ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

''Πατέρα υπόγραψε να μπαρκάρω...''




Ιστορία Αντώνιου Κουκλινου του Κρητικού μου φίλου Ελπίζω να την απολαυσετε


''Πατέρα υπόγραψε να μπαρκάρω...''

 Ήτονε το 1974, ετότε σας εφεύγανε για τα καράβια πολλά κοπέλια.... Εγώ στα δεκατέσσερα μου…ένα πολύ αδύνατο κοπέλι αλλά με πολλά όνειρα και τρομερές ανησυχίες... Ο Χρήστος, ο Καλογεράκης του μηχανικού, ήρθενε στο χωριό και εβάστανε, ένα μαγνητόφωνο που ήτονε πρωτοφανήστικο πράμα στο χωριό μας, τη Γρηγοριά. Ετροζάθηκα εντελώς...!!! Είχε μια κασέτα του Πασχάλη με τραγούδια που ήτονε πολύ όμορφα και παράξενα για μένα, που μόνο Κρητικά εγρήκουνα από τσι παγωταζήδες και τσι μανάβηδες, που επερνούσανε απού το χωριό μας. Έ, έκειονά ήτονε!!! Εμπήκενε μέσα μου το φευγιό.Να πάω κι εγώ στα βαπόρια.... Επήγα και έβγαλα φυλλάδιο με το Μανωλιό, το Κοπιδάκη, του Ζαχάρη αλλά εγώ είχα ένα πρόβλημα.... Δεν ήξερα κολύμπι και δεν με παίρνανε μόνο αν υπόγραφε ο πατέρας μου, σε περίπτωση που χτύπα ξύλο θελα πνιγώ, να μην πάρουνε αποζημίωση οι γονέοι μου. Μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς υπόγραψε και ένα πρωί εγώ και το χωριανάκι μου, εφύγαμε για τον Πειραιά. Αυτό που δεν υπολογίσαμε (μπάς και το κατέχαμε...;;) είναι πώς μέχρι να βρούμε δουλειά θα περνούσε καιρός και εμείς βαστούσαμε λεφτά μόνο για λίγες μέρες . Άσε που για ένα λάθος στα χαρτιά μας, χρειάστηκε να κατεβούμε στο χωριό και να ξαναγυρίσουμε Πειραιά και έτσι τα λίγα χρήματα, που είχαμε φαγώθηκαν στα εισητήρια πάνω κάτω. Εδώ αρχίζει μια οδύσσεια επιβίωσης... Το βαπόρι που θα πιάναμε δουλειά, χρειαζούντονε αρκετές μέρες ώσπου να πιάσει λιμάνι (Ισπανία) και ωστόσο εμείς έπρεπε κάπου να ξομείνουμε. Ευτυχώς βρήκαμε ένα ξενοδοχείο με συμφωνία όταν μα σε δώσουνε προκαταβολή, να πληρώσουμε. Για φαγητό όμως λύση δεν βρήκαμε.... Περνούσαν οι μέρες και ήμασταν νηστικοί και μόνο με νερό. Εκόντεψε βδομάδα χωρίς φαγητό... Θυμούμαι ήτονε κοντά στο ξενοδοχείο εστιατόρια και εμύριζε ο τόπος μα εσκέφτηκα να κλειώ το παραθύρι να μη με ξελιγώνει η μυρωδιά ντος. Η δύναμή μου (ήτονε κι’από δικούτζη λίγη) με άφηνε μέρα με τη μέρα. Το Μανωλιό ήτονε μέρα νύχτα ξαπλωμένο, μούδε μίλιε, μούδε λάλιε. Έβανα στο μυαλό μου το χωριό, το σπίτι μας και έπαιρνα δύναμη. Έλεγα πως θελα γυρίσω μια μέρα να πάω στα καφενεία, να βαστώ λεφτά, να κεράσω ούλους τσι χωριανούς!!! Ένα μεσημέρι θωρώ στο λιμάνι και έμπαινε ένα βαπόρι το Ζάκρος. Εκάτεχα πως εκειά μέσα εδούλευγε ένα χωριανάκι μας (δεν θα πω το όνομά ν’του άλλωστε δεν έχει σημασία τώρα πιά...