ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη»:
=========================


Εγ’ Αναγνώστης του Παπά του Σήφη του Σκορδύλη,
αυτά που σας ’διγήθηκα με γράμμα, με κοντύλι,
αρχίνηξα και τά ’γραφα λιγάκι κάθε μέρα

……………………………………………………….

και με το μπάρμπα Πατζελιό, απού ’τον τυροκόμος.
Κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και τη μπέννα
κι εκείνος μου ’δηγάτονε και τά ’γραφα ένα ένα.

…………………………………………………………

Τραγουδηχτά μου τά ’λεγε, γιατ’ ένε ριμαδόρος,
γιατ’ έχει κι’ απού το Θεό το πλεια μεγάλο δώρος.
Όσα δεν είδ’ εκάτεχε κι’ όσά ’δε δεν τα ’ξέχνα
γιατ’ έχει και θυμητικό πλιότερ’ από κιανένα.

(Βαρδίδη, ένθ. ανωτ. σ. 989 κ.ε.

Παληότερα, στις διασκεδάσεις ετραγουδούντο τα σαραντομαντίναδα από μια νέα κι’ ένα νέο. Η νέα πρότεινε έναν αριθμό κι’ ο νέος έπρεπε ν’ απαντήση τραγουδιστά με μαντινάδα που άρχιζε από το προτεινόμενο αριθμητικό. Συνήθως από το ένα ίσαμε το σαράντα. Γι’ αυτό και τα τραγούδια αυτά τα είπανε σαραντομανίναδα. Σήμερα ο λυράρης λέει τον αριθμό κι’ ο λυράρης συνεχίζει:

« –Ένα –Από το ένα βάν’ αρχή να πάω στα σαράντα / δεν τήνε πέμπει η κοπελιά την προξενειά στον άντρα».

Άλλος τύπος σαραντομαντίναδου γίνεται δίχως αριθμούς:

«–Φιλντιχιοκοκκαλένια μου και μερτζαναχειλού μου / και πέρδικά μου πλουμιστή, επήρες τον το νου μου
–Ντα πέρδικά ’μαι εγώ;
–Πέρδικα είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου / κι’ ελάβωσές μου την καρδιά με τα πεισματικά σου»

(«Σαραντομαντίναδο» και των δύο τύπων βλέπει κανείς στο βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι «Μαντινάδες Α΄» σελ. 318-328

Μια ολοκληρωμένη εκδοχή της δεύτερης ρίμας, της αναφερόμενη στην απελευθέρωση του Μπιζανίου (1913), μας έδωσε σε ιδιόχειρο σημείωμα ο κ. Γιάννης Παραδεισανός, από το χωριό Άγιος Ιωάννης Χλιαρός της επαρχίας Αμαρίου, τον οποίο ευχαριστούμε θερμότατα. Μας πληροφόρησε ότι την τραγουδούσε σε τοπικό σκοπό τση τάβλας ο επίσης Αηγιαννιώτης Κωνσταντίνος Μπριλάκης. Η εκδοχή αυτή έχει ως εξής:

Τη ν-Τυρινή την Αποκρέ, Πέμτη το μεσημέρι,
ήρθεν από τα Γιάννενα ολόχρυσο χαμπέρι.
Έγραφε ντο παράρτημα: Έπεσε ντο Μπιζάνι
κι εδήλωσε ο Εσάτ Πασάς πόλεμο μπλιο δε γ-κάνει!
Εδήλωσε ο Εσάτ Πασάς με το επιτελείο
πως θέλει να παραδωθεί στο μέγα Κωσταντίνο.
Απού ’σανε συμμαθητές κι οι δυο στη Γερμανία
κι ολημερίς ελέγανε για τη Μακεδονία.
Τού ’λεγε «Α γίνω βασιλιάς, πόλεμο θα κηρύξω,
Μακεδονία κι Ήπειρο να τα επανακτήσω!»

«Να μην το κάνεις, Κωσταντή, για θα σ’ αιχμαλωτίσω,
στου Μπιζανιού τα κάτεργα θα πάω να σε κλείσω.
Και θα σε ντύσω μασκαρά, στη μ-Πόλη να σε πάω,
ας θα μου βγου ντα όνειρα κι απόκειας ας ποθάνω!»

