ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ .........ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ...........


΄΄Πανάκεια΄΄
.............................

Η λέξη πανάκεια παράγεται από το «παν» και το ρήμα

«ακέομαι», που σημαίνει θεραπεύω. Η έννοιά της ,

λοιπόν, είναι «παντοθεραπεία». Από το ίδιο ρήμα

«ακέομαι» παράγονται και τα ονόματα Ακεσώ και
Άκεσις.


Από την Πανάκεια είχαν ονομασθεί από τους αρχαίους,

«πάνακες» διάφορα βότανα που τα χρησιμοποιούσαν

σε πολλές θεραπείες και κυρίως για τα δηλητηριώδη
δαγκώματα των φιδιών και για να γιατρέψουν τις
πληγές. Σήμερα η λέξη σημαίνει φάρμακο που
θεραπεύει τα πάντα και που είναι – τουλάχιστον
σήμερα- ανύπαρκτο

Η λέξη χρησιμοποιείται στην επέκτασή της και για να χαρακτηρίζει-μάλλον ειρωνικά- μεθόδους και συστήματα
πολιτικά, κοινωνικά και άλλα, τα οποία προτείνονται
από διάφορους, για να διορθώσουν πάντα τα……
«κακώς κείμενα»!

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,





«Μακαρονάς», «Σακαλής», «Γιάνναρος», «Αχερένιος», «Νεκρός» ή ο θάνατος μιας εποχής
========================================================
της Στέλλας Τσιροπινά


Το λαϊκό αποκριάτικο έθιμο του «Μακαρονά», κρίκος και αυτό στη γερή –κάποτε– αλυσίδα των χιακών αγροτικών δρώμενων, αποκαλύπτει, μέσα από την αδιάλειπτη διεξαγωγή του σε ορισμένα χωριά ή τη σποραδική εκτέλεσή του και την οριστική εγκατάλειψή του στα περισσότερα, αυτό που εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει τόσο στα ληξιαρχεία, όσο και στον κατοικημένο χώρο της χιακής υπαίθρου: την αδιάκοπη, δηλαδή, συνομιλία του παρελθόντος και του παρόντος, του απόντος και του ζωντανού στοιχείου.


Αυτή η συνομιλία, όμως, του «άλλοτε» και του «τώρα», στις μέρες μας, εγκαθιδρύει «άλλα» έθιμα σχεδόν, σε χωριά «άλλα», τα οποία, ως προς τη φυσιογνωμία τους, δεν είναι τελικά -κατά τη διάρκεια κάθε τέτοιας εθιμικής επιβίωσης- ούτε τα αλλοτινά, τα ακμάζοντα ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις τους, αλλά ούτε και τα σημερινά, τα σημαδεμένα στην καθημερινότητά τους από την πληθυσμιακή αποψίλωση και την ολοφάνερη ερημία.


Πράγματι, λοιπόν, μία καθ’ όλα θεατρική παρωδία της «κηδείας» ενός ομοιώματος ή ενός ανθρώπου που καμώνεται το νεκρό ήταν διαδεδομένη, μέχρι ακόμη και τη δεκαετία του 1970, σε όλο το νησί της Χίου. Το έθιμο, με ποικίλα ονόματα, αλλά με πανομοιότυπο, σχεδόν, το περιεχόμενό του, περιστρεφόταν γύρω από το θάνατο και την ανάσταση ενός σώματος, με υπερτονισμένα πάντοτε τα γεννητικά του όργανα, ενός σώματος που συμβόλιζε την αλληλοδιαδοχή φθοράς και ανανέωσης, αλλά και την επιθυμητή τελεσφόρηση της καρποφορίας, που όλοι οι άνθρωποι των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνιών εύχονταν και προσδοκούσαν.
Ως δρώμενο της αποκριάτικης εορταστικής κορύφωσης τελούνταν είτε αργά το απόγευμα της Τυρινής Κυριακής, πριν από το γενικό δηλαδή εθιμικό καθαρισμό οίκων, αλλά και στομάχων, που απαιτούσε η επικείμενη Καθαρή Δευτέρα, είτε το απόγευμα της ίδιας της Καθαρής Δευτέρας, για να δηλωθεί πανηγυρικά το τέλος της γιορταστικής κραιπάλης, αμέσως πριν από την εγκράτεια και την περισυλλογή της Σαρακοστής.


Τα κατά τόπους ονόματά του είναι αποκαλυπτικά της γενικότερης κατάστασης που αναπόδραστα οδήγησε στο θάνατο τον πρωταγωνιστή του: «Σακαλής» (από την τούρκικη λέξη «σακάτ») ή «Μακαρονάς»¹, δηλαδή ελαττωματικός και ταυτόχρονα αδηφάγος (από την ιταλική λέξη «macca»: πλησμονή) –«έλαβε το όνομα αυτό, επειδή έφαγε πολλά μακαρόνια (…). Εκ της καταχρήσεως του φαγητού ησθένησε και απέθανε»². Ανάξιος οπωσδήποτε του μεγεθυντικού παρωνυμίου «Γιάνναρος», με το οποίο περιπαικτικά αποκαλούνταν αλλού (Διευχά) και, τελικά, «Απεθαμένος» (Σιδηρούντα) και «Νεκρός» (Άγιος Γιώργης Συκούσης), ξέπνοος και άψυχος, αλλά, ωστόσο, όχι και ανεπιστρεπτί…
Αν επρόκειτο για ομοίωμα ανθρώπινων διαστάσεων, κατασκευαζόταν από πρόχειρο ξύλινο σκελετό, που έντυναν με ράκη και παραγέμιζαν συνήθως με άχυρα, ρείκια ή ξερά φύλλα γι’ αυτό, τότε, τον αποκαλούσαν «Αχερένιο» (Ολύμποι).


Για πρόσωπο τού έβαζαν συνήθως ένα νεροκολόκυθο, μία «τσαρκατού», για να θυμηθούμε την ντόπια ιδιωματική, στο οποίο ζωγράφιζαν μάτια, μύτη και στόμα, μην παραλείποντας, κάποτε, μουστάκια και γένια από κατσικίσιο ή προβατίσιο μαλλί, χωρίς να αποκλείεται και η προσωπίδα τού εμπορίου, όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας.


Αν υποδυόταν τον «πεθαμένο» κάποιος άνθρωπος, αυτός ήταν είτε ο πιο αφερέγγυος στο λεγόμενο «ρεφενέ», είτε ο πιο μεθυσμένος από τους ομίλους τών θορυβωδώς διασκεδαζόντων, είτε ο πιο αγαθός, είτε ακόμη και ο πιο αστείος της παρέας. Σε όλη τη διάρκεια της σατιρικής «εξοδίου ακολουθίας» υποδυόταν με απόλυτη συνειδητότητα το ρόλο του:


«Ούτε να γελάσει, ούτε να κουνηθεί, ούτε τίποτι, κόρη μου…
Θαρρείς κι ήτανε πραγματικός! Επορούσανε οι ανθρώποι κι εκείνος πια…
με σταυρωμένα τα χέρια του – εβάζαν του και μιαν εικόνα– να μη σαλεύγει!»³


Στα Θυμιανά, χωριό στο οποίο διεξάγεται το αποκριάτικο έθιμο της «Μόστρας», τον πεθαμένο -όταν ακόμη τελούνταν και το δρώμενο του «νεκρού»- υποδυόταν ο «αρχιπειρατής» της αντίπαλης των ντόπιων ομάδας, ενώ στο Ληθί τον υποδυόταν ο «Μώρος» (σ.σ. μαύρος στην όψη), ο σωματοφύλακας του «Αγά», μιας ακόμη αποκριάτικης εθιμικής σκηνής.


Ούτως ή άλλως, ομοίωμα ή άνθρωπο, φρόντιζαν να τον στολίζουν με λουλούδια ή χορτάρια ή ακόμη, για να εντείνουν περισσότερο τη γελοιογραφημένη εικόνα του, κρεμούσαν από το λαιμό του τις λεγόμενες «ρέστες», περασμένες με μικρά κόκκινα ντοματάκια, απιθώνοντας, ενίοτε, επάνω τους μία ρέγγα για να αναδίδει τη χαρακτηριστική οσμή της για ακόμη πιο ρεαλιστική απόδοση της κατάστασής του.


Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στην κατασκευή των γεννητικών οργάνων: οι όρχεις αναπαριστάνονταν με σκόρδα, ενώ ο φαλλός ήταν, άλλοτε, ένα ευμέγεθες πελεκημένο ξύλο, άλλοτε, ένα μεγάλο καρότο, ραπάνι ή γούλα λαχανίδας, άλλοτε, μία αυτοσχέδια κατασκευή, συνδεδεμένη με ένα σύρμα, το οποίο τραβούσε ένας από τους «σηκωτάδες» ή ο ίδιος ο νεκρός για να πραγματοποιείται, κατά βούληση, η ανύψωση ή όχι του «μορίου» του, αλλά συχνά, τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμη κι ένα πολύχρωμο πλαστικό ρόπαλο του εμπορίου.


Το «κασόνι» ή «λατέρα», σύμφωνα με το τοπικό ιδίωμα, μπορούσε να είναι μια απλή σανίδα ή μία επί τούτου πρόχειρη κατασκευή. Τις περισσότερες φορές, όμως, κατέφευγαν στη χρησιμοποίηση μιας σκάλας, στην οποία απίθωναν το «νεκρό», χωρίς ωστόσο να αποκλείουν και τη χρήση πραγματικού φέρετρου, αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο να το προμηθευτούν ή ενός πρόχειρου ομοιώματός του. Αν επρόκειτο για ανδρείκελο, συνηθιζόταν η έκθεσή του στο πιο κεντρικό σημείο της πλατείας του χωριού, μέχρι την ώρα της «κηδείας» του.
Αν επρόκειτο για άνθρωπο, «του’ χαν πασαλευρισμένη και ντη μούρην του»4, πασπάλιζαν δηλαδή το πρόσωπό του με αλεύρι, για να αποδίδεται πειστικά η ωχρότητα που έχει η μορφή ενός πραγματικού νεκρού. Διαφορετικά, κατέφευγαν στη χρήση προσωπίδας ή ακόμη μουντζούρωναν το πρόσωπό του, με καπνιά από το τζάκι ή το μαυρισμένο τηγάνι ή ακόμη και με κόκκινη τρύγα, το κατακάθι, δηλαδή, του κρασιού.


Ο «θίασος», εκτός από τους «βαρυπενθούντες συγγενείς» του νεκρού, τη «χήρα» του δηλαδή, την «κόρη» του και άλλα στενά του πρόσωπα, τα οποία υποδύονταν πάντοτε άντρες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με μαύρα πρόχειρα ρούχα και μεγάλες μαύρες μαντίλες, είχε να επιδείξει και άλλα πρόσωπα, λιγότερο ή περισσότερο απαραίτητα για την εξόδιο ακολουθία, επινοημένα ωστόσο από τη λαϊκή φαντασία, με δραματουργικές λειτουργίες που απογείωναν τη σατιρική διάθεση και προκαλούσαν αβίαστα το γέλιο.


Σαν τέτοια, στο Μάρμαρο των Καρδαμύλων, για παράδειγμα, ήταν ο «Μουτζούρης», ένα είδος προπομπού της ακολουθίας –ή μήπως ψυχοπομπού;– γυμνός από τη μέση και πάνω και κατάμαυρος από λούστρο ή τηγάνι, με μια ουρά στα οπίσθιά του. Είχε πολλά πουγκιά ζωσμένα στη μέση του, άλλα γεμάτα με στάχτη, άλλα με αλεύρι, άλλα με βερβελιές, ένα περιεχόμενο, που έριχνε, κατά βούληση, στους συμμετέχοντες ή αμέτοχους χωρικούς με την αιφνίδια βωμολοχική φράση:


«Φάε σκατά, μουτσουναριά!»


Στη Σιδηρούντα, αυτός ο «Μουτζούρης» μετατρεπόταν σε «διάβολο»:


Αλλονού, μιανού Κυδώνη, τού δένανε κάτι σκάλεθρα του φούρνου στα ποδάρια του, δήθεν πως ο διάβολος εγύριζεν από πάνω από την κηδεία για να πάρει την ψυχή του πεθαμένου. Τα σκάλεθρα τού δίνανε ύψος, αλλά … τίλως (σ.σ. πώς) δεν ήπεφτε κάτω να σπάσει τα ποδάρια του;…


Στα Καμπιά, την εποχή της ακμής του εθίμου επιστρατευόταν έως και «γιατρός», ονόματι «Σκουληκίδης», ο οποίος, όπως και το ίδιο το όνομά του προοικονομούσε, επιβεβαίωνε απλώς το θάνατο του «Μακαρονά», δίνοντας το έναυσμα για τα πρώτα σκωπτικά μοιρολόγια των «οικείων» του:


Ψήνω του κουλουρί’ες (σ.σ. ζυμαρικό, αλλιώς «μάτσι») ψήνω του μαγειριά
μα ’κείνος την επήρε αλατουμπαριά (σ.σ. αρρώστησε βαριά).


Το ρόλο του γιατρού αυτού υποδυόταν άτομο εξαιρετικά ευφραδές και την ίδια στιγμή ακραία βωμολόχο, με έφεση στην αυτοσχέδια στιχουργία. Στο διπλανό χωριό των Λεπτόποδων, μάλιστα, το γιατρό, αλλά και το μουλάρι του είχαν κάποτε υποδυθεί οι γιοι των ιερέων του χωριού, με το σαμάρι του ζώου φορεμένο ανάποδα στην πλάτη του ενός.


Από την πομπή δεν έλειπε ποτέ ο «παπάς» ή ο «δεσπότης», οι οποίοι φορούσαν στο κεφάλι τους αναποδογυρισμένα χαρανιά ή τενεκέδες και κρατούσαν στα χέρια τους αυτοσχέδια θυμιατήρια που ήταν άλλοτε το βούστομα (ή φούστομα) των αροτριώντων ζώων, γεμισμένο με στάχτη, που διασκορπιζόταν από ’δώ κι από ’κεί και, άλλοτε, τρυπημένα κονσερβοκούτια ή μεγαλύτεροι τενεκέδες, μέσα στους οποίους έκαιγαν καβαλίνες για να βγαίνουν ντουμάνια αποπνικτικού καπνού:


Πυργί, Ελάτα και Μεστά, όλα μαυροφορέσα
κι αμέσως μάς εστείλανε δεσπότη από τη Βέσσα


Ή:


Σε τούτη τη Θεολογική, ήβγανε τέτοιοι διάκοι
να ’χουν τα γένια από προβιά και ράχη σαν πινάκι (σ.σ. καμπούρηδες).


Τα παραπάνω δίστιχα αναποδογύριζαν σατιρικά την υποτιθέμενη μεγαλόπρεπη παρουσία των ιερέων της ακολουθίας, οι οποίοι ακόμη κι αν είχαν δεσποτική ιδιότητα, προέρχονταν από ένα μικρό χωριό, όπως η Βέσσα, και δεν ήταν βέβαια επιβλητικοί γενειοφόροι ιερωμένοι, αλλά καμπούρηδες «καρκαλούσοι» (σ.σ. μεταμφιεσμένοι).


http://www.aplotaria.gr/tsiropina-apokria-nekros-1/






Άρτεμις παπ

ΝΑΝΑΡΙΣΜΑΤΑ..............ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ
............................................................
Χήνα μου, άπλωσ΄τά φτερά, νά πλύνω τού παιδιού μου,

α ι τέ μου, τά φτερούγια σου, ν΄απλώσω τάγωριού μου,

καί σύ, αηδόνι μου χρυσό, ΄ς τήν κούνια νά καθήσης,

μέ τή γλυκειά σου τή φωνή νά μού τό νανουρίσης,

καί σάν τό ιδής νά κοιμηθή, τά μάτια του νά κλείση,

τρέξε τόν ΄Υπνο φώναξε νά μού τό σεργιανίση.

΄Ελα, ΄Υπνε, καί πάρε το, πάν το ΄ς τά περιβόλια,

καί γέμισε τούς κόρφους του τριαντάφυλλα καί ρόδα΄

τά ρόδα θά είν΄τής μάννας του καί τάνθη τού κυρού του

καί τά χρυσά τραντάφυλλα θανά είναι τού νονού του.





Άρτεμις παπ


Τσακωνιάς
---------------

Πουλάτζι έμα έχα τθό κουιδί τζαί μερουτέ νι έμα έχα,

ταγίχα νι έμα ζάχαρη, πο ι κίχα νι έμα μόσκο΄

τζαί από τό μόσκο τόμ περσού, τζαί από τά νυρωιδία

εσκανταλίστε τό κουιδί τζ΄εφύντζε μοι τ΄αηδόνι.

Τζ΄αφέγκη νι έκει τζυνηγού μέ τό κουιδί τθό χέρε.

΄΄ ΄Εα, πουλί, τθόν τόπο νίι, έα τθό κα ι κοιτζίαι,

νά άτσου τά κουδούνια νίη, νά βάλου άβα

τζαινούρτζια΄΄.



ΠΑΡΑΦΡΑΣΙΣ
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


Πουλάκιν είχα ΄ς τό κλουβί καί μερωμένο τό είχα,

ετάγιζά το ζάχαρη, επότιζά το μόσχο΄
κι΄από τό μόσκο τόν περσό κι΄από τή μυρωδία,
εσκανταλίστη τό κλουβί καί μόφυγε τ΄ αηδόνι.

Κι ΄ο αφέντης του τό κυνηγάει μέ τό κλουβί ΄ς τό χέρι.


΄΄ ΄Ελα , πουλί 'ς τόν τόπο σου, έλα ΄ς ΄τήν κατοικιά σου,
ν΄αλλάξω τά κουδούνια σου νά βάλλω άλλα καινούρια.





Άρτεμις παπ


ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ
=====================================

Καλημέρας

Αγάπησον, ά τέλη ν΄αγαπήση, μία κυατερέλλαν είκοσι

χρονώ΄ άν έ κοσιπέντε μή τή τελήση, πές τη τί έν

διβεμένος ό τσαιρό. ΄Α τέ νά πιάη τό ρόδο νά μυρίση,
πιά το μότταν έν ήμισ΄ανοιφτό. Τό ΄ρόδο τόαν έν
δεσιδεράο, μόττα έν έν ανοιφτό τσαί σπαμπανάο.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

΄Αν θέλης ν΄αγαπήσης, αγάπησε κοπέλλα είκοσι

χρονώ΄άν είν΄εικοσιπέντε μή τή θελήσης΄πές της ότι

είναι περασμένος ο καιρός. ΄Αν θές νά πιάσης τό ρόδο
νά μυρίσης, πιάσ΄το όταν είναι μισοανοιχτό. Τό ΄ρόδο

τότε είνε επιθυμητό, όταν δέν είναι ανοιχτό καί

ξεφυλλισμένο.




ΓΥΠΑΡΙΣ.............ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ

=============================

Ω ! δάση μου πυκνότατα, φύγετε από σιμά μου,

μή σάσε κάψου σήμερο τ΄ αναστενάματά μου ΄

γιατί ΄γροικώ ΄ς τό στήθος μου καμίνι αφτωμένο

καί λάβρα απού τό τό στόμα μου βγαίνει τό πρικιαμένο

καί δέν μπορεί παρά ό,τι βρή ν΄άψη καί νά φλογίση

κι΄όλον τόν κόσμο κάρβουνα φοβούμαι μή γεμίση.


Βρύσες, τά πλήσα σας νερά τά δροσερά άς χαθούσι

κ΄ είς τή βαθύτερη μερά κάτω ΄ς τή γή άς χωστούσι,

μήν τ΄αποφρύξη η λόχη μου ΄ καί σείς κατακαημένα πρόβατα,


όθεν κι΄ ά σταθώ, χόρτο μή φάτε ουδ΄ένα,


γιατί τά φαρμακεύγουσι τά δάκρυα τά δικά μου


τόσα πρικιά οπού βγαίνουσι μέσα από τήν καρδιά μου.


΄Ιδα μου ευγενικώτατη, πού ΄σαι συνηθισμένη


από χαιράμενους βοσκούς νά΄σαι κατοικημένη,


σήμερο θά σέ στερευτώ κ΄είς τόπο θέ να πάω,


όπου νερό δέ βρίσκεται, ουδέ ψωμί νά φάω΄


όπου΄ναι δάση καί γκρεμνά καί δίχως χόρτα οι κάμποι


κι΄όπου ΄ναι σπήλια σκοτεινά θέλω γυρέψει νά ΄μπη


γιά νά μηδέ θωρούσι φώς τά μάτια τά δικά μου,


μά νά ΄ν΄κ΄εκείνα σκοτεινά σάν καί τά σωθικά μου.


Τά μάτια μου, απού τσ΄ομορφιές είδασι τής κεράς μου,


εδώκασι ψοματινή ολπίδα τής καρδιάς μου


καί μετά κείνη εδέθηκε καί δέν μπορεί νά λύση


κι΄ο πόθο τση καθημερινό μού δίδει πλήσα κρίσι.



΄Ωρες μέ καίει ωσά φωτιά κι΄ώρες μέ σα ι τεύγει


κι ΄ ώρες μέ τού προσώπου της τήν όψι μέ παιδεύγει.



Μ΄αντίδικα τό ριζικό τής φύσης μέ φυλάσσει


΄ς τά τόσα πάθη ζωντανό γιά νά μηδέ σκολάση


ο πόθος μου νά μέ θωρού γιά νά παρηγορούνται


όσοι τού πόθου σάν κ΄εμέ πολλά παραπονούνται.



Γιά κείνο, βλέπω φανερά, δέν έχει γνωρισμένα


τσ΄αγάπης τά μπερδέματα κιανείς ωσάν κ΄εμένα.



ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟΝ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΙΝ ΕΜΜ.ΚΡΙΑΡΑ ΄΄ΓΥΠΑΡΙΣ΄΄ ΑΘΗΝΑ 1940




ΦΡΑΣΕΙΣ
------------

΄΄ Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος΄΄
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας

απαίσιος Αλβανός, ου γύριζε στα διάφορα σπίτια των

Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο.

Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα

περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν

κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που

τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας

που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν

δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα

παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν,

ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε

πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με

αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι

θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή

λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός

φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν

τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα

διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι,, πολλοί

Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν

μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν

προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον

ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που

τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής

δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο
του.




ΦΡΑΣΕΙΣ
...............

΄΄ Έγινε στο πι και φι.΄΄


Στα σχολεία του Μεσαίωνα οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί
σε αφάνταστο βαθμό. Όταν μάθαιναν στα παιδιά τα
χειλόφωνα σύμφωνα – δηλαδή το πι, το βήτα και το φι –
τους έλεγαν ότι έπρεπε να τα απαγγείλουν γρήγορα και
με καθαρή άρθρωση.


Το πι και φι, κατά τινας, δηλοί «του Παλουκιού και της

Φούρκας (κρεμάλας)» δηλαδή κακοποιά στοιχεία.

Η χρήση της έκφρασης είναι λίγο περίεργη. Συνήθως

λέμε για κάτι πως έγινε "στο πι και φι". Δηλαδή
σύντομα, αμέσως.


Τι σχέση έχουν οι του παλουκιού και της φούρκας την

ταχύτητα;

Ίσως αυτοί οι του Π&Φ τακτοποιούσαν ταχύτερα τις
υποθέσεις του εργοδότου τους με συνοπτικές
διαδικασίες.

(Θα δείτε περισσότερα στο «Το εγχειρίδιο του καλού

Πικεφίτη» υπο Α. Στουγιαννίδη Υπό Έκδοση 2013).



ΦΡΑΣΕΙΣ
--------------

΄΄ με το Νι και με το Σίγμα ΄΄


Παλαιότερα, όταν τα παιδιά μάθαιναν υποκοριστικά, ο


δάσκαλος τους έλεγε ότι η αρχική τους κατάληξη ήταν


σε -ιο και ότι στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν σε -ιον και -ιν,


για να καταλήξει στο τέλος το απλό -ι . Π.χ. παιδίον,  παιδίν, παιδί.


Επίσης, ότι ο τύπος των θηλυκών τριτόκλιτων ήταν


σε -ις και κατέληξε να φύγει το τελικό -ς. Π.χ. πόλις,


πόλι.

Όταν στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το

χέρι, το πόδι, χωρίς το -ν και η πίστι, η πόλι, χωρίς το  -ς, οι τύποι που είχαν το νι και το σίγμα θεωρούνταν οι πιο σωστοί και οι κομψότεροι.

Γι' αυτό όποιος μιλούσε με το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστά και τέλεια.

Απ' αυτό, λοιπόν, βγήκε η φράση «του τα είπα με το νι   και με το σίγμα».








άλφα.............Α...........
====================

άλφα [άρ-ω, αραρίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο) + φα-(ρίζα

του φημί). Το πρώτο φώνημα κάθε ανθρώπου ανά την

υφήλιο όταν εξέρχεται από την μήτρα της μητέρας του,
το οποίο προφέρεται χωρίς καμμιά προσπάθεια. Άρ-φα
> άλφα (ρ>λ)]-το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου. αα…-
προς έκφραση ποικίλων συγκινήσεων, θαυμασμού,
εκπλήξεως, χαράς, θλίψης,απελπισίας, απογοητεύσεως,
υποψίας, επιβραβεύσεως, τέλους αναμονής, με
διαφορετική προσωδία σε κάθε περίπτωση, γι’ αυτό
δασυνόμενο ή ψιλούμενο ή περισπώμενο.

Μεταβάλλεται σε όλα τ’ άλλα φωνήεντα κι όλα τ’ άλλα
φωνήεντα μεταβάλλονται σ’ αυτό. Αφομοιώνει όλα τ’
άλλα φωνήεντα, Ραούλης – Ράλης, δεκαέξι – δεκάξι,
άεργος – αργός. Μετατρέπει σε α τα φωνήεντα των
προηγουμένων και επομένων συλλαβών, πάνορμος –
πάναρμος, ενάριος – ανάριος. Προθεματικό, ευφωνικό,
επιτατικό, μάχη – αμάχη, βδέλλα – αβδέλλα, ψηλός –
αψηλός. Αθροιστικό, ψιλούμενο ή δασυνόμενο, πάς –
άπας, δελφός – αδελφός. Μεγεθυντικό, κεφάλι – κεφάλα,
δαδί –δάδα. Στερητικό, πόνος – άπονος, κακός –
άκακος, αν-, ανα -(αρνητικά μόρια), άνε

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΒΑΣΔΕΚΗΣ Ν. ΣΤΑΥΡΟΣ



ΦΡΑΣΕΙΣ
....................

΄΄ Τα πε χαρτί και καλαμάρι ΄΄


Θέλει να πει πως κάποιος σαν άκουσε κάτι, έπιασε και

το έγραψε στο χαρτί και το μετάδωσε με κάθε

λεπτομέρεια. Η φράση αυτή είναι πολύ παλιά. Από το Δ

κιόλας αιώνα μ.Χ. ο συγγραφέας από την Ελενούπολη

Παλλάδιος, γράφει : «τα λεχθέντα ων έναυλον έχων την

μνήμην ίσως και γραφή παραδώσω εν δέρματι ακμαίω

μέλανι εγχαράξας εις μνήμην της ημών γενεάς». Αλλά

πιο παραστατικά το γράφει στον Ζ αιώνα και ο Λεόντιος

από τη Νεάπολη στην αφήγηση του βίου του ’ι-Γιάννη
του Ελεήμονα: «ητησάμην ουν ευθέως χαρτίν και
καλαμάριν και τα λεγόμενα κατ έπος ςσημειούμην».

Αλλά και πολύ μεταγενέστερα συναντάμε τη φράση στο
ποίημα «Περί όνου, λύκου και αλεπούς». «Ευθύς ο
λύκος έπιασε χαρτί και καλαμάρι, γαϊδάρου τα
αμαρτήματα εγγράφως για να πάρει».



ΤΟ ΣΤΕΡΗΤΙΚΟ ΠΡΟΘΕΜΑ ΄΄ΞΕ΄΄ ΚΑΙ

.........ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΟΥ........


ξεκουμπίζομαι - ξεκουμπίσου = Φεύγω βιαστικά και
ολοκληρωτικά.
---------------------------------------------------------------------------------
Το "ξε" είναι στερητικό πρόθεμα, κάτι σαν το στερητικό
"α" (άγονος,άσχετος, αθάνατος). Έτσι λέμε "είπα και
ξείπα", αλλά και "Ξέπαπα" λένε στην Κρήτη τον
αποσχηματισμένο παπά. Υπάρχει και επώνυμο
Ξεπαπαδάκης.
Το "ξε" είναι έχει και επιτατικό (ενισχυτικό) χαρακτήρα.
Προέκυψε απο την πρόθεση εκ/εξ με αντιμετάθεση των
γραμμάτων. Πχ. ξεπέφτω< αρχ. εξέπεσα, ξεδίνω από το
αρχ. εξέδωσα. Το δεύτερο συνθετικό του ξεκουμπίσου
δεν έχει σχέση με το κουμπί. Όταν φεύγω δεν
ξεκουμπώνομαι μάλλον κουμπώνομαι αφού θα βγω έξω.
Ο Φ. Κουκουλές (Αθηνά 56,313) πιθανολογεί ότι η λέξη
προέρχεται από το αρχ. εκ-κομίζω που εξελίχθηκε σε ξε-
κομιζω και σε ξεκομ[π]ίζω και σε ξεκουμπίζω και τέλος
σε ξεκουμπίζομαι. Πολύ τραβηγμένη ερμηνεία όμως.
Ο
Σταματάκος (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ. 317)
ερμηνεύει εκ-κομιζω= κομίζω, φέρω άγω έξω. Μεταφέρω
εις τόπον ασφαλή. Πουθενά δεν βρήκα τι σημαίνει η
παθητική φωνή (εκκομιζομαι). Θα σήμαινε κάποιος
τρίτος με εκκομίζει πράγμα που δεν ταιριάζει με το
σημερινό "ξεκουμπίσου".

Ο Κριαράς αναφέρει: ακουμπώ· ακομπώ.Α΄ Aμτβ.

1) Στηρίζομαι: κρατώντας το ραβδάκι ν’ ακουμπάω

Bοσκοπ. 320. 2) Aγγίζω: Διήγ. Aλ. V 52. Β΄ (Mτβ.)
τοποθετώ: Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. α΄ [38]. [<μτγν.(;)

ακουμβέω (DGE· πβ. όμως L-S Suppl., λ. ακκουμβίζω

και LBG, λ. ακούμβω). H λ. στο Du Cange (λ.
ακουμβίζω)
και σήμ.]
Εμένα μου φαίνεται ότι δημιουργείται από το
ξε(στερητικό)+[α]κουμπίζω απο το μεσν. ακουμπίζω
απο το λατ. accumbo κατακλίνομαι. Άρα παύω να
κάθομαι κάπου, δηλαδή αναχωρώ. Ετσι διακιολογείται
και το γιώτα στην ορθογραφία. Αλλοιως θα γράφαμε
ξεκουμπήσου.
πρβλ. accubitoria ad catacumbas = κοιμητήρια σε
κατακομβες.

Επισης στο Βυζαντινό Παλάτιον ήταν γνωστή η αίθουσα
των ιθ ακκουβίτων.(accubitus=ανάκλιντρο, καναπές).
Στον πρώτο νικητή, τον «συμπερέστην», ό Βασιλεύς
έδιδε δύο χρυσά νομίσματα και στον δεύτερο ένα.
Ακόμη οι νικηταί εκαλούντο και έτρωγαν στα ανάκτορα
«επί τής κρείττονος θέσεως των ακκουβίτων».
(βλ. Περιοδικο Ιστορια τευχ. 67 O ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ)

βλ. "Ν.Π. Ανδριώτη Ετυμολογικό λεξικό της κοινής
Νεοελληνικής"


ΤΟ ΠΥΡ.............ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ.........

=============================

Το πυρ-φωτιά αποτελεί ίσως την απλούστερη και
βασικότερη μορφή ενέργειας, που συνοδεύει τον
άνθρωπο απ’ τις απαρχές της ύπαρξής του εδώ και
εκατομμύρια χρόνια. Οι πυρκαϊές, που προέρχονταν απ’
τα πυρακτωμένα ποτάμια λάβας ενός ηφαιστείου, οι
πτώσεις των κεραυνών στην γη και οι τυχαίες
αυταναφλέξεις λόγω ξηρασίας και υψηλών
θερμοκρασιών, αποτέλεσαν το φυσικό φαινόμενο, που
πολύ αργότερα ο έλλογος άνθρωπος ονόμασε πυρ η
φωτιά. Ο φόβος, η απορία και ο θαυμασμός του για το
φυσικό και ανεξέλεγκτο αυτό φαινόμενο χάραξαν
ανεξίτηλα σημάδια στα βαθιά στρώματα του ψυχισμού
του, αλλά και μνήμες, που τον συνοδεύουν σε όλη την
διάρκεια της εξέλίξής του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος
αρχικά προσπαθούσε να συντηρεί ζωντανή την φωτιά
και να την αναζωπυρώνei κατά βούληση, διατηρώντας
την στις κρύες περιόδους και στα παγωμένα σκοτάδια
της νύκτας, αποκτώντας έτσι το φως και την θερμότητα.


Όμως η ανακάλυψη της δημιουργίας της φωτιάς
απετέλεσε το μεγαλύτερο βήμα στην εξέλιξη και στην
πορεία της ανθρωπότητας.

Ετυμολογικά οι ρίζες «πυ-ρ», «φυ-ρ», «φυ-σ», «φω-σ»,
«φω-τ», «φα-ο» είναι κοινές (Λεξικό Σκαρλάτου
Βυζαντίου). Απ’ την ρίζα πυ- γεννιούνται οι λέξεις πυρά,
πυραμίς («το της φλογός σχήμα πυραμοειδές εστι»,
Δημόκριτος), πύργος, πυρήν, πύθων (ο δράκος που
φυσά φωτιά). Από την ρίζα φυ- γεννιούνται οι λέξεις
φύσις (κατά τον Αριστοτέλη «πάσα ουσία φύσις
λέγεται»), φύσα (ενέργεια, εισπνοή), φύω, φυτόν (αυτό
που γεννιέται-ζη), φυλή (γενεά-γέννησις), φύλον,
φύλαξις κ.α.
Επίσης οι λέξεις φως, φωτιά, φωνή παράγονται από
την ίδια ρίζα. Από όλες αυτές τις λέξεις γεννιώνται
χιλιάδες άλλες σύνθετες λέξεις στην Ελληνική και τη
Λατινική Γλώσσα, όπως πυρκαϊά, πυροβασία, φύραμα,
φυσιολογικός, φυσάω, φυτόν, φωνόγραφος, φωστήρ,
φωσφόρος, φάος, φαιδρόν και fire (φωτιά), fur (γούνα),
physic (φυσικό), physiology (φυσιολογία) και άλλες
αντίστοιχα. Ο Πλάτων στον «Κρατύλο» εκ στόματος
Σωκράτους μας λέει, ότι πιθανόν η λέξη πυρ να είναι
αντιδάνειο, που επανήλθε στην Ελληνική Γλώσσα, απ’
τους Φρύγες. Ίσως και η λαϊκή ρήση «στο πι και φι»,
δηλαδή κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, να συμβολίζει
την ταχύτατη ανάφλεξη και εμφάνιση του πυρός.






'' ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ ΄΄
================

...ΜΑΡΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΦΩΣΚΟΛΟΥ...ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ

ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΙΝ ΣΤ.

ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΟΥ ΄΄ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ΄΄, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

1922...ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ...(περίοδος Ενετικής
κατοχής )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.... (τόνε κάνει η Τύχη )

Τούτη μου η σβίγα, οπού κρατώ΄ς το χέρι και γυρίζω,
τούτα τα μάτια, απού ως τυφλή παντοτινά σφαλίζω,
ετούτη μου η κεφαλή, οπού με μαλλιά δεμένη βρίσκεται
΄ς την ομπρός μερά και οπίσω μαδισμένη, ετούτοι, απού
εις τη σβίγα μου θωρείτε και γυρίζου, κι άλλοι ΄ς το
βάθος κείτουνται, κι άλλοι ψηλά καθίζου, κι άλλα
σημάδια, πλιότερα, απού σε με θωρείτε, κρίνω πώς νά
΄νιαι αφορμή, ποιά ΄μαι να θυμηθήτε.
Μά μπορετό νά ΄ν αφουκραστή τάχα νά μάθη ποιά ΄μαι,
κ΄εις τέτοιο μόδο φαίνομαι, κ΄εδώ΄ς το κόσμο είντά ΄μαι,
γιά κείνο θέ νά δηγηθώ, ποιά ΄μαι, καί πώς με λέσι, καί
άλλους πώς κάνω καί γελού συχνιά κι΄ άλλους καί
κλαίσι,
μ΄όλον οπού το φταίσιμο δέν έναι εμέ δικό μου,κι όλους
μεγάλους τςί έκανα, άν ήτο μπορετό μου. Τά ονόματά
μου είναι πολλά, Τύχη πολλοί μέ κράζου, καί άλλοι πάλι

Ριζικό καί Μοίρα μ΄ονομάζου. Εγώ ΄μαι, απού τςί
απόκοτους καί τούς ανεργισμένους, τςί πρόθυμους, τςί
ποθητούς κι όλους τςί προκομμένους α- ι -δάρω, κ΄είς
τςή σβίγας μου τό ψήλος τςί ανεβάζω, καί πλούτη, δόξες
καί τιμές νά πάρουσι σπουδάζω, καί τςί άνεργους καί τςί
δειλιούς καί τςί παραθεσμιάρους τςί ανάμελους καί τούς
οκνούς κι όλους τςί ανεπαψάρους αυτούς ΄ς τή σβίγα
μου ζερβά πάλι τούςε γυρίζω, καί κάτω πρός τά βάθη
τςη ΄ς τόν πάτο τςί γκρεμνίζω, καί δέ λογιάζουν οι λωλοί,
πώς η παραθεσμιά τως η δείλιασι η ανάπαψι πώς η
αναμελιά τως είνιαι αφορμή καί στέκουσι πάντα τως
ξεπεσμένοι, καί από τιμές πολλά γδυμνοί, φτωχοί καί
ρημασμένοι, μά λέσι, πώς τό ριζικό τώς φταίγει, ωσά
λογιάζου, καί μοναχάς τή μοίραν τως καθημερινό
ατιμάζου, μ΄ανέ καί ανοίξει εθέλασι τά μάτια τού νοός
τως, τό ίδιον τως τό φταίσιμο είχασι ΄δείν ομπρός τως.

Σ΄ όλο τό κόσμο ΄τα παιδιά Ρηγάδω, Βασιλιάδω
πλούσω, φτωχώ καί ανήμπορω τώ δούλω καί αφεντάδω
βλέπετε ολόγδυμνα τό πώς όλα γεννά τα η φύσι μέ
δίχως διαφορά κιαμιά γιά νά μπορά γνωρίση ο κάθα είς
τςί βασιλιούς κι όλους τςί αθρώπους τςί άλλους τό πώς
τςή μάννας η κοιλιά δέ τςί γεννά μεγάλους. μά οι
προθυμιές κ΄οι προκοπές κ΄οι κόποι τών αθρώπω
πλούσους καί μπορεζάμενους τςί κάνει ΄ς πάσα τόπο.

Γιά κείνο τά φτωχά παιδιά βλέπετε , πώς πλουτούσι
συχνιά, καί εκείνα τώ πλουσώ πολλά φτωχά περνούσι.
Οντέ γεννούνται τά παιδιά, γεννούνται μετά μένα, καί
μετά μένα βρίσκουνται πάντα συντροφιασμένα, καί
κείνα, .οπού κτάσσουνται καλά καί οπού ποθούσι
νά΄χουσι πλούτη καί τιμές, καί πρόθυμα κοπιούσι ν΄
ανέβουσι΄ς τή σβίγα μου, α-ι-δάρω καί ψηλώνω,καί
δόξες μεγαλώτατες, ως πεθυμώ, τςί αξώνω,καί πάλι
εκείνα , απού ΄ναι οκνά καί προθυμιά δέν έχου, μά μόνο
μέ τή πεθυμιά κάθουνται καί ξετρέχου μέ δίχως κόπο΄ς
τού τροχού τά ύψη ν΄ανεβούσι, πάντα ΄ς τό βάθος
στέκουσι, τό ψήλος δέ θωρούσι.

΄Σ τό κόσμον απού τήν αρχή δέν είναι βασιλιάδες
μηδ΄αφεντιές μηδ΄επαρχιές, άρχοντες γή αφεντάδες, μά
όλοι οι αθρώποι μιάς λοής κ΄εις ένα μόδο ήσα, γιαύτος
εκείνο τό καιρό χρουσόν ενοματίσα. τότες μέ κράζασι
καί μέ Τύχη χαριτωμένη,καί απού τςί αθρώπους ήμουνε
όλους φκαριστημένη, γιατί όλοι ευκαριστούντανε ΄ς τό
είναι τως περίσσα νά στέκουσι, κι όλα κοινά τά πράματά
τως ήσα.
Μ΄απείτις επληθύνασι καί άλλους καιρούς εφτάξα,τςί
γνώμες τωνε τςί καλές καί λο-ι-σμούς αλλάξα, καί
αρχίζασι μέ σύνορα τό κόσμο νά μοιράζου, καί γείς
τ΄αλλού τωνε ν΄αρπά μονάχας νά λογιάζου.
Τότες, απού ΄χαν πλιά αρετές καί προκοπές καί γνώσι,
καί οπού δέν εφοβούτονε ΄ς κίντυνα νά σιμώση μέ τήν α-
ί-δα μαλλιοστάς τήν ιδική μου εμένα,πλούσιοι καί
μπορεζάμενοι καί βασιλιοί επομένα, καί οι άνεργοι καί
ανάρετοι καί φοβιτσιάροι ούλοι τότε πομείναν ετουνώ
πηρέτες τως καί δούλοι.
Πόσοι τςί παλαιούς καιρούς μόνο γιά τςί αρετές τως
ωγιά τςί κόπους τςί πολλούς τςί άμετρες προθυμιές τως
μεγάλοι αθρώποι εμείνασι καί όνομα παινεμένο
παντοτινόν εφήκασι ΄ς τό κόσμο δοξασμένο, καί πόσοι,
απού σα από φτωχούς αθρώπους γεννημένοι, πάλι
μεγάλοι εμείνασι καί βασιλιοί στεμένοι, οπού άν αρχίσω
νά τςί πώ νά τςί μετρώ ένα κι ένα θέλετε βαρεθή όλοι
σας, μά πούρι γεμισμένα είνιαι ΄ς τό κόσμο τά χαρτιά,
καί απού θά μάθη άς πράσση μέσα ΄ς τούς άλλους τό
σοφό Πλούταρχο νά διαβάση, καί θέλει ΄δεί τςί
Αλέξαντρους, τςί Ρούφους, τςί Πομπέους τςί Μάρκους
Αουρέλιους, Κύρους καί Τολομαίους, τςί Καίσαρους, τςί
Δάρειους, Πώρους καί τςί Πλατώνους, Τίτους, τςί
Βεσπασιανούς, Δημόσθενους, Κατώνους, κι άλλους
πολλούς, απού οι σπουδές σμιμένες μέ τςί κόπους καί η
συντρομή του εκάμασι πολλά ψηλούς αθρώπους.
Μά είντα θέ νά κάθωμαι τόσα νά σάς δηγούμαι, τά
παλαιά καμώματα;
άς έρθωμε νά δούμε σήμερον είς τό Κάστρο σας τούτο
τό τιμημένο τςή Κρήτης τόσα εξακουστό ΄ς τό κόσμο
δοξασμένο ΄ς άρματα κ΄εισέ γράμματα κ΄εις κάθα πράξιν
άλλη παντοτινά από μιάς αρχής. καί τώρα μέ μεγάλη
δόξα η φούμη του επλάτυνε, καί ο κόσμος τό λογιάζει
καί όλη η Φραγκιά τςί δύναμες τςί τόσες του θαμάζει, η
Ασία, η Τουρκιά καί η ΄Αφρικα τρομάσσου τςί
εμπόρεσές τως βλέποντας πώς τςί έκαμε να χάσου, καί
ο Τούρκος τ΄άνομο σκυλί τρομάραν έχει τόση, πού πλιό
του δέν αποκοτά αποκάτω να σιμώση, γιατί θυμάται τά
παλιά καί τρέμει καί φοβάται, καί ακόμη τά ΄παθε ΄ς τη
γή καί εις πέλαγος θρηνάται, καί τόνε πετριτρέχουσι ΄ς
τά ερχόμενα λογιάζει, καί μετανοιώνει από καρδιάς,
κλαίγει καί αναστενάζει.
Εκείνο τό ψοματινό καί το μισό φεγγάρι πού ΄γέρθη καί
σηκώθηκε μ΄έτοια μεγάλη χάρι απ' τή μερά τής Σίθιας
τής Απονίας καί Σάσε, καί πλάτυνε γιαμιά γιαμιά καί όλο
τό κόσμο επιάσε θέλει απομείνει σκοτεινό γοργό καί
θαμπωμένο, καί μ΄έκλειψι παντοτινή νά στέκη
μαυρισμένο, γιατί απού τή Βενετιά καί όλη τή
χστιανωσύνη νέφη θολά θέλου γερθή μέ τόση
κακωσύνη
τή λαμπιρότη τήν πολλή, απόχει, νά τού σβήσου, καθώς
απάνω είς τςί ουρανούς ευρίσκεται γραμμένο απού τό
χέρι τού Θεού καί ίτσι αποφασισμένο.
Χαρά λοιπόν αμέτρητη όλοι σας καρτερείτε, κ΄εισέ
λιγούτσικο καιρό τή λευτεριά θωρείτε.
Μά ο νούς μου επαραπέρασε καί ΄φήκα τά δηγούμαι, μά
τώρα ΄ς τήν αθιβολή γυρίζω πάλι, απού ΄μαι.
Πόσοι αθρώποι σήμερο ΄ς τή χώρα σας ετούτη
βρίσκουνται εις αξιότητες κ΄εισέ μεγάλα πλούτη, απού
΄σανε πολλά φτωχά καί άτιμα γεννημένοι, καί από αίμα
χαμηλό καί ταπεινό εβγαμένοι, τούτοι γιά νά ΄νιαι
πρόθυμοι νά μή βαρειούνται κόπο, μά νά γλακούσι εδώ
κ΄εκεί γλήγοροι είς κάθα τόπο, Αφέντες νά δουλεύγασι
μεγάλους, απού ωρίζα, ταχιά καί αργά καί ανάπαψι
κιαμιά δέν εγνωρίζα, θωρώντάς τςι τέτοιας λοής κ΄εγώ ε-
ι -δάρισά τςι, καί ΄ς τή κορφή τςή σβίγας μου, σά
βλέπετε, έβαλά τςι, καθώς θαρρώ καί σήμερο πώς θέλετε
γνωρίσει ςέ τούτη μας τή κωμωδιά, οπού γιά νά
γροικήση καθένας από λόγου σας είστε εδεπά ερθωμένοι.
Παρακαλώ σας τό λοιπό, άρχοντες τιμημένοι, ως είναι
το συνήθι σας καί θέλει η ευγένειά σας, φκαριστημένη
ακρόασι νά ΄χωμε απ΄όνομά σας.
΄Ενα παιδί θέλετε ΄δεί, οπού μικρόν εβγήκε απού τςί
αγκάλες τού κυρού κ΄εισέ σκλαβιάν εμπήκε, γιά τςί
αρετές του τςί πολλές καί διάξες του τςί πλήσες τςί
χάρες του τςί αμέτρητες τςί τάξες τςί περίσσσες πώς
από σκλάβο ελεύτερο καί πλούσον έκαμά το, κ΄εις
ανεπόλπιστες χαρές καί δόξες έφερά το.
΄Οσοι γυρεύγουσι λοιπό μεγάλοι νά γενούσι, βασίλεια
νά ποτάξουσι, καί πλούτην νά χαρούσι, μέ προκοπή καί
προθυμιά νά σώσουσι τυχαίνει ν΄αρπάξου τή πλεξούδα
μου τούτη τή χρουσωμένη, καί ωσά μέ πιάσουσι από κεί
σφικτά νά μέ κρατούσι, μή φύγω από τό χέριν τως άς
βλέπου όσο μπορούσι, γιατί άν τώς φύγω μιά φορά,
εύκαιρα παραδέρνου νά θέ νά μέ ζητήσουσι, μά πλιό δέ
μέ γιαγέρνου.
Δότε μας τό λοιπό τ΄αφτιά, κ΄έντον εδώ πού βγαίνει, μέ
τόν αφέντην του έρχουνται μαζί συντροφιασμένοι. τά θέ
νά πούσι ακούσετε, κ΄εγώ γυρίζω οπίσω, καί
ογλήγορα τή λευτεριά τάσσω νά σάς χαρίσω.