καλά νάναι κι’ όπου νάναι ...) Μόλις είδα το καράβι λέω εσωθήκαμε! Το Μανωλιό δεν ήτονε στο δωμάτιο να του το πω να χαρεί. Έβαλα τα δυνατά μου και ξεκίνησα να πάω στο βαπόρι που έδενε τσι κάβους. Η δύναμη να περπατώ ήτονε λίγη, μα επείσμωσα ετόσο να που δεν ελύγισα . Το παντέρμο εφαίνουντο κοντά μα ήτονε αλάργο πολύ... εγανάχτησα να βγώ τσι σκάλες και τελικα ήμουνε τυχερός, το χωριανάκι μας εξεμπάρκερνε εκείνη τη ν’ώρα και του κλούθουνα να πληρωθεί στα γραφεία τσι εταιρίας που ευτυχώς ήτονε εκειά κοντά. Στο δρόμο του είπα ήντα μας εσυμβαίνει και πως είμαστο νε μια ν’εβδομάδα νηστικοί με το Μανωλιό...εγρήκα μα δε νε μιλούσε.. Επληρώθηκε και με το που βγήκαμε του κλούθουνα και μπήκαμε σε ένα εστιατόριο. Η χαρά μου, δεν περιγράφεται εκείνη τη στιγμή, που έβλεπα ανθρώπους να τρώνε και ήμουνε και εγώ έκειά στον ίδιο χώρο. Ήρθε το γκαρσόνι και επαράγγειλε το χωριανάκι μου , ΜΙΑ μερίδα γεμιστά, ΜΙΑ σαλάτα και ΜΙΑ μπύρα... Ήρθε το φαΐ και άρχισε να τρώει... Εξάνοιγα το πιρούνι που έκοβγε τη γεμιστή ντομάτα στη μέση και την έκανε μια μπουκιά... έπινε τη μπύρα από το ποτήρι και όπως εκατέβαινε στο λαιμό ντου.. ο δικός μου εξερένουντο τελείως. Σε μια στιγμή του λέω: ''Μπρέ συ… εκατάλαβες ήντα σου είπα πρίν; Δεν θέλω να με κεράσεις... δανεικιά βοήθεια θα μας εδώσεις, να μη πεθάνουμε της πείνας μέχρι να μας εδώσουνε προκαταβολή'' - ''Εγώ τα λεφτά εθαλασσοπνίγηκα να τα βγάλω και δε δανείζω κιανένα! '' , απαντάει ενοχλημένος. - ''Πλέρωσε σκιάς μια μερίδα να φάω και να πάω έστω τη μισή του Μανωλιού'', του απαντώ. Δεν έκανε το παραμικρό, παρά επήρε τη βαλίτσα για να φύγει. Επείσμωσα τόσο να πολύ που δεν έκαμα κίνηση να του κλουθώ. Έμεινα εκειά στο τραπέζι. Ρίχνω μια μαθιά και θωρώ μια φέτα ψωμί πομεινάρικη... άπλωσα το χέρι να το πιάσω, αλλά μια περίεργη άρνηση μέσα μου δεν με άφηνε να το κάμω. Εσηκώθηκα και χωρίς να αισθάνομαι πραγματικά ότι είμαι νηστικός, εγιάγυρα στο ξενοδοχείο. Με το που μπαίνω μέσα, μου λέει το Μανωλιό: '' Άντε και πήγα στην εταιρεία και σήμερο θα μα σε δώσουνε λεφτά!!!!" Από τη χαρά μου εξέχασα ήντα μου είχε νε συμβεί. Δεν είπα πράμα του Μανωλιού. Μπήκαμε στο βαπόρι και θυμούμαι αξέχαστα ότι, βγάζοντας τα πράματα μου απού τη βαλίτσα, έβγαλα το εικόνισμα τση Παναγίας και το βλέμμα μου έπεσε σε μια φωτογραφία του πατέρα μου. Εδάκρυσα και με ανακούφιση είπα του: "ΠΑΤΕΡΑ μου…ζω..τα κατάφερα…!!!" ΑΝΤΩΝΗς ΚΟΥΚΛΙΝΟς



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.