ΚΡΗΤΙΚΑ ΣΑΤΥΡΙΚΑ
====================
ασκαλντί = παραλίγο
συναντάται και ασκαντί
Συνώνυμα: (πιθανόν) και οσκελντί
^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^
ΕΠΙ ΤΩ ΣΩΣΜΩ”
Του Κωστή Λαγουδιανάκη
Τη ζήση από το θάνατο
μια τρίχα τη χωρίζει
μ’ αρά και που ’ναι άθρωπος
απού το ντουχιουντίζει.
Δεν το ριφνά ποτέ κιανείς
για τη δική ντου ζήση
κερί πως είναι και μπορεί
σ’ ένα λεφτό να σβήσει.
Εκειά που προπατεί κιανείς,
καλά του καθουμένου
μπορεί και να τονέ ρεχτεί
χρώμα τ’ αποθαμένου.
Στο χίντι χίντι βρέθηκα
και στση ζωής το τέλος
τ’ απάνω κόσμου ασκαλντί να πάψω να’μαι μέλος.
Με φίλους και συνάδελφους εσμίξαμε ομάδι
μαζί να «πιούμ’ ένα κρασί»,φιλιάς καλό σημάδι.
Εκειά που είχα θεϊκό «νέκταρ και αμβροσία».
τα ζάλα μου σιμώσανε για την Αχερουσία.
Κι ήπρεπε να’χω κι οβολό να δώσω του βαρκάρη
μα ’γώ δεν είχα ένα ευρώ κι ήρχιξα το… παζάρι.
«Ερμή,για γροίκα να σου πω,τα λόγια μου φρουκάσου
μη βιάζεσαι να φύγομε,ανήμενε και στάσου.
Γροίκα Ερμή,στη ζήση μας ήρθε μεγάλος ζόρες
λογιώ λογιώ τροϊκανές πλακώσανε οι μπόρες.
Περικοπές του ΔουΝουΤου μας έχουνε τροζάνει
και ούλες οι ολπίδες μας γενήκαν’ αϊράνι.
Τροϊκανή παραγγελιά γροίκα είντα μας ξώνει
στην τελευταία τρύπα τζη να σφίξομε τη ζώνη.
Και να μην έχει η ζήση μας ονοστιμιάς αλάτσι
και μόνο να πλερώνομε τσι φόρους,το χαράτσι.
Και όλα,λέει,ετουτανά,είναι «για το καλό μας»
α θέμε ,λέει, οι ΄Ελληνες να δούμε το σωσμό μας.
Ανέ γενεί ετσά λοής, περίσσα είναι τα λόγια
μ’αυτό θα ξεγλιστρήξουνε και πάλι τα «λαμόγια».
Οι τίμιοι που μια ζωή είναι ετσά που πρέπει
ποτές δεν αποτάσσουνε ένα ευρώ στην τσέπη.
Ετσά κι εγώ, εδά,Ερμή,δεν έχω να πλερώσω
γι’ αυτό καθόλου δε ρωτώ το είντα και το πόσο.
Άσε μ’ ακόμη μιαολιά στον Κόσμο τον Απάνω
μπέλι και ξετελέψω τα στο νου μου όσα βάνω.
Έχω αρμηνολοήματα στου νου μου τα σκαρβέλια
θέλω ραέτι να γενούν στα νέικα κοπέλια.
Δε θέλω ετσά μεσόκενες ν’ αφήσω τσι ευθύνες
για όλα τουτανά Ερμή άφησε τσι βιασύνες.»
Κι απηλογάται μου ο Ερμής και λέει μου «για στάσου,
εγώ δεν είχα σχέδιο φευγιού στην αφεδιά σου.
Εγώ εβγήκα σήμερο συνηθισμένη τσάρκα
εσύ γιάντα ερέχτηκες Αχερουσία βάρκα;»
Γροίκα,λοιπόν,είντα ’παθα,Ερμή δε λέω ψόμα
και παραλίγο η μούρη μου να φάει μαύρο χώμα.
Δε θα πιστέψεις, σάικα, ανέ σου πω είντα φταίει
κι όποιος τ’ ακούσει, ζάβαλε, θα πει «ετσά το λέει».
