Ο Βίκτωρ Ουγκώ για το Αρκάδι και την Κρήτη της Επανάστασης!
Ιωάννα Μπισκιτζή
λέκτορας κλασικής φιλολογίας
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τον Βίκτωρα Ουγκώ ως τον σπουδαιότερο εκφραστή του ρομαντικού κινήματος και συγγραφέα του περίφημου μυθιστορήματος «οι Άθλιοι». Ο Βίκτωρ Ουγκώ όμως ήταν κι ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες. Η επανάσταση του 1866-69, το «δεύτερο '21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», εκφράζει με σαφήνεια και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την ελληνική και την ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.
Τον Δεκέμβριο του 1866, έπειτα από πολλές παρακλήσεις των Ελλήνων για να υπερασπισθεί τους εξεγερθέντες Κρήτες, ο Βίκτωρ Ουγκώ γράφει : «Κραυγή τις μοί έρχεται εξ'Αθηνών. Εν τη πόλει του Φειδίου καί του Αισχύλου πρόσκλησίς τις μοί εγένετο, φωναί προφέρουσι τό όνομά μου. Τίς ειμί, ώστε ν'αξίζω τοιαύτης τιμής; ουδέν. 'Ηττημένος τις. Καί τίνες αποτείνονται πρός μέ; νικηταί. Ναί, ηρωϊκοί Κρήτες, καταδυναστευόμενοι σήμερον, έσεσθε νικηταί εν τω μέλλοντι. Εμμείνατε. Καίτοι πεπνιγμένοι, θέλετε θριαμβεύσει. Η διαμαρτύρησις εν αγωνία είναι ισχύς ...».
Κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης διεξάγονταν επικές μάχες σε όλη την Κρήτη. Τα γεγονότα του πρώτου έτους κορυφώθηκαν με την πολιορκία και το ολοκαύτωμα της ιστορικής Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866). Το γεγονός αυτό προκάλεσε ισχυρή συγκίνηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο Ουγκώ τότε γράφει:
« ... Στο μοναστήρι του Αρκαδιού, που το 'χτισε ο Ηράκλειος, δεκάξι χιλιάδες τούρκοι πολεμάνε εκατόν ενενήντα εφτά άντρες και τριακόσιες σαράντα τρείς γυναίκες και παιδιά. Το τούρκικο ασκέρι έχει είκοσι έξη κανόνια, και δύο οβούζια. Οι έλληνες κρατάνε μονάχα διακόσια σαράντα ντουφέκια. Δυό μερόνυχτα βαστάει ο πόλεμος. Το μοναστήρι έγινε κόσκινο από διακόσιες μπόμπες. Ένα τειχί τινάχτηκε κι΄οι τούρκοι χύνουνται μέσα. Οι έλληνες ξακολουθάνε τη μάχη. Εκατόν πενήντα ντουφέκια έχουν ανάψει, μα παλεύουν ακόμα έξη ώρες από κελλί σε κελλί, κι΄ από σκαλί σε σκαλί. Δυο χιλιάδες κουφάρια είναι στίβα στην αυλή. Η στερνή αντίσταση λυγάει. Μυρμήγκια οι τούρκοι νικητές πλημμυράνε το μοναστήρι. Δεν απομένει παρά ένα δώμα φραγμένο, όπου βρίσκεται η μπαρουταποθήκη και σ΄ αυτό το δώμα, σ΄ αυτήν την παλαίστρα, κοντά στην άγια τράπεζα, τριγυρισμένος απ΄τα γυναικόπαιδα, ένας παπάς, ο ηγούμενος Γαβριήλ, προσεύχεται. Έξω πέφτουνε στη μάχη οι πατεράδες κι΄ οι άντρες. Μα να μή σκοτωθούνε και να ζήσουνε, θάταν η πιό τρανή κακοτυχιά για τις γυναίκες και τα παιδιά, που θα συρθούνε σε δυο χαρέμια. Την πόρτα την πελεκάνε οι τούρκοι με τσεκούρια. Τώρα θα τήνε σκίσουνε και θα πέσει.. Ο γέροντας παίρνει απ΄την άγια τράπεζα ένα κερί που καίει, απλώνει τη ματιά του πάνω στις γυναίκες αυτές και σ΄αυτά τα παιδιά, γέρνει τη φλόγα του κεριού πάνω στο μπαρούτι και τους σώζει. Μια τρομερή επέμβαση, η έκρηξη, στυλώνει τους νικημένους, η αγωνία γίνεται θρίαμβος, κι΄ αυτό το ηρωικό ταπεινό μοναστήρι, που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ένα ηφαίστειο. Δεν είναι μονάχα τα Ψαρά επικά, μήτε το Μεσολόγγι τρανό.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Τι κάνουν οι πολιτισμένες κυβερνήσεις; Τι καρτεράνε; Μουρμουρίζουν: Υπομονή, το συζητάμε. Το συζητάτε! Σύγκαιρα όμως ξεριζώνουνε τις ελιές και τις καστανιές, τινάζουνε τα λιοτρίβια, καίνε τα χωριά, καίνε τα γεννήματα, διώχνουνε ολάκερους πληθυσμούς για να πεθάνουν απ΄την πείνα και την παγωνιά στο βουνό, σφάζουνε τους άντρες, κρεμάνε τους γερόντους, κι΄ ένας τούρκος, που βλέπει ένα παιδάκι κοιτάμενο στη γή του χώνει στα ρουθούνια τη φλόγα του λύχνου για να δει αν είναι πεθαμένο ή ζωντανό. Μ΄ αυτόν τον τρόπο στο Αρκάδι πέντε πληγωμένους τους φέρανε στη ζωή για να τους σφάξουν. Υπομονή, λέτε. Σύγκαιρα όμως το τούρκικο ασκέρι μπαίνει στις Μουρνιές, όπου μονάχα γυναικόπαιδα απομείνανε, και σα βγήκε απ΄το χωριό, δε μένει σ΄ αυτό τίποτ΄ άλλο παρά σωρός ερείπια που κυλούσαν απάνω σε σωρό από κουφάρια, μικρά και μεγάλα. Κι΄ η κοινή γνώμη; Τι κάνει αυτή; Τι λέει; Τίποτε. Γύρισε απ΄τ΄αλλο το πλευρό. Τι ζητάτε; Αυτές οι καταστροφές φέρνουνε κακοτυχιά. Είναι παλιά πράματα. Αλλοίμονο! Η υπομονετική πολιτική των κυβερνήσεων έχει δυο αποτελέσματα. Απαρνιέται τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα, απαρνιέται τη συμπόνοια στην ανθρωπότητα. Βασιλιάδες. Μια λέξη θάσωνε το λαό αυτό. Και μια λέξη της η Ευρώπη τη λέει γρήγορα. Πέστε τη. Γιατί πράμα θάσαστε καλοί, αν όχι γι΄αυτό; Μα όχι. Σωπαίνουνε και θέλουνε βουβά νάναι όλα. Απαγορεύεται να μιλάς για την Κρήτη. Αυτό είναι το πρεπούμενο. Ενάντια σ΄ενανε μικρό λαό συνωμοτούνε έξη ή εφτά μεγάλες δυνάμεις. Ποια είναι η συνωμοσία αυτή; Η συνωμοσία της σιωπής. Μα τ΄αστροπελέκι δεν είναι βουβό. Τ΄ αστροπελέκι έρχεται από ψηλά, και, στη γλώσσα της πολιτικής, τ΄ αστροπελέκι το λένε επανάσταση ...»
Και στις 17 Φεβρουαρίου 1867 σε άλλη επιστολή του :
« ...Η επανάσταση δεν πέθανε. Της πήρανε τον κάμπο, μα κρατάει τα βουνά. Η επανάσταση ζει, βογκάει, κράζει βοήθεια. Γιατί επαναστάτησε η Κρήτη; Γιατί ο Θεός την έφτιασε ομορφότερη απ΄όλες τις χώρες του κόσμου, κι΄ οι τούρκοι πιό δύστυχη απ΄ όλες. Γιατί έχει καρπούς και γεννήματα και δεν έχει εμπόριο. Έχει πολιτείες χωρίς δρόμους, χωριά δίχως στράτες, λιμάνια χωρίς ταρσανάδες, ποτάμια δίχως γεφύρια, παιδιά δίχως σκολειά, έχει δικαιώματα χωρίς νόμους, έχει ήλιο και δε φωτίζεται, μέσα στης τουρκιάς το πηχτό σκοτάδι.Επαναστάτησε γιατί η Κρήτη είναι Ελλάδα κι΄ όχι Τουρκιά, γιατί στην Ελλάδα ο ξένος είναι μισητός, γιατί ο τύραννος άν είναι της ίδιας ράτσας είναι βδελυρός, αλλοιώς είναι φριχτός. Γιατί είναι αδύνατο να σταθεί στην πατρίδα του Ετέαρχου και του Μίνωα ένας αφέντης βαρβαρόφωνος. Γιατί και σύ Γαλλία θα επαναστατούσες.»
Είναι τόσο φιλελληνικός ο λόγος του Ουγκώ και τόσο υποστηρικτικός για τους αγώνες των Κρητών, που αντί επιλόγου θα παραθέσω τους στίχους που του αφιέρωσε ο Παλαμάς, το 1902, στα 100 χρόνια από τη γέννηση του : «σ' εσένα ο ύμνος, που έσπειρες και λόγοι ξαναβλάστησαν η Ωδή, το Δράμα, η Σάτιρα κ' η επική Καλλιόπη. Από βοριά προφητικού και αντάρτικου το φύσημα / τρέμουν ακόμα ολόγιομοι της Φαντασίας οι τόποι. Μα πρώτα απ' όλα ευλογητός και παινεμένος που έκραξες - Ω Μισολόγγι! Μπότσαρη! Κανάρη! Κρήτη! Ελλάδα! ...»
Σημείωση: Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, ο Ανωγειανός δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς του Βασιλείου (Αναγνώστου), (1843-1866) είναι αυτός που έβαλε το πυρ στην πυριτιδαποθήκη της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Βιβλιογραφία:
Βίκτωρος Ουγκώ, Στην εξορία, Εκδ. Ορίζοντες -Αθήνα 1954
Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική Επανάσταση (1866-1869), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ2, (1977),σελ.253-277
Πηγή : ΑΝΩΓΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.