ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013




Άρτεμις παπ


ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (ασβεστοκάμινο) ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ
=============================

Καμίνια θυμούμαι δυό λογιώ στον τόπο μας: Τα ασβεστοκάμινα και τα ξυλοκάμινα.Τα ασβετοκάμινα εθέλανε κατάληλλες πέτρες-ασβεστόλιθους, σε μεγάλες ποσότητες–νταμάργια για να σάξουνε τον ασβέστη. Εμείς στην πεδιάδα όι ασβεστόλιθους δεν είχαμενε, μονό μουδέ τσούρλους να πετούμενε ο γεις τα΄αλλού, οντενείμαστε κοπέλια. Κειαμιά φορά τα λίγα μαρτάρικα απούχαμενε είπρεπε να τα δένομε να μην κάνουνε ζημιές στα καλλιεργημένα χωράφια, δικά μας γι ξένα. Εγροίκας τον λοιπός την κερά μας να φωνιάζει: Αμε μωρέ Χαρίλαε να μεταδέσεις τσ΄αίγες, εκειά στη δεμαθιά από κάτω έχω χωσμένη την πέτρα να μη μας τηνε πάρει κειανείς, και να ξανοίγξεις να μη φτάνουνε οι γιαίγες τσοι κολοκύθες τση ψακωμένης τση θειάς σου εκειά που θα τσοι καζηκώσεις, γιατί θα φωνιάξει ντελόγο τα΄αμπελικού. Γροικάς μωρέ; Και να τσοι καζηκώσεις καλά ! Επαίρναμενε που λές και μεις την πέτρα και εχτυπούσαμενε με τέχνη το ξύλινο τζένιο, να μην το σπάσωμενε, μα να καθφωθεί καλά και να μην ξεζενιώσει, και ποιος εγροίκα ύστερα τον κύρη μας!

Οι πέτρες λοιπόν είτονε πολύτιμο είδος στην πεδιάδα, και τ΄ασβεστοκάμινα που θυμούμαι είτονε στα Περαλήθινα σύριζα τση πεδιάδας καμπόσα χιλιόμετρα ανατολικά, απού είχενε νταμάργια με σιδερόπετρες κατάλληλες για ασβέστη, και φυσικά δεν είτονε επαγγέλματα γι ασχολίες των Πετροκεφαλιανών.

Πολλοί άξιοι ερευνητές της Κρητικής αρχιτεκτονικής και γενικά της τέχνης της οικοδόμησης έχουνε γράψει πολλά για τη μακραίωνη ιστορία της Κρήτης και σ΄αυτό τον τομέα Στην μετακατοχική όμως εποχή μας (από τους Τούρκους εννοώ) ούτε τα υλικά ούτε οι γνώσεις είτονε αρκετές. Το τσιμέντο και σίδερο είτανε ακριβά και σπάνια είδη, οι μεταφορές είταν επίσης δύσκολες, έτσι οι οικοδομές βολευόντουσαν με υλικά τοπικής παραγωγής:

ΠΛΙΝΘΟΧΤΙΡΑ:Λίγες φορές στα μέρη μας για μικροκατασκευές οι ανθρώποι εφτιάχνανε πλίνθους, όχι με τσιμέντο, αλλά με χώμα ανακατωμένο με άχερα, εβάνανέντα σε ένα καλούπι κιοντενεστέγνωνε τσ’ αφίνανε και εξεραίνουντανε, και τσοι χτίσαζανε. Τέθοιοι τοιχοι είπρεπε να σοβαντιστούμε καλά για να μη στακώσουνε το χειμώνα και χαλάσουνε…

ΠΕΤΡΟΧΤΙΡΑ: Είτονε το συνηθισμένο χτίρι στο χωργιό. Οι πρώτοι τεχνίτες πρέπει νάρθανε από την Κάρπαθο, εγροίκας τσοι παπούδες του 1950 να λένε: “τουτηνά την εκκλησά που θωρείς τηνε χτίσανε Σκαρπαθιώτες θωρείς επειεπάνω μια επιγραφή; εκειά το γράφει!”. Σιγά σιγά εμάθανε καλά-κακά την τέχνη και οι ντόπιοι και τα κουτσοκαταφέρανε. Γι΄αυτό δεν θωρεί κεινείς μέγαρα εκείνης τα΄εποχής στα χωργιά μας. Μια ρημαγμένη από τσοι πολέμους Κρήτη ίσα-ίσα εξάνοιγε να σάξει ένα απόσκειο για τη φαμελιά ντζη, και έχει ο θιός… Δεν είτονε σάικα το μόνο πρόβλημα του Κρητικού, το που θελα βάλει την κεφαλή ντου, μα κείντα θελα φάει, κι αυτός κι η φαμελιά ντου… Ετσά το …αξίωμα πούχενε επικρατήσει στσοι πιο πεινασμένες κοινωνίες «Σπίτι ίσα να χωρείς, και πράμα όσο να μπορείς» έδειχνε μια κοινωνία που έβγαινε μεν από το φάσμα τση πείνας και της αβεβαιότητας, όμως τα οδηγά βιώματα θ΄αργούσανε πολύ να την εγκαταλείψουνε… Εθώργιες και εγροίκας τσοι πιο γέρους, ακόμη και το 1970-80 να λένε:

- Εεε καιανε γυρίσει πάλι κειμιά γκατοχή, είτνα θα πάθομενε… Αλλοι πάλι αγοράζανε το τραχτεράκι, γι το σκαφτικό, όμως κι από την άλλη: «Δεν το διαλυώ εγώ το ζευγάρι, μουδε τα ζυγάλετρα δεν πετώ, άστα κειά μα ψωμί δεν τρώνε, άμα γυρίσει κειαμιά καντοχή νάχω κα σπείρω δυο μουζουργιώ χωράφι να μει πεινάσομενε…»

Για να μην ξεφεύγωμε από την κουβέντα μας, ένα σημαντικό υλικό για το κανονικό χτίσιμο του σπιθιού είτονε και ο ασβέστης. Όι σάικα πως δε εθώργιες και σπίθα χτισμένα ξεροπέτρι, πανα πει πέτρες χτισμένες προσεχτικά μα χωρίς συνδετικό υλικό, λάσπη με χώμα γι ασβέστη. Τέθοιοι τοίχοι εθέλανε περισσότερη δουλειά για να δένουν ε, μα και πια λίγα έξοδα. Στα χρόνια μου το συνηθισμένο χτίρι είχενε πέτρες και λάσπη με χώμα, και από μέσα κι΄απόξω ένα γερό στρώμα ασβεστόλασπη για σοβά.

Τσοι πέτρες τσοι φέρνανε από το πετροκοπιό από τον Αι Γιάννη και το Καμηλάρι. Η μεταφορά εγίνουντανε με τα κάρα. Επαργέλνανε οι νοικοκυραίοι 10-20 καριές πέτρες και ο χτίστης αρχινούσε το χτίρι. Τσοι πέτρες τσοι βγάνανε από το νταμάρι με φουρνέλα.

Η αλλη δουλειά πούχανε να κάνουνε είτονε να αγοράσουνε τον ασβέστη. Θυμούμαι τα ασβεστοκάμινα τση Αληθινής, 2-3 είτονε, γιατί είτονε στο γύρο του δρόμου. Μοιάζανε με τα σύγχρονα καμίνια των μεταλουργείων μέχρις ενός σημείου. Το μισό καμίνι είτονε μέσα στο χώμα και τ΄άλλο μισό πάνω από τη γη, καμπόσα μέτρα ψηλό και 4-5 μέτρα διάμετρος. Εκειά εβάνανε με τέχνη και πατωσές-πατωσές ξύλα, σιδερόπετρες, ξανά ξύλα, ξανά πέτρες. Εβάνανε φωθιά στο καμίνι για καμπόσες μέρες και εψήνουντανε οι πέτρες, πα ναπεί πως οι πέτρες πούτανε ανθρακικό ασβέστιο οντεθελα ψηθούνε εθρουλούσανε και εχάνανε το διοξείδιο ντωνε και έμενε μιάν άλλη ουσία πιό απλή που τη λένε Οξείδιο του ασβεστίου, πουνε ο άσβηστος ασβέστης. Εκειονά το πράμα-σκόνη είτονε που ελέγαμε ασβέστη στα χρόνια μας, τον επαίρναμε, εσάχναμε έναν ασβεστόλακκο και του ρίχναμε ασβέστη και νερό (σβησμένος ασβέστης, επιστημονικά υδροξείδιο του ασβεστίου) και τον ανακατώναμε με άμμο φτιάχνοντας την ασβεστόλασπη για το σοβάντισμα…Το σβυσμένο ασβέστη εχρησιμοποιούσαμενε, και σήμερο το ίδιο κάμουμε, και για το άσπρισμα τω σπιθιώ, μέσα κιόξω Και μιάς και μιλούμενε για τ΄άσπρισμα, οι καλονοικοκυραδες ούλες τσοι μεγάλες σκόλες επαραγγέλνανε τ΄αντρούστως: πάρε μπρε καμπόσες οκάδες ασβέστη ν΄ασπρίσω μιαολά τσ΄αυλές και τα πεζούλια, μεγαλοβδομάδα σιμώνει….