Ποιος να πιστέψει μια μπουκιά από ψωμί καπάρο
μ’ αμπώθει να’χω σήμερο ορτάκη μου το Χάρο.
Ποιος να πιστέψει πως ψωμί απού ’ναι βλοημένο.
εξέτρεξε για να με πουν οι αθρώποι ποθαμένο.
Το βλοημένο το ψωμί ήτανε η μπουκιά μου
μα το παντέρμο «εμπέρδεσε» βαθιά στο τζάρουκά μου.
Το βλοημένο το ψωμί σέβομαι και αμνόω
αλλά δεν είμαι και «ψωμάς»,αρά και πού το τρώω.
Σήμερο είπα μια τζη μιας ψωμί να δικιμάσω
και παραλίγο η ζήση μου να βάλει μαύρο ράσο.
Ποτέ μου δε δικίμαζα κι είπα ψωμί να φάω
ποτέ μου δεν ελόγιαζα από ψωμί …να πάω.
Αντίστροφα εμέτρησα τση ζήσης μου το χρόνο
κι έλιγο,έλιγο καλά, ήταν το οξυγόνο.
Είπα πως εμπιτίσανε τση ζήσης μου οι χρόνοι
γιατί δεν ελογάριασα το φίλο Πολυχρόνη.
Ο Χρόνης «εμυρίστηκε» τον εδικό μου ζόρε
και του φευγιού μου η μουσική να παίζει «λα ματζόρε».
Του Χρόνη η «αγκωσακιά» σωσμού αγκωσακιά ’ναι
του ζόρε τα αμπέρδουκλα εφύγανε και πάνε.
Λιγόχρονη η ζήση μου δίχως τον Πολυχρόνη
τη μάχη θα την έχανε σε …χωματένιο αλώνι.
Η καρδιά μου ευχαριστήριο διάζετ’ εδά στημόνι
ξόμπλια να φάνει και πλουμιά χιλιάδες για το Χρόνη.
Τω συναδέλφω μου οι ευκές σωσμός και συντρομή μου
κι ευχαριστήρια προυκιά είναι η πλερωμή μου.
Περικοπές όσες κι α’ρθούν δε θά’ρθει απραξία
σε διάθεση,σε όρεξη και αισιοδοξία.
====================
ασκαλντί = παραλίγο
συναντάται και ασκαντί
Συνώνυμα: (πιθανόν) και οσκελντί
^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^
ΕΠΙ ΤΩ ΣΩΣΜΩ”
Του Κωστή Λαγουδιανάκη
Τη ζήση από το θάνατο
μια τρίχα τη χωρίζει
μ’ αρά και που ’ναι άθρωπος
απού το ντουχιουντίζει.
Δεν το ριφνά ποτέ κιανείς
για τη δική ντου ζήση
κερί πως είναι και μπορεί
σ’ ένα λεφτό να σβήσει.
Εκειά που προπατεί κιανείς,
καλά του καθουμένου
μπορεί και να τονέ ρεχτεί
χρώμα τ’ αποθαμένου.
Στο χίντι χίντι βρέθηκα
και στση ζωής το τέλος
τ’ απάνω κόσμου ασκαλντί να πάψω να’μαι μέλος.
Με φίλους και συνάδελφους εσμίξαμε ομάδι
μαζί να «πιούμ’ ένα κρασί»,φιλιάς καλό σημάδι.
Εκειά που είχα θεϊκό «νέκταρ και αμβροσία».
τα ζάλα μου σιμώσανε για την Αχερουσία.
Κι ήπρεπε να’χω κι οβολό να δώσω του βαρκάρη
μα ’γώ δεν είχα ένα ευρώ κι ήρχιξα το… παζάρι.
«Ερμή,για γροίκα να σου πω,τα λόγια μου φρουκάσου
μη βιάζεσαι να φύγομε,ανήμενε και στάσου.
Γροίκα Ερμή,στη ζήση μας ήρθε μεγάλος ζόρες
λογιώ λογιώ τροϊκανές πλακώσανε οι μπόρες.
Περικοπές του ΔουΝουΤου μας έχουνε τροζάνει
και ούλες οι ολπίδες μας γενήκαν’ αϊράνι.
Τροϊκανή παραγγελιά γροίκα είντα μας ξώνει
στην τελευταία τρύπα τζη να σφίξομε τη ζώνη.
