ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΖΗ.......ΕΡΩΦΙΛΗ
================================
Χορός μιλεί ........
΄΄Του πλούτου αχορταγιά, τςή δόξας πείνα, τού χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη, πόσα γιά σάς κορμιά νεκρά ΄πομείνα, πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι, πόσες συχνιές μαλιές συναφορμά σας γροικούντ΄ολημερνίς ΄ς τήν οικουμένη !
΄Σ τόν ΄Αδη άς βουλήση τ΄όνομά σας, κι όξω ς΄τή γή μήν έβγη νά παιδέψη νιού πλιόν ανθρωπινόν η - ατυχιά σας΄γιατί αποδεκεί, ως θωρώ, σάς είχε πέψει κιανείς ς΄τόν κόσμο δαίμονας νάρθήτε τς αθρώπους μετά σάς νά φαρμακέψη.
Τή λύπησι μισάτε, καί κρατείτε μακρά τή δικαιοσύνη ξορισμένη, κι ουδέ πρεπό μηδ΄όμορφο θωρείτε.
Γιά σάς οι ουρανοί ΄ναι σφαλισμένοι, κ΄εδώ ΄ς τόν κόσμο κάτω δέ μπορούσι νά στέκουν οι αθρώποι αναπαημένοι,μά τς αδερφούς τ΄αδέρφια πολεμούσι, κ΄οι φίλοι τσί φιλιές των απαρνούνται, καί τά παιδιά τόν κύριν τως μισούσι΄τού πόθου τά χαρίσματα χαλούνται συχνιά συνοφορμά σας, γι΄αύτος τόσοι
γροικούνται στεναγμοί ΄ς δύό π΄αγαπούνται.
Φτωχειά χαριτωμένη, καί μέ πόση γλυκότη προσκαλείς καί συργουλίζεις ΄ς τήν κλίνη σου τόν ύπνο νά σιμώση΄ πόσες πολλές ανάπαψες χαρίζεις δυό αγαφτικώ πιστώ, καί πόσα πλήσια τό νού καί τήν καρδιά τωνε δροσίζεις.
΄΄Τούτος δέν είν΄ωσάν εμένα ίσια΄΄, δέ λέσιν οι φτωχοί, ΄΄ τό νιόν αυτόνο μεγάλοι βασιλιοί δέν εγεννήσα΄΄, μά κείνο, απ΄αρετή καί πόθος μόνο τς
όρεξης προξενά καί τςή καρδιάς τως ζητού γιαμιά καί παίρνου δίχως πόνο.
Τόσες δέν είν ζηλειές ανάμεσά τως, γή λογισμοί ΄ψηλοί νά πολεμούσι, μέσα ΄ς τή λόχη νά ΄χου τά κορμιά τως.
Δεμένη μ΄αλυσίδες δέν κρατούσι τή γλώσσα, μά τό θέλουσιν αλλήλως, μ΄αγάπη καί μέ σπλάχνος τό ζητούσι.
Πλούτη καταραμένα, ποιός σας φίλος μέ ξένους, μ΄εδικούς, μέ τήν καρδιάν του δέν είναι λυσσιασμένος κι άγριος σκύλλος;
Πότ΄ένας ακριβός τήν πεθυμιάν του χορταίνει μέ τά πλούτη; πότες βάνει τέλος ποτέ ΄ς τήν τόση αχορταγιάν του;
Μέ δίκιον ΄Ορανός μέ δίκιο πιάνει τόσο πολύ θυμόν αντίδικά τως, κ΄είς πλήσιες παιδωμές συχνιάς τςί βάνει.
Τά πλούτη τά μεγάλα, η βασιλειά τως κ΄οι δόξες κ΄οι τιμές των οι περίσσιες χάνουνται καί σκορπού μέ τά κορμιά τως . Χίλια μεγάλα πάθη, χίλιες κρίσες πρί κατεβού ΄ς τόν ΄Αδη δοκιμάζου κάνοντας τς οφθαλμούς κλαημάτω βρύσες.
Φιλόγονε, τά πλήσια σου σπουδάζου κρίματα ΄ς τς Ουρανούς νά σέ παιδέψου, καί γδίκια αντίδικά σου μόνο κράζου.
Γλήγορα, σά θωρώ, θά σ΄αντιμέψου, τά΄χεις ΄ς τόν κόσμο τούτο καμωμένα, γλήγορα παιδωμή θέ νά σού πέψου. Τούτα τ΄αρπαξημιά τά ματωμένα πλούτη κ΄η βασιλειά σου δέ μπορούσι όφελος νά σού δώσουσι κιανένα.
Μά ΄ς τούτο σου τό κίντυνο θωρούσι τ΄αμμάτια μου, ώχ ο-ι-μέ, καί τήν κερά μου, καί κλάηματα περίσσια κυματούσι.
΄Σ τούτα τά παρακάλια τά κλιτά μου λυπητερά τ΄αμμάτια σου άς στραφούσι, καί κείνα απού δειλιά μέσ΄η καρδιά μου ΄ς τούτο τό σπίτι, Ζεύ, μηδέ γενούσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.