-Ο Μυρτομανώλης είχενε ένα σωρό κοπέλια, τοι δυό τελευταίες κοπελιές (Αννα και Αναστασία) που παντρευτήκανε από την Πόμπια, τσοι πρόκανα ανύπαντρες. Είχενε ο Μυρτομανώλης το σπίτι ντου νοτικά του Περίβολου του Δημοτικού Σχολιού του Πετροκεφαλιού, Είτανε το μοναδικό σπίτι απόκεινηνά την πάντα, και οι κοπελιές του, καλές νοικοκυρές, κάθε ντάι-ντάι είτανε με τη βούρτσα και το ασπρίζανε… Ακόμη το θυμούμαι… Θυμούμαι όμως ακόμη πως εκειανά τα χρόνια ασπρίζανε και τα πιθάργια του σπιθιού γιά να ναι καθαρά απόξω. Είλεγε το λοιπός ο Μυρτομανώλης για τσοι τελευταίες του κοπελιές: “Αδικονατοσελάχει, α, δεν εχοντρύνανε τα πιθάργια και εστενέψανε τσοι πόρτες, και σε μια ολιά καιρό δεν θα χωρούνε μουδε τά πιθάργια να βγούνε μηδέ μεις να μπούμενε στο σπίτι!

Χτίστες θυμούμαι στο χωργιό μπόλικους. Από τη γενιά των παππούδων μου θυμούμαι μόνο τον παππού μου τον Αλεξάκη και τον Κωστή το Χαψή, σώγαμπρο στο χωργιό μας, Σκαρπαθιώτη.

Η επόμενη γενιά, οι σαραντάρηδες του 1950, είχενε ένα σωρό χτίστες. Ο Διονύσιος ο Τσικνάκης, και ο Αδελφός του ο Χαρίδημος, ο Δημήτρης του Τσικνομανώλη, ο Μανώλης και ο Διαμάντης του Χαμψή, ο Μπιτσακομανώλης, είναι από τσοι λίγους που θυμούμαι πως είχανε το χτίσιμο σαν κύριο επάγγελμα.

Θυμούμαι μιά φορά 1952-53, τον παππού μου τον Αλεξάκη να αρμηνεύγει του Χαρίλαου πως να σάξουνε, στον κεντρικό δρόμο του Πετροκεφαλιού για τά Μάταλα, μιάν τσιμεντένια πλύστρα, όσο το πλάτος του δρόμου και μιά δεκαριά μέτρα μάκρος για να μην ανοίγει το νερό τση βροχής χαντάκια και δεν μπορούνε να περνούνε τ΄ αμάξα… Η …διδασ καλία γινότανε ανάμεσός τ΄Αι Λευτέρη και του Κουσανού δρόμου, απού ετέλειωνε το παληό νεκροταφείο του Πετροκεφαλιού. Οι δρόμοι είτουσαν
χωματόδρομοι και τα νερά από τον Κουσανό δρόμο και από το χωργιό επερνούσανε τον Αι Λευτέρη και εγέρανε κάτω, ανοίγοντας κάθε ντάι-ντάι ρυγιάκι στο παραπάνω σημείο. Εσκεφθήκανε το λοιπός, μιάς και δεν είχανε τα λεφτά να σάξουνε θεοτικό γιοφύρι, να κατεβάσουνε με ομαλή κλήση 15 μέτρα του δρόμου μισό μέτρο πιό βαθιά, να το καλύψουνε με τσιμέντο, που και τα νερά μα και τ΄αμάξα να περνούνε… Την ίδια ταχτική εκάμανε και στο Κουσανό ρυγιάκι, και πάνω-πάνω στο Κουσέ, και στο καινούργιο Νεκροταφείο, εκειά πούναι εδά το γιοφυράκι…

ΧΩΡΙΟ ΑΣΧΟΛΙΕΣ 1960 Ανδρέας Μπαμπιονιτάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.