«Όνειρο τό ’δες, Εσάτ Πασά, πως θα μ’ αιχμαλωτίσεις,
μα ’γώ σου λέω τούτηνέ τη χέρα θα φιλήσεις!»]

Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης ξεχωρίζουν σε: τραγούδια τση τάβλας, τραγούδια τση στράτας και τραγούδια του χορού.
Τα τραγούδια τση τάβλας τα τραγουδούν οι Κρητικοί των Δυτικών Νομών καθισμένοι γύρω από την τάβλα, το χαρούμενο τραπέζι που στένουν σε κάθε ξεφάντωση. Να πώς το λέει ο Αντωνιάδης στην «Κρητηΐδα»:

«Τράπεζαν στρώνουσιν άλλοι, μακράν ως κατάρτιον πλοίων

λίθον επάνω σανίδας ερείδοντες· κ’ έδρας

φέρουν παχείας δοκούς, εκατέρωθεν θέτοντες ταύτας

πέριξ δε πάντες καθίζουν, οπόσοι κληθέντες εις γάμον

έφερον τράγον ή άρνα ή άρτων πεντάδα μιγάδων

είτε και οίνον γλυκύν, της Κισσάμου τ’ αμπέλινον νάμα.

Άσματα ψάλλουν κατόπιν, αρχαίων ρυθμών μελωδίαν,

ήν τινα ζώσαν εισέτι της Κρήτης τα όρη τηρούσι».

Οι Κρητικοί πάντα αγαπούσαν το χορό και το τραγούδι. Για τα χρόνια της Βενετοκρατίας πληροφορίες μας δίδει ο Καστρινός στιχουργός του τέλους του 15ου αι. Στέφανος Σαχλίκης:

«Και απότες πιούσι περισσόν και απήν καλοκαρδίσουν
μοίρα τους ρίκτει εις όρχησμα, μοίρα να τραγουδήσουν,
και μοίρα πίνουν, κάθουνται πάντα και τραγουδούσιν»,

με τη διαφορά πως, ύστερα από μια γενναία οινοποσία: «τραγουδούν οι άτυχοι σαν κελαηδούν οι χήνες», κάποτε δε και «εβγάνουν τα μαχαίρια».

Τα τραγούδια της Κρήτης (εκτός από τα τραγούδια τση τάβλας) συνοδεύει η λύρα, μουσικό όργανο που παίζεται με τόξο [=δοξάρι]. Είναι ένα από τα ωραιότερα αντικείμενα της Κρητικής Λαϊκής Τέχνης και γίνεται από ξύλο τση μαυρομουρνιάς ή από ασφένταμνο. Η καλύτερη λύρα γίνεται από κισσό, αλλά αρά και πού να βρεθή κισσός που νάχη το απαιτούμενο πάχος. Οι κόρδες της [=χορδές] γίνονται από άντερα και στρίβονται με πίρους. Το δοξάρι της κάνει κοιλιά (καμπυλούται) και έχει σ’ όλο του το μάκρος κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, για να υπογραμμίζεται ο ρυθμός (σιγά σιγά παραλείπανε τα γερακοκούδουνα). Παίζεται από το λυράρη, που την ακουμπά ορθή στο γόνατο (πορευόμενος ο λυράρης στηρίζει τη λύρα καθέτως επί του στήθους):

«Στου Ψηλορείτη το βουνό πούναι ψηλό και μέγα
κι’ ούδε πουλί ανεβαίνει το μούδε και χελιδόνι
μούδε του δράκου σαϊθιά μούδε του λιόντα πέτρα
βοσκόπουλον ανέβηκε κι’ έκατσε στην κορφή ντου,
ορθή βάνει στα γόνατα τη λύρα ντου και παίζει».

Έχω χρέος να φέρω «απ’ τσ’ αρνησάς τσι τόπους» τον αδελφό της εκ μητρός γιαγιάς μου, το Γιάγκο το Τζανάκι από τον Άγιο Μύρωνα Μαλεβυζίου. Το νάμι του [=η φήμη του] είχε ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού. Όμορφος καθώς ήτανε «σαν το Δεσπότη Χριστό» είχε πολλούς αντίζηλους ανάμεσα στους νέους της περιφέρειας. Του άρεσε να πηγαίνει να παίζη το λυράκι του ολομόναχος στη σπηλιά του περιβολιού τους δίπλα στο μοναδικό τρεχούμενο νερό του χωριού, «στου Τζανή το νερό». (Νάχε άραγε συντροφιά του και τις νεράιδες;). Κάποτε μια συντροφιά από νέους τον κάλεσε να τους παίξη για να χορέψουν σ’ ένα σπίτι φιλικό. Έπαιζε κι’ ετραγουδούσε κι’ οι άλλοι χόρευαν. Ξαφνικά ένας από τη συντροφιά χύμηξε και τον μαχαίρωσε στο μερό [=στο μηρό]. Σηκώθηκε να φύγει, μα οι χορευτάδες τον απείλησαν πως «αν κουνήση από τη θέση του θα κάμουν το μεγαλύτερό του κομμάτι ωσάν το ρύζι». Έπαιζε, έπαιζε ώσπου ξημέρωσε, μα ο σπιτονοικοκύρης πού ν’ ανοίξη! Με κλειστά παράθυρα και με τους λύχνους μέρα μεσημέρι γλέντιζαν ενώ το αίμα του Τζανάκη έτρεχε ανεβάλλουσα. Εξασκημένο όπως ήταν τ’ αφτί του στους ήχους, ήκουσε τα ζάλα [=τα βήματα] ενός περασάρη και τότε τραγούδησε την πάρα κάτω μαντινάδα:

«Να κάτεχεν μάνα μου τη σφάκα [=πίκρα] τ’ αχειλιού μου
και το μαχαιροσκοτωμό που ’κάμαν του κορμιού μου».

Ο άνθρωπος ο περασάρης ειδοποίησε τους γονείς του Τζανάκη και πήγαν στο κουλούκι, πήραν ζαφτιέδες [=χωροφύλακες] και τον ελευθέρωσαν. Δεν μπόρεσε να ξανασηκωθή από το κρεββάτι γιατί η λαβωμαθειά του εφιστούλιασε. Έλειωσε σαν το παλληκάρι του Παλαμά [σ.σ.: εννοεί τον ήρωα της συγκλονιστικής νουβέλας του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά «Ο θάνατος του παλληκαριού», ένα από τα ελάχιστα πεζά έργα του] και το θάνατό του θρηνήσανε τα γυρωτρίγυρα. (Πέθανε μετά του Αγριολίδη τον Αρμπεντέ – 1828).

(Με την ευκαιρία αυτή σημειώνω πως οι Κρητικοί επί Τουρκοκρατίας ανάμεσα στις μαντινάδες και τα τραγούδια τους παράχωναν αλληγορικά δίστιχα, για να μην καταλαβαίνουν οι Τούρκοι, που όχι σπάνια ανακατεύοντο στα γλέντια των χριστιανών για να τους ενοχλούνε. Σε κρητική «παράδοση» που μας έρχεται από την εποχή των κουρσάρων συναντούμε ένα αλληγορικό δίστιχο: «ταβλομάντηλα και πέτσες, δε γροικάτε σεις μπεμπέτσες; / Σα γυρίση το φεγγάρι θα στρατέψωμεν ομάδι». Με το δίστιχο αυτό ένας σκλάβος χριστιανός ειδοποίησε τους νέους και τις νέες στο χωριό του εκ μητρός παππού μου Κων. Μιγάδη, Χερσόνησος, τον καιρό που οι Μπαρμπαρέζοι έκαναν επιδρομές στα παράλια της Κρήτης. Δεν είναι τόπος να παραθέσωμε την παράδοση, αναφέρομε μόνο πως αφού ειδοποιήθηκαν οι κοπέλλες με το δίστιχο αυτό, έφευγε μια μια και δεν έπεσαν στα χέρια του εχθρού.)

Επίσης ο Φραγκιάς Καλομάτης (1648) στο «Ζήνωνα» κάνει λόγο για κάποια λύρα, που δεν είναι σαν τη λύρα του Ορφέα:

«Μπορείς εσύ μ’ αυτείνη σου τη λύρα να μερώσης
σαν τον Ορφέα τα θεριά;
Τούτο αν εμπόρου νά ’κανα και νά ’χα τέτοια μοίρα
ου Ορφέο το πλήκτρο εκράτουνα και τη δικήν του λύρα».

