ΜΕΡΜΥΚΑ
Η Μέρμυκα, Η Μέρμυκα , η σιλιομαγεμεύνη (η φοβερή),
εφόρεσεν και νέλλαξεν, και ξέβεν σ' σα ρασία.
Επαίρεν και τη σπάθιαν ατς είς το δεξιόν το 'σέρι ατς,
επαίρεν τα βουνά , βουνά, και παρχαρομύτια(κορυφές οροσειρών),
και έσυρεν την σπάθαν ατς, Σαρακενόν εντώκεν(κτύπησε).
-Θεέ μου, και αν θυμώνσ εσύ, εγώ ταίμαν ατ' πίνω,
σην Πόλιν τρώγον Χριστιανούς και σ' το Μουσίρ Ρωμαίους,
εγώ ατόν θαλίζω (θα κομματιασω) τον, και σον Μεχμέτ θα στείλω.
Πέντε υιούς μ' εκότωσαν και τον μικρόν μ' εφέκαν,
εμέν μάννα ελαλνανε δεμένοι και φλυγμένοι .....
Εννεά χρόνους 'πορπατέσεν και ο μικρόν σ΄άνοικ' όρη,
και εστοιχούνανε (συν'αντησαν) ατόν δράκοι(έλληνες πολεμιστές) και λεοντάρια,
τους λεβέντους(τούρκοι πολεμιστες) 'παιτεθάνε στου ήλιου τα παρχάρια(οροσειρές),
και όντας 'πήγαν 'σ σα Φράχταινα τρίοι μονοί επέμναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.