H Tσακώνικη διάλεκτος
=====================

Bιβλιογραφική υποστήριξη κειμένου από το βιβλίο του

Θανάση Kωστάκη “Δείγματα Tσακώνικης Διαλέκτου”

Στην αρχαία Eλλάδα πριν τους κλασσικούς χρόνους
μιλιόντουσαν κυρίως 4 διάλεκτοι: Iωνική, Aιολική,

Δωρική και Aττική. H Aττική στηρίζεται στην Iωνική και

είναι η μετεξέλιξή της στα χρόνια της ακμής της Aθήνας.

Mετά τον 5ο αιώνα π.X. αρχίζει να επικρατεί η Aττική
διάλεκτος λόγω της πνευματικής αλλά και οικονομικής

ακμής της Aθήνας. Eν συνεχεία μετά τον 4ο π.X. αιώνα

με τη διάδοση του Eλληνισμού στην Aνατολή η γλώσσα

απλοποιείται και αρχίζει να μιλιέται η λεγόμενη

Aλεξανδρινή ή Eλληνιστική κοινή. Eίναι η γνωστή μας

γλώσσα των Eυαγγελίων. Kαι με τη συνεχή εξέλιξή της

φθάσαμε σήμερα να μιλάμε τα σημερινά ελληνικά που

ξέρουμε. Όμως όλες οι περιοχές της Eλλάδας δεν

ακολούθησαν αναγκαστικά αυτήν την πορεία. Περιοχές

όπως ο Πόντος και η Tσακωνιά διατήρησαν πολλά

στοιχεία των παλαιών διαλέκτων. Oι λόγοι για τους

οποίους οι Tσάκωνες διατήρησαν ζωντανή τη δωρική

διάλεκτο ξεφεύγουν από το σκοπό του παρόντος
σημειώματος. Όποιος επιθυμεί περισσότερες

λεπτομέρειες ας ανατρέξει στις εργασίες του μεγάλου

τσακωνολόγου Θανάση Kωστάκη (σχετική
βιβλιογραφία παρατίθεται).


Oι Tσάκωνες λοιπόν διατήρησαν πολλά στοιχεία της 

Λακωνικής – Δωρικής διαλέκτου, χωρίς αυτό να 

σημαίνει 

ότι δεν είχαν επιδράσεις από την κοινή ελληνική 

γλώσσα. Aς μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα της εκκλησίας και

 στην Tσακωνιά είναι η κοινή ελληνική και σίγουρα οι 

παλαιοί Tσάκωνες είχαν επικοινωνία με τους 

υπόλοιπους συμπατριώτες τους.

Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που τη συνδέουν άμεσα με 

τη Δωρική διάλεκτο; Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση 

Kωστάκη είναι τα παρακάτω:


1. Tο Δωρικό α, δηλαδή εκεί που οι Ίωνες είχαν η οι 

Tσάκωνες έχουν α. Παραδείγματα: ημέρα = αμέρα, ηθώ 

(σουρώνω) = ασού, ψηλαφώ – ψαλαφώ = ψαφού, 

σήμερα = σάμερε, μηκωνίδα = μακουνία κ.λ.π.


2. O ρωτακισμός, δηλαδή η μετατροπή του τελικού ς σε 

ρ όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν. 

Παραδείγματα: Kαλός είναι = καλέρ ένι, πώς είπες = 

πουρ επέτσερε, της ημέρας = ταρ αμερί κ.λ.π.


3. H τροπή του μεσοφωνηεντικού σ, αρχικά σε δασεία 

και κατόπιν η πτώση του. Παραδείγματα: ορώσα – 
ορώα 

– ορώα στα τσακώνικα ορούα = βλέπουσα, λαλόυσα 
λαλόυα λαλόυα τσακώνικα = λαλούα κ.λ.π.


4. H τροπή του θ σε σ ή σ. Παραδείγματα: ηθώ = σαού, 

θέρος =σέρι, θυγάτηρ = σατη. Tο φαινόμενο αυτό είναι 

καθαρά Λακωνικό. (OAριστοφάνης γράφει Aσαναίοι = 
Aθηναίοι).


5. H διατήρηση του δίγαμμα F που είχε ήδη χαθεί στα 
800 π.X. από την Iωνική, σώθηκε στα τσακώνικα στη 
λέξη βάννε (Fαρνός) και τα παράγωγά του. Bαννί και 

βαννιούλι = αρνάκι.


Eκτός από αυτά υπάρχουν κι άλλα που ενισχύουν τη 
δωρική καταγωγή της τσακώνικης γλώσσας που κάθε 
ενδιαφερόμενος μπορεί να τα βρει στα βιβλία του 
Θανάση Kωστάκη.

























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.