(«Ζήνων» Αλεξίου ένθ. ανωτ. σελ. 136, στιχ. 3 και στιχ. 7-8


το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη»:

Εγ’ Αναγνώστης του Παπά του Σήφη του Σκορδύλη,
αυτά που σας ’διγήθηκα με γράμμα, με κοντύλι,
αρχίνηξα και τά ’γραφα λιγάκι κάθε μέρα

……………………………………………………….

και με το μπάρμπα Πατζελιό, απού ’τον τυροκόμος.
Κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και τη μπέννα
κι εκείνος μου ’δηγάτονε και τά ’γραφα ένα ένα.

…………………………………………………………

Τραγουδηχτά μου τά ’λεγε, γιατ’ ένε ριμαδόρος,
γιατ’ έχει κι’ απού το Θεό το πλεια μεγάλο δώρος.
Όσα δεν είδ’ εκάτεχε κι’ όσά ’δε δεν τα ’ξέχνα
γιατ’ έχει και θυμητικό πλιότερ’ από κιανένα.

(Βαρδίδη, ένθ. ανωτ. σ. 989 κ.ε.

Παληότερα, στις διασκεδάσεις ετραγουδούντο τα σαραντομαντίναδα από μια νέα κι’ ένα νέο. Η νέα πρότεινε έναν αριθμό κι’ ο νέος έπρεπε ν’ απαντήση τραγουδιστά με μαντινάδα που άρχιζε από το προτεινόμενο αριθμητικό. Συνήθως από το ένα ίσαμε το σαράντα. Γι’ αυτό και τα τραγούδια αυτά τα είπανε σαραντομανίναδα. Σήμερα ο λυράρης λέει τον αριθμό κι’ ο λυράρης συνεχίζει:

« –Ένα –Από το ένα βάν’ αρχή να πάω στα σαράντα / δεν τήνε πέμπει η κοπελιά την προξενειά στον άντρα».

Άλλος τύπος σαραντομαντίναδου γίνεται δίχως αριθμούς:

«–Φιλντιχιοκοκκαλένια μου και μερτζαναχειλού μου / και πέρδικά μου πλουμιστή, επήρες τον το νου μου
–Ντα πέρδικά ’μαι εγώ;
–Πέρδικα είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου / κι’ ελάβωσές μου την καρδιά με τα πεισματικά σου»

(«Σαραντομαντίναδο» και των δύο τύπων βλέπει κανείς στο βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι «Μαντινάδες Α΄» σελ. 318-328

Μια ολοκληρωμένη εκδοχή της δεύτερης ρίμας, της αναφερόμενη στην απελευθέρωση του Μπιζανίου (1913), μας έδωσε σε ιδιόχειρο σημείωμα ο κ. Γιάννης Παραδεισανός, από το χωριό Άγιος Ιωάννης Χλιαρός της επαρχίας Αμαρίου, τον οποίο ευχαριστούμε θερμότατα. Μας πληροφόρησε ότι την τραγουδούσε σε τοπικό σκοπό τση τάβλας ο επίσης Αηγιαννιώτης Κωνσταντίνος Μπριλάκης. Η εκδοχή αυτή έχει ως εξής:

Τη ν-Τυρινή την Αποκρέ, Πέμτη το μεσημέρι,
ήρθεν από τα Γιάννενα ολόχρυσο χαμπέρι.
Έγραφε ντο παράρτημα: Έπεσε ντο Μπιζάνι
κι εδήλωσε ο Εσάτ Πασάς πόλεμο μπλιο δε γ-κάνει!
Εδήλωσε ο Εσάτ Πασάς με το επιτελείο
πως θέλει να παραδωθεί στο μέγα Κωσταντίνο.
Απού ’σανε συμμαθητές κι οι δυο στη Γερμανία
κι ολημερίς ελέγανε για τη Μακεδονία.
Τού ’λεγε «Α γίνω βασιλιάς, πόλεμο θα κηρύξω,
Μακεδονία κι Ήπειρο να τα επανακτήσω!»

«Να μην το κάνεις, Κωσταντή, για θα σ’ αιχμαλωτίσω,
στου Μπιζανιού τα κάτεργα θα πάω να σε κλείσω.
Και θα σε ντύσω μασκαρά, στη μ-Πόλη να σε πάω,
ας θα μου βγου ντα όνειρα κι απόκειας ας ποθάνω!»

