
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΛΕΞΕΩΝ
=======================
θεπιστίν το | η κουβέντα (κάθε τόσο) για το ίδιο πράγμα ~ θεπιστίν Κάρπαθος |
θεπέσα τα | μαϊμουδίσματα | καραγκιοζιλίκια ~ θεπέσα Πόντος |
θεπέκ το | μεγάλος αετός ~ θεπέκ Πόντος |
θεόψυχα | ολόψυχα ~ θεόψουχα Τσακώνικα | θεόψυχα Ζάκυνθος, Θήρα, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύ |
θεόχαρος | που έχει τη χάρη του θεού ~ θεόχαρος Πόντος |
θεοχαρίτωτος | που έχει πολλές χάρες ~ θεοχαρίτωτος Πόντος |
θεούρι το | κάτι πολύ μεγάλο | μεγαλόσωμος και ανόητος μαζί ~ θεούζι Τσακώνικα | θεούρι Αρκαδία, Λακωνία, Μάν |
θεοφωνάρα η | πολύ δυνατή φωνή ~ θεοφωνάρα Ζάκυνθος |
θεουλάκι το | αστέρι ~ θεουλάκι Μέγαρα |
θεότσιτσος | θεόγυμνος ~ θεότσιτσος Κάρπαθος, Ρόδος | |
θεοφχησμένος | που έχει την ευχή του θεού ~ θεοφχησμένος Νάξος |
θεοταρνανάς ο | μεγάλη σύγχυση ~ θεοταρνανάς Ζάκυνθος |
θεοσταυρωμένο το | το υγιές και αρτιμελές νεογέννητο ~ θεοσταυρωμένο Νίσυρος |
θεόσπιτο το | μεγάλο σπίτι | αρχοντόσπιτο ~ θεόσπιτο Ζάκυνθος, Κεφαλονιά |
θεόσκυλος ο | