ’ αρέσ’ έτσα;
Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα. Έτσι μάλιστα θα ’χα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδει οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα.
Η επόμενη μέρα μου ’φερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θα ’ριξα δεκαπέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες. Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβεί και στον καλύτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δυο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μ’ ετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μ’ ένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξαδέρφου.
- Θες να του παίξεις; μου ’πε ο Βασίλης και μου ’διδε το τουφέκι. Α δεν τονε
πιάσει ο σκύλος, θα μας τονε σιμώσει και τότε του παίζεις.
Ετοιμάστηκα, αλλ’ όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κι αν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα το ’βαζα στα πόδια. Αλλ’ ο σκύλος κατάφερε να τον πιάσει.
Και πάλιν ο Βασίλης βρήκε τρόπο να με παρηγορήσει:
- Καλά ’καμες και δεν του ’παιξες, γιατ’ ήτονε φόβος να σκοτώσεις το σκύλο.
Επηαίνανε πολύ κοντά.
Οι αποτυχίες, αντί να εξασθενούν, δυνάμωναν το πάθος μου στο κυνήγι. Κάθε βράδυ κοιμόμουνα με την ελπίδα ότι την επόμενη θα γύριζα φορτωμένος κυνήγια.
Αλλά κι αν δεν χτυπούσα τίποτε, οι περιπέτειες του κυνηγιού μ’ ευχαριστούσαν τόσον, ώστε να μη μ’ απογοητεύουν οι άκαρποί μου κόποι.
Δεκαπέντε μέρες περάσαμε στον Αμαλό και τις θεωρώ από τις πιο ευχάριστες της ζωής μου. Η όρεξή μου είχε αποθηριωθεί κι έτρωγα σα λύκος. Το βράδυ ανάβαμε φωτιά, γιατί έκανε κρύο στην καρδιά του καλοκαιριού. Κι αν τη μέρα δε σκότωνα τίποτε, τη νύκτα στα όνειρά μου έκανα θραύση. Καμιά φορά μάλιστα ονειρευόμουν πως τουφέκιζα θηρία που γνώριζα μόνο από τη φυσική ιστορία ή από τα παραμύθια.
Οι βοσκοί έκαναν ευχάριστη συντροφιά αν κι ήσαν απλοϊκοί κι άπειροι του κόσμου. Είναι ζήτημα αν τρεις φορές το χρόνο πηγαίναν στο χωριό και κανείς των ίσως δεν είχε πάει στην πόλη. Οι περισσότεροι ήσαν ολιγόλογοι, συνηθισμένοι όπως ήσαν να ζουν με τα ζώα στις ερημιές. Αλλ’ ο γέρο τυροκόμος ήξερε πολλά πράματα. Τραγουδούσε παλαιϊκά τραγούδια κι έλεγε διάφορα παρατσάφαρα, δηλαδή αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Από τα τελευταία θυμούμαι ένα:
- Για πε, Γιωργιό, μα γλήγορα γλήγορα «ο καβρός αυγά ’γλυφε»
Εγώ το ’λεγα και γελούσαν, γιατί έμπλεκε η γλώσσα μου.
Θυμότανε και διάφορα επεισόδια των επαναστάσεων και τα διηγότανε ωραία.
Στις κυνηγετικές μου εκδρομές δε μ’ έτερπαν μόνον του κυνηγιού οι περιπέτειες, αλλά και τ’ άγνωστα κι ωραία μέρη που ’βλεπα. Και γνώρισα όλα τα μέρη στην περιοχή του Αμαλού. Ο Βασίλης που ’χε πολλές φορές κυνηγήσει εκεί πάνω, μου ήτον οδηγός μου. Διότι δε μ’ άφηνε ποτέ να πηγαίνω μόνος, από φόβο μην πάθω τίποτε. Αυτός ήξερε πού ήτον πηγή ή αρόλιθος. Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται το χιόνι το καλοκαίρι.
Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψους. Όταν από κει πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κι η θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σα να ’μουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου. Αργότερα, όταν θυμόμουν αυτά τα αισθήματα, εξηγούσα την ψυχολογία των ορεινών, που ’ναι πιο περήφανοι από τους πεδινούς. Και χαρακτηριστικό είναι κείνο που λέγεται στη δυτική Κρήτη. Μια μέρα που καθόντανε κάμποσοι Ριζίτες σε μια κορυφή και παρατηρούσαν κάτω τα πεδινά μέρη, ένας απ’ αυτούς είπε: «Άραγες, μωρέ, κι αυτοί οι κατωμερίτες έχουνε ψυχή;»
Μια μέρα φθάσαμε ανατολικότερα σ’ άλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολότερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είναι η ψηλότερη και πιο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κι επειδή ξεπερνά στο ύψος όλα τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο. Η Κρήτη φαινότανε στη μεγαλύτερή της επιμήκη έκταση, ανάμεσα σε δυο θάλασσες, το Κρητικό και Λιβυκό πέλαγος. Στη μέση στεκόταν ο κωνικός όγκος του Ψηλορείτη κι α δε μας εμπόδιζαν νέφη, θα βλέπαμε ίσως και τα Λευκά Όρη δυτικότερα. Ο κάμπος της Μεσαράς απλώνεται στο μεταξύ της Ίδης και Δίκτης διάστημα· και στη βορινή παραλία διακρινότανε, σαν ασπριδερή κηλίδα, το Ηράκλειο, κι απέναντί του το νησί Δία. Ανατολικά μια διαδοχή βουνών και κοιλάδων· κι έπειτα τελείωνε η Κρήτη στη Σητεία· κι άλλη θάλασσα παρουσιαζόταν από ’κει με δυο νησιά, την Κάσο και την Κάρπαθο.
Απ’ όλα όμως τα θεάματα τη ζωηρότερη εντύπωση μου ’καμε το μεγάλο οροπέδιο του Λασιθιού, όπου κατέβαιναν οι βορινές πλευρές του Αφέντη. Τ’ οροπέδιο του Λασιθιού, που ’χει μεγάλη δόξα στην ιστορία της Κρήτης, είναι χαμηλότερα του Αμαλού, αλλ’ είναι πολύ μεγαλύτερο και κατοικημένο. Ένας κάμπος, αυγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ’ όλα τα μέρη βουνά, είναι ομαλός σα χαρτί, που το ριγώνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.
Είχα ακούσει για αγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλύτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ’ έως σήμερα λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είχα δει κανένα κι είχα απελπιστεί αν θα ’βλεπα. Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω σ’ έναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κι είδα να περνά στ’ αντικρινό πλάι και σε μικρή απόσταση ένας τράγος.
- Αγρίμι, Γιώργη! μου ’πε σιγανά ο ξάδερφος. Θωρείς το;
Σαν ν’ άκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κι είδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω. Έπειτα έφυγε τρέχοντας κι έγινε άφαντος μες στους πρίνους και τους βράχους.
- Αν του παίζαμε ’δα, είπα του Βασίλη, δε θα το φτάνανε τα σκάγια;
- Δε θα το φτάνανε, μα κι άνε το φτάνανε, δε θα του κάνανε πράμα. Τ’ αγρίμι
θέλει μπάλα για να πέσει.
Οι κυνηγετικές μου επιτυχίες, μετά την πρώτη, ήσανε λιγοστές και μικρές· κι όμως γύρισα στο χωριό με την όρεξη και την επιμονή να εξακολουθήσω το κυνήγι. Μ’ άναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές που ’λεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μου ’χε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μ’ αγοράσει ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια.


Ήθελε, ως έλεγε, να μ’ αγοράσει ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κι επειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ωστόσο θα ’τον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη. Μου ’πε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι μου κι αυτός θα ’ παιρνε δανεικό. Κι έτσι θα ’χα δικό μου τουφέκι.
Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κι η μητέρα μου το ’χε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κι απόφυγε να μου πει τίποτε.
Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα. Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα που ’χε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κι εγώ; Κι έτσι μου ’δωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θα ’βρισκα, για να φαίνομαι θυμωμένος κι αδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω ’γω σα δε θέλει να τηνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.
Αλλά κι από κάτι λόγια π’ άκουα στο διάβα μου καταλάβαινα πως η μοχθηρία κι η κακογλωσσιά του χωριού είχε πάρει δρόμο κατά πάνω μας. Μια γυναίκα, που φημιζόταν ως η χειρότερη γλώσσα του χωριού, ψιθύρισε σ’ άλλες γυναίκες, μια βραδιά που περνούσα: «Ο γαμπρός! ο γαμπρός!» Άλλη φορά άκουσα να λεν περιπαιχτικά πως το Βαγγελιό αρρώστησε από τον καημό της, γιατί δεν την ήθελε η πεθερά. «Και τι κρίμα ν’ αποτύχει ένα τόσο ταιριαστό αντρόγυνο!» Σ’ άλλη συντροφιά γυναικών μου φάνηκε πως μ’ είπαν «καύκο», με μια λέξη που ’χ’ ακούσει κι από τη μάνα μου· κι αν δεν την καταλάβαινα, μάντευα πως ήταν κακή. Έτσι άρχιζα να νιώθω κείνο, που μου ’χε πει η μητέρα μου, πως θα γινόμουν τ’ ανεμπαίγνιδο του χωριού. Αλλ’ η κακογλωσσιά καταδίωκε περισσότερο το Βαγγελιό κι εμένα με θεωρούσαν θύμα της, για να την κατακρίνουν περισσότερο. Τώρα έβλεπα και γιατί αυτή η δύστυχη τόσο φοβότανε τη γλώσσα του κόσμου. Αλλ’ αντί γι’ αυτό να τη συμπαθώ, έβρισκα νέα πρόφαση για το αποτράβηγμά μου.
Αλλά και το κυνήγι μ’ άφησε νου για τίποτε άλλο, έξω από τις φροντίδες του; Όλη μέρα βρισκόμουν έξω από το χωριό και το βράδυ έφτανα κατάκοπος και κοιμόμουνα ύπνο χωρίς όνειρα. Πήγα με το Βασίλη και στο γιαλό και περάσαμε μέρες. Κυνηγήσαμε πολύ· κι όταν γύρισα στο χωριό, ήμουν μαύρος σαν αράπης από τον ήλιο.

Για το Βαγγελιό άκουα πως ήταν πάντα άρρωστη. Η μάνα μου δε μου ’λεγε τίποτε· αλλ’ η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μου ’πε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κι ο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κι έφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.
Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ’ η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστιες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θα ’ναι; Τι να της κάνω ’γω το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστια της, που ’γινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζει τα νεύρα.
Σ’ αυτή την ψυχική μου κατάσταση, κείνη π’ αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη που ’μενε με τ’ όνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κι αξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μ’ αυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικών μου ονείρων;
Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξει από το Βαγγελιό κι ότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάσει το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφτηκε και να μ’ απομακρύνει ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κι ο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη. Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να πάμε μαζί στον Άγιο Θωμά, ένα μακρινό χωριό, όπου ήτον παντρεμένη η μεγαλύτερή της αδερφή.


Η πρόταση μ’ άρεσε, γιατί είχ’ ακούσει πως ο Άγιος Θωμάς ήτον από τα ωραιότερα χωριά. Ακόμη θα ’βρισκα εκεί και δυο φίλους μου από το γυμνάσιο. Έτσι θα ικανοποιούσα και τη ζωηρή περιέργεια της ηλικίας μου να ίδω νέα μέρη. Δεν παράλειψαν να μου πουν ότι θα ’βρισκα στον Άγιο Θωμά και δυο ξαδέρφια, κυνηγούς, και μ’ αυτούς θα εξακολουθούσα τα κυνήγια μου. Αλλ’ η μεγαλύτερη παρακίνηση για το ταξίδι τ’ Αγίου Θωμά ήτο κάτι που μου ’πε η μάνα μου. Ήτο ταμένη στην Παναγία την Καλυβιανή και θα μ’ έπαιρνε να πάμε μαζί. Η Καλυβιανή φημιζότανε τότε πως έκανε θαύματα. Εκτός άλλων, είχε κάμει καλά και μια δαιμονισμένη από το χωριό μας.
Η παιδική μου φαντασία ήτο θαμβωμένη από τα όσα ήκουα για τα θαύματα της Καλυβιανής· κι είχα μεγάλη περιέργεια, αλλά και ζήλο θρησκευτικό να τα δω και να προσκυνήσω την εικόνα τη θαυματουργή.
Το ταξίδι δεν άργησε να γίνει. Για να πάμε στον Άι Θωμά, περάσαμε πολύ μέρος του κάμπου της Μεσαράς σε φοβερή κάψα. Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κι ωραίο χωριό, με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα τ’ αγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάνανε μεγάλες χαρές και δεν ξέρανε πώς να μ’ ευχαριστήσουν. Πραγματικώς δε, οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μ’ άρεσε το κυνήγι, μου ’παν πως είχαν καλούς σκύλους κι ένα τουφέκι ελαφρό, κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζί των.
Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κι έπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές και άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κι ήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα. Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κι όταν έβγαζαν τ’ άγια, ο παπάς τον πατούσε. Ο τρελός φώναζε κι ο παπάς έλεγε στο δαίμονα, που ’τον, ως υπόθεταν μέσα στον άρρωστο: «Έβγα, θεοκατάρατε, από τον άνθρωπο, να πας στα τάρταρα του Άδου, το κατοικητήριό σου!» Ο άρρωστος αποκρινόταν, αντί του δαίμονα: «Από πού να βγω;» «Από τ’ ανύχι του μικιού του δακτυλιού, να μην του κάμεις κακό.»



Τότε ο άρρωστος γελούσε αληθινό σατανικό γέλιο κι έλεγε:
- Κιαμέ δε θα βγω; Α δε βαριέσαι, ανήμενε.
Κι εγώ που πίστευα πως ο ίδιος δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα ανατριχίλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθεί κι ο δαίμονας αντί να βγει κορόιδευε. Ήτο από τα πιο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κι αφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελό, κι επίστευαν πως έδερναν το διάβολο.
Εγώ πίστευα όσα ήκουα· αλλά συνάμα μού ερχότανε η απορία, τι ευχαρίστηση είχεν ο δαίμονας και με τόση επιμονή ήθελε να κατοικά στην κοιλιά ενός ανθρώπου, σ’ ένα μέρος τόσο στενόχωρο κι επί τέλους όχι καθαρό. Αν τουλάχιστον ο άρρωστος ήτο κανένα όμορφο κορίτσι, θα το ’νιωθα. Δεν έφτανα όμως σε κανένα συμπέρασμα απιστίας. Μόνον ανόητη μου φαινόταν του διαβόλου η διαγωγή· αλλ’ αν δεν ήτον ανόητος, πώς διαρκώς θ’ ανακατευότανε σε ξένες δουλειές;
Στον Άγιο Θωμά βρισκόμουν διαρκώς σ’ ένα κύκλο αγάπης. Η θεία μου έβρισκε του πουλιού το γάλα να μ’ ευχαριστεί· κι οι ξαδέρφες μου ’δειχναν την τρυφερότερη αγάπη και αφοσίωση. Όλοι για μένα φρόντιζαν, για μένα μιλούσαν. Να μη μου λείψει τίποτε, να μη στενοχωρηθώ από τίποτε. Κι η μεγαλύτερή μου ξαδέρφη έλεγε.
- Κρίμα που το Γιωργιό ’ναι πρώτος ξάδερφός μου. Ποιον άλλο θα ’παιρνα
καλύτερο;
Αμφιβάλλω όμως πως, κι αν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κι εγώ στην προτίμησή της, γιατ’ η ξαδέρφη δεν ήταν όμορφη. Αλλά κι η μητέρα της έκαμε μιαν άλλη επιφύλαξη.
- Έπρεπε να ’ναι και μεγαλύτερος στοι χρόνους γή σκιας σόγκαιρος.
Όταν δεν πήγαινα κυνήγι με τους ξαδέρφους μου, έκανα διάφορα παιγνίδια αθλητικά με τους πολλούς φίλους που απόκτησα στον Άγιο Θωμά. Εκεί γνώρισα και το καρτέρι του λαγού· κι έτσι έκαμα τη μεγαλύτερή μου κυνηγετική επιτυχία· μια νύχτα σκότωσα λαγό.


Στη Μεσαρά χόρτασα να βλέπω κι άλογα, που ’σαν πολύ σπάνια στ’ ορεινό μας χωριό. Ίση δε και μάλιστα μεγαλύτερη από το κυνήγι ηδονή μου ’διδε η ιππασία. Κι ο θείος μου, που ’τον καλός καβαλάρης και με τους εφίππους του Κόρακα είχε πολεμήσει κατά τα τρία χρόνια της περασμένης επανάστασης, είχε καλά άλογα. Οι ξαδέρφοι μ’ έμαθαν να ιππεύω και μαζί γυρίσαμε τη Μεσαρά. Πήγαμε στους Άγιους Δέκα και φτάσαμε έως το Τυμπάκι. Αλλά και με το στρωτό βάδισμα των κρητικών ίππων, η ιππασία δεν είναι δύσκολη.
Η θεία και οι άλλοι ήθελαν να με κρατήσουν έως το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε και στο πανηγύρι της Καλυβιανής. Αλλ’ η μητέρα δεν ήθελε να μείνομε περισσότερο. Έπειτα δεν είχαμε μείνει και λίγο καιρό· αρκετό βάρος, έλεγε η μητέρα μου, εδώκαμε στους συγγενείς μας. Ας έρθουν κι αυτοί να περάσουν καμπόσον καιρό στο χωριό μας. Η θεια και λοιποί ήθελαν να κρατήσουν τουλάχιστον εμένα. Αλλ’ η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμα, επέμενε να με πάρει μαζί της. Φοβότανε μήπως μου συμβεί τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.
Θα μας συντρόφευε ο μεγάλος ξάδερφος· κι ο θείος είπε γελαστός της μητέρας μου:
- Θα περάσεις από τούρκικα χωριά· μα με τα δυο παλικάρια, που θα σε
συντροφεύγουνε, δεν έχεις να φοβηθείς. Εγώ κιόλας για καλύτερη σιγουριά θ’ αρματώσω το Γιωργή. Θα του χαρίσω το τουφέκι που ’παιρνε στο κυνήγι, γιατ’ είδα πως τ’ αρέσει.
Έτσι έκαμα την οδοιπορία της επιστροφής οπλισμένος, μ’ ένα ελαφρό μονόκαννο τουφέκι, δικό μου, κι η χαρά μου ήτο μεγάλη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.