«Όνειρο τό ’δες, Εσάτ Πασά, πως θα μ’ αιχμαλωτίσεις,
μα ’γώ σου λέω τούτηνέ τη χέρα θα φιλήσεις!»]

Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης ξεχωρίζουν σε: τραγούδια τση τάβλας, τραγούδια τση στράτας και τραγούδια του χορού.
Τα τραγούδια τση τάβλας τα τραγουδούν οι Κρητικοί των Δυτικών Νομών καθισμένοι γύρω από την τάβλα, το χαρούμενο τραπέζι που στένουν σε κάθε ξεφάντωση. Να πώς το λέει ο Αντωνιάδης στην «Κρητηΐδα»:

«Τράπεζαν στρώνουσιν άλλοι, μακράν ως κατάρτιον πλοίων

λίθον επάνω σανίδας ερείδοντες· κ’ έδρας

φέρουν παχείας δοκούς, εκατέρωθεν θέτοντες ταύτας

πέριξ δε πάντες καθίζουν, οπόσοι κληθέντες εις γάμον

έφερον τράγον ή άρνα ή άρτων πεντάδα μιγάδων

είτε και οίνον γλυκύν, της Κισσάμου τ’ αμπέλινον νάμα.

Άσματα ψάλλουν κατόπιν, αρχαίων ρυθμών μελωδίαν,

ήν τινα ζώσαν εισέτι της Κρήτης τα όρη τηρούσι».

Οι Κρητικοί πάντα αγαπούσαν το χορό και το τραγούδι. Για τα χρόνια της Βενετοκρατίας πληροφορίες μας δίδει ο Καστρινός στιχουργός του τέλους του 15ου αι. Στέφανος Σαχλίκης:

«Και απότες πιούσι περισσόν και απήν καλοκαρδίσουν
μοίρα τους ρίκτει εις όρχησμα, μοίρα να τραγουδήσουν,
και μοίρα πίνουν, κάθουνται πάντα και τραγουδούσιν»,

με τη διαφορά πως, ύστερα από μια γενναία οινοποσία: «τραγουδούν οι άτυχοι σαν κελαηδούν οι χήνες», κάποτε δε και «εβγάνουν τα μαχαίρια».

Τα τραγούδια της Κρήτης (εκτός από τα τραγούδια τση τάβλας) συνοδεύει η λύρα, μουσικό όργανο που παίζεται με τόξο [=δοξάρι]. Είναι ένα από τα ωραιότερα αντικείμενα της Κρητικής Λαϊκής Τέχνης και γίνεται από ξύλο τση μαυρομουρνιάς ή από ασφένταμνο. Η καλύτερη λύρα γίνεται από κισσό, αλλά αρά και πού να βρεθή κισσός που νάχη το απαιτούμενο πάχος. Οι κόρδες της [=χορδές] γίνονται από άντερα και στρίβονται με πίρους. Το δοξάρι της κάνει κοιλιά (καμπυλούται) και έχει σ’ όλο του το μάκρος κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, για να υπογραμμίζεται ο ρυθμός (σιγά σιγά παραλείπανε τα γερακοκούδουνα). Παίζεται από το λυράρη, που την ακουμπά ορθή στο γόνατο (πορευόμενος ο λυράρης στηρίζει τη λύρα καθέτως επί του στήθους):

«Στου Ψηλορείτη το βουνό πούναι ψηλό και μέγα
κι’ ούδε πουλί ανεβαίνει το μούδε και χελιδόνι
μούδε του δράκου σαϊθιά μούδε του λιόντα πέτρα
βοσκόπουλον ανέβηκε κι’ έκατσε στην κορφή ντου,
ορθή βάνει στα γόνατα τη λύρα ντου και παίζει».

Έχω χρέος να φέρω «απ’ τσ’ αρνησάς τσι τόπους» τον αδελφό της εκ μητρός γιαγιάς μου, το Γιάγκο το Τζανάκι από τον Άγιο Μύρωνα Μαλεβυζίου. Το νάμι του [=η φήμη του] είχε ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού. Όμορφος καθώς ήτανε «σαν το Δεσπότη Χριστό» είχε πολλούς αντίζηλους ανάμεσα στους νέους της περιφέρειας. Του άρεσε να πηγαίνει να παίζη το λυράκι του ολομόναχος στη σπηλιά του περιβολιού τους δίπλα στο μοναδικό τρεχούμενο νερό του χωριού, «στου Τζανή το νερό». (Νάχε άραγε συντροφιά του και τις νεράιδες;). Κάποτε μια συντροφιά από νέους τον κάλεσε να τους παίξη για να χορέψουν σ’ ένα σπίτι φιλικό. Έπαιζε κι’ ετραγουδούσε κι’ οι άλλοι χόρευαν. Ξαφνικά ένας από τη συντροφιά χύμηξε και τον μαχαίρωσε στο μερό [=στο μηρό]. Σηκώθηκε να φύγει, μα οι χορευτάδες τον απείλησαν πως «αν κουνήση από τη θέση του θα κάμουν το μεγαλύτερό του κομμάτι ωσάν το ρύζι». Έπαιζε, έπαιζε ώσπου ξημέρωσε, μα ο σπιτονοικοκύρης πού ν’ ανοίξη! Με κλειστά παράθυρα και με τους λύχνους μέρα μεσημέρι γλέντιζαν ενώ το αίμα του Τζανάκη έτρεχε ανεβάλλουσα. Εξασκημένο όπως ήταν τ’ αφτί του στους ήχους, ήκουσε τα ζάλα [=τα βήματα] ενός περασάρη και τότε τραγούδησε την πάρα κάτω μαντινάδα:

«Να κάτεχεν μάνα μου τη σφάκα [=πίκρα] τ’ αχειλιού μου
και το μαχαιροσκοτωμό που ’κάμαν του κορμιού μου».

Ο άνθρωπος ο περασάρης ειδοποίησε τους γονείς του Τζανάκη και πήγαν στο κουλούκι, πήραν ζαφτιέδες [=χωροφύλακες] και τον ελευθέρωσαν. Δεν μπόρεσε να ξανασηκωθή από το κρεββάτι γιατί η λαβωμαθειά του εφιστούλιασε. Έλειωσε σαν το παλληκάρι του Παλαμά [σ.σ.: εννοεί τον ήρωα της συγκλονιστικής νουβέλας του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά «Ο θάνατος του παλληκαριού», ένα από τα ελάχιστα πεζά έργα του] και το θάνατό του θρηνήσανε τα γυρωτρίγυρα. (Πέθανε μετά του Αγριολίδη τον Αρμπεντέ – 1828).

(Με την ευκαιρία αυτή σημειώνω πως οι Κρητικοί επί Τουρκοκρατίας ανάμεσα στις μαντινάδες και τα τραγούδια τους παράχωναν αλληγορικά δίστιχα, για να μην καταλαβαίνουν οι Τούρκοι, που όχι σπάνια ανακατεύοντο στα γλέντια των χριστιανών για να τους ενοχλούνε. Σε κρητική «παράδοση» που μας έρχεται από την εποχή των κουρσάρων συναντούμε ένα αλληγορικό δίστιχο: «ταβλομάντηλα και πέτσες, δε γροικάτε σεις μπεμπέτσες; / Σα γυρίση το φεγγάρι θα στρατέψωμεν ομάδι». Με το δίστιχο αυτό ένας σκλάβος χριστιανός ειδοποίησε τους νέους και τις νέες στο χωριό του εκ μητρός παππού μου Κων. Μιγάδη, Χερσόνησος, τον καιρό που οι Μπαρμπαρέζοι έκαναν επιδρομές στα παράλια της Κρήτης. Δεν είναι τόπος να παραθέσωμε την παράδοση, αναφέρομε μόνο πως αφού ειδοποιήθηκαν οι κοπέλλες με το δίστιχο αυτό, έφευγε μια μια και δεν έπεσαν στα χέρια του εχθρού.)

Επίσης ο Φραγκιάς Καλομάτης (1648) στο «Ζήνωνα» κάνει λόγο για κάποια λύρα, που δεν είναι σαν τη λύρα του Ορφέα:

«Μπορείς εσύ μ’ αυτείνη σου τη λύρα να μερώσης
σαν τον Ορφέα τα θεριά;
Τούτο αν εμπόρου νά ’κανα και νά ’χα τέτοια μοίρα
ου Ορφέο το πλήκτρο εκράτουνα και τη δικήν του λύρα».

(«Ζήνων» Αλεξίου ένθ. ανωτ. σελ. 136, στιχ. 3 και στιχ. 7-8

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.