==================
Χειμώνος ώρα τόν σίτον βραχέντα οι μύρμηκες έψυχον. Τέττιξ λιμώττων αιτεί αυτούς τροφήν. Οι δέ μύρμηκες είπον αυτώ : ΄΄Διά τί τό θέρος ού συνήγες καί σύ τροφήν;΄΄
Ο δέ είπεν : ΄΄ Ούκ εσχόλαζον, αλλ΄ήδον μουσικώς΄΄
Οι δέ γελάσαντες είπον : ΄΄ Αλλ΄εί θέρους ώραις ηύλεις, χειμώνος ορχού΄΄.
...
Σύς άγριος καί αλώπηξ
======================
Σύς άγριος εστώς παρά τι δένδρον τούς οδόντας ηκόνα. Αλώπεκος δέ αυτόν ερομένης τήν αιτίαν δι΄ήν, μηδενός αυτώ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου εφεστώτος, τούς οδόντας θήγει, έφη :
Αλλ΄έγωγε ού ματαίως τούτο ποιώ΄εάν γάρ με κίνδυνος καταλάβη, ού τότε περί τό ακονάν ασχοληθήσομαι, ετοίμοις δέ ούσι χρήσομαι.
Aνήρ πλούσιος Αθηναίος μεθ΄ετέρων τινών έπλει. Καί δή χειμώνος σφοδρού γενομένου η ναύς περιετράπη. Ο δέ Αθηναίος τήν Αθηνά επικαλούμενος μυρία επηγγέλετο, εί περισωθείη. Είς δέ τις τών συννεναυαγηκότων έφη πρός αυτόν.
΄΄Σύν Αθηνά καί σύ χείρα κίνει΄΄...
Η καθημερινότητα του αγρότη
=============================
Οι συνθήκες δουλειάς στα χωράφια ήταν από δύσκολες έως απάνθρωπες. Αυτό γιατί οι δουλειές της υπαίθρου ήταν και είναι πάντα βαριές και δύσκολες, Γίνονταν γιατί έπρεπε, γιατί ήταν ζωτική ανάγκη, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο ζευγολάτης έπρεπε να σπείρει το χωράφι του με τα βόδια ή τα άλογα, αυλακιά - αυλακιά, σπυρί - σπυρί το σιτάρι, το κριθάρι, το λαθούρι ή ότι άλλο, με το βοριά να τον διαπερνά και το κρύο και τη βροχή να του τσακίζει τα κόκαλα.
Αργότερα θα 'πρεπε να σκάψει τ' αμπέλια με το ξινάρι. Να οργώσει πάλι και να σπείρει τις οψιμιές. Να τις σκαλίσει αργότερα ένα, δύο ή και τρία χέρια πολλές φορές, να τις καθαρίσει από τα ζιζάνια και να τις ποτίζει ανά τακτά διαστήματα, μένοντας μερόνυχτα ολόκληρα με τα πόδια στο νερό.
Κι ερχόταν το Καλοκαίρι, η ώρα της συγκομιδής των δημητριακών που κάτω από το λιοπύρι έπρεπε να μαζέψει στάχυ -στάχυ τον κόπο του στ' αλώνι, κι από κει, μετά τ' αλώνισμα, να τον αποθηκεύσει, για να ζήσουν άνθρωποι και ζωντανά.
Μετά τη συγκομιδή των πρώιμων, έρχεται η συγκομιδή των όψιμων, ο τρύγος, τα πατητήρια, το μάζεμα της ελιάς, το λάδι, δουλειές εξ ίσου δύσκολες και κοπιαστικές.
Ο ίδιος άνθρωπος σαν τσοπάνης, έπρεπε να φροντίζει τα ζώα του γιατί από αυτά ζούσε. Έτσι έπρεπε να τους εξασφαλίζει τροφή, νερό και ζέστη για τους κρύους μήνες του Χειμώνα, καθώς και φροντίδα στη γέννα και στον θηλασμό των μικρών.
Όταν θα 'ρχοταν ή ώρα, ο ίδιος πάλι θα άρμεγε το γάλα για να το κάνει τυρί, μυζήθρα, να βγάλει το βούτυρο και μόνος θα κούρευε το μαλλί τους για να φτιάξει ζεστές κουβέρτες. Ο ίδιος πάλι άνθρωπος, σαν οικογενειάρχης, θα έπρεπε να επισκευάσει τη στέγη του σπιτιού του. Να χτίσει ένα μανδρότοιχο ή έναν στάβλο. Να φτιάξει ένα τραπέζι ή μια πόρτα. Να φέρει νερό από την κοντινή πηγή. Να συγκεντρώσει ξύλα για το χειμώνα...
Η γυναίκα από την πλευρά της, πέρα από τούτες τις δουλειές στις οποίες συμμετείχε εξ ίσου δίπλα στον άνδρα, θα έπρεπε να προλάβει να φροντίσει τα παιδιά, να πλύνει, να μαγειρέψει, να μπαλώσει, να ψήσει το ψωμί, να συγυρίσει το σπίτι. Κι όταν το βράδυ κατάκοπη μαζευόταν στο σπίτι -ο άνδρας πήγαινε στο καφενείο- εκείνη θα έπρεπε να υφάνει στον αργαλειό, να γνέσει το μαλλί κάτω από το λιγοστό φως του λυχναριού, να διαβάσει τα παιδιά για το σχολείο...
Όλες τις δουλειές τις έκαναν οι ίδιοι άνθρωποι και όλοι, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, πρόσφεραν όσο μπορούσαν και κάτι πάρα πάνω σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Το μεροδούλι ήταν ήλιο με ήλιο, δηλαδή από την ανατολή μέχρι τη δύση του, ανεξαρτήτως εποχής. Οι καθημερινές όμως δραστηριότητες άρχιζαν αχάραγο το πρωί και τελείωναν αργά το βράδυ όταν πήγαιναν για ύπνο.
Δεν είχαν ρολόγια να μετρούν το χρόνο, όμως είχαν επινοήσει τρόπους να βρίσκουν την ώρα με ακρίβεια, παρατηρώντας τον ήλιο, τη σκιά των δέντρων την ημέρα, τ' αστέρια, τον αυγερινό, τον αποσπερίτη, την αλετροπόδα, ή μετρώντας τα λαλήματα του κόκορα, τη νύχτα.
ΟΙ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ
«Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» λέει μια λαϊκή παροιμία. Υπήρχαν και στο Βερσίτσι αγωγιάτες, όπως υπήρχαν και σε όλα τα ορεινά χωριά μας. Τους θυμάμαι, γιατί τους χρησιμοποιούσα και εγώ όταν ήμουν αναγκασμένος να φεύγω ή όταν γύριζα και είχα αποσκευές, μιας και άλλο μέσο μεταφορικό δεν υπήρχε.
Οι αγωγιάτες ήσαν άνθρωποι ικανοί στο περπάτημα, στην πεζοπορία πίσω από τα ζώα τους, πίσω από τα μουλάρια τους, που τα φόρτωναν και μετέφεραν με σταθερότητα τα εμπορεύματα των άλλων από τον ένα τόπο στον άλλο και κυρίως από τα πλησιέστερα τέρματα των αυτοκινήτων προς το εσωτερικό, όπου δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς. Και φυσικά όταν μιλάμε γι' αυτόν τον τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αποσκευών, αναφερόμαστε σε παλαιότερα χρόνια και κυρίως πριν από το 1950.
Από το 1930 μέχρι το 1950 οι αγωγιάτες ήσαν σε δράση κυρίως για κοντινές αποστάσεις. Δεν τους εμπόδιζε όμως τίποτα και για μακρινές, όπως Βερσίτσι - Πάτρα - Πύργο - Αμαλιάδα - Αίγιο - Τρίπολη. Και αυτό ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, αφού για τις μακρινές αποστάσεις χρειάζονταν δεκαπέντε ώρες για να πάει κανείς και δεκαπέντε για να γυρίσει. Ξεκίναγαν για παράδειγμα τα μεσάνυχτα από το Βερσίτσι, για να φτάσουν το βράδυ της άλλης ημέρας στην Πάτρα ή σε άλλη πόλη. Σαν δεν πρόφταναν να φτάσουν αυθημερόν, κοιμούνταν στα προάστια, για να σηκωθούν πολύ πρωί την άλλη μέρα να μπουν στην πόλη, να κάμουν τα ψώνια τους και το απόγευμα να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
Είχαν γνωστά δικά τους μαγαζιά, όπου ψώνιζαν φτηνά κυρίως ζάχαρη, ρύζι, καφέ, μακαρόνια, βακαλάους, καραμέλες, κουβαρίστρες, κανελλογαρύφαλλα, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες και άλλα μικροπράγματα. Ενώ πήγαιναν καβάλα, γύριζαν πεζοί μέρα και νύχτα πίσω από τα φορτωμένα μουλάρια τους, τα οποία γνώριζαν σταθερά τον δρόμο και το πάτημα και οι αγωγιάτες τα ακολουθούσαν βήμα - βήμα κουρασμένοι, κάθιδροι και ακόμη μισονηστικοί..
Αυτά ήσαν τα μεγάλα αγώγια, αραιά και περιορισμένα. Και αν πούμε ότι παρακαλούσαν να έχουν κάθε τόσο ένα αγώι, αυτό δεν είναι υπερβολή, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Ακόμα και το τάλιρο ήταν υπολογίσιμο, εξ ου και η παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη».
''Θα έλεγα πως ο Έλληνας δεν έχει εφοδιαστεί ή δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα να μαθαίνει. Και όχι προς Θεού για να το παρακάνει, αλλά για να αποκτά όσες γνώσεις χρειάζονται για μια πληρέστερη αυτογνωσία και αυτοπροστασία. Προσωπικά πιστεύω πως αν οι Έλληνες ήξεραν καλά τον τόπο τους. την ιστορία τους, τον πολιτισμό και τον χαρακτήρα τους, θα ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένοι στις κάθε λογής ξενηλασίες.''
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.