Και να μην έχει η ζήση μας ονοστιμιάς αλάτσι
και μόνο να πλερώνομε τσι φόρους,το χαράτσι.
Και όλα,λέει,ετουτανά,είναι «για το καλό μας»
α θέμε ,λέει, οι ΄Ελληνες να δούμε το σωσμό μας.
Ανέ γενεί ετσά λοής, περίσσα είναι τα λόγια
μ’αυτό θα ξεγλιστρήξουνε και πάλι τα «λαμόγια».
Οι τίμιοι που μια ζωή είναι ετσά που πρέπει
ποτές δεν αποτάσσουνε ένα ευρώ στην τσέπη.
Ετσά κι εγώ, εδά,Ερμή,δεν έχω να πλερώσω
γι’ αυτό καθόλου δε ρωτώ το είντα και το πόσο.
Άσε μ’ ακόμη μιαολιά στον Κόσμο τον Απάνω
μπέλι και ξετελέψω τα στο νου μου όσα βάνω.
Έχω αρμηνολοήματα στου νου μου τα σκαρβέλια
θέλω ραέτι να γενούν στα νέικα κοπέλια.
Δε θέλω ετσά μεσόκενες ν’ αφήσω τσι ευθύνες
για όλα τουτανά Ερμή άφησε τσι βιασύνες.»
Κι απηλογάται μου ο Ερμής και λέει μου «για στάσου,
εγώ δεν είχα σχέδιο φευγιού στην αφεδιά σου.
Εγώ εβγήκα σήμερο συνηθισμένη τσάρκα
εσύ γιάντα ερέχτηκες Αχερουσία βάρκα;»
Γροίκα,λοιπόν,είντα ’παθα,Ερμή δε λέω ψόμα
και παραλίγο η μούρη μου να φάει μαύρο χώμα.
Δε θα πιστέψεις, σάικα, ανέ σου πω είντα φταίει
κι όποιος τ’ ακούσει, ζάβαλε, θα πει «ετσά το λέει».
Ποιος να πιστέψει μια μπουκιά από ψωμί καπάρο
μ’ αμπώθει να’χω σήμερο ορτάκη μου το Χάρο.
Ποιος να πιστέψει πως ψωμί απού ’ναι βλοημένο.
εξέτρεξε για να με πουν οι αθρώποι ποθαμένο.
Το βλοημένο το ψωμί ήτανε η μπουκιά μου
μα το παντέρμο «εμπέρδεσε» βαθιά στο τζάρουκά μου.
Το βλοημένο το ψωμί σέβομαι και αμνόω
αλλά δεν είμαι και «ψωμάς»,αρά και πού το τρώω.
Σήμερο είπα μια τζη μιας ψωμί να δικιμάσω
και παραλίγο η ζήση μου να βάλει μαύρο ράσο.
Ποτέ μου δε δικίμαζα κι είπα ψωμί να φάω
ποτέ μου δεν ελόγιαζα από ψωμί …να πάω.
Αντίστροφα εμέτρησα τση ζήσης μου το χρόνο
κι έλιγο,έλιγο καλά, ήταν το οξυγόνο.
Είπα πως εμπιτίσανε τση ζήσης μου οι χρόνοι
γιατί δεν ελογάριασα το φίλο Πολυχρόνη.
Ο Χρόνης «εμυρίστηκε» τον εδικό μου ζόρε
και του φευγιού μου η μουσική να παίζει «λα ματζόρε».
Του Χρόνη η «αγκωσακιά» σωσμού αγκωσακιά ’ναι
του ζόρε τα αμπέρδουκλα εφύγανε και πάνε.
Λιγόχρονη η ζήση μου δίχως τον Πολυχρόνη
τη μάχη θα την έχανε σε …χωματένιο αλώνι.
Η καρδιά μου ευχαριστήριο διάζετ’ εδά στημόνι
ξόμπλια να φάνει και πλουμιά χιλιάδες για το Χρόνη.
Τω συναδέλφω μου οι ευκές σωσμός και συντρομή μου
κι ευχαριστήρια προυκιά είναι η πλερωμή μου.
Περικοπές όσες κι α’ρθούν δε θά’ρθει απραξία
σε διάθεση,σε όρεξη και αισιοδοξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.