ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Της αδικοθανατισμένης ( Δημοτικό Τραγούδι)










Της αδικοθανατισμένης ( Δημοτικό Τραγούδι)
====================================
Το δημοτικό αυτό ποίημα μπορεί κανείς να το βρει στις «παραλογές» των εκδόσεων ΕΣΤΙΑ σε επιμέλεια του Γιώργου Ιωάννου. Ο ίδιος αναφέρει : Σε άλλες παραλλαγές το τραγούδι τελειώνει με την αυτοκτονία του νέου, μόλις βλέπει την κηδεία της άτυχης κόρης. Στο τραγούδι επικρατεί ακριτική οικογενειακή και κοινωνική συγκρότηση, καθώς και φρόνημα και νοοτροπία. Ο S. Baud-Bouy εκφράζει την γνώμη, πως το τραγούδι είναι παλιό, ίσως του 14ου ή του 15ου αιώνα και πως δεν έχει φραγκική επίδραση. Ο Γ. Κ Σπυριδάκης το θεωρεί ασφαλώς παλαιότερον του 17ου αιώνος προερχόμενον πιθανώς εκ των βυζαντινών χρόνων


«Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει.

Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!

Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:

-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου , να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’αδικοθανάτισαν για’να ζευγάρι ρόδα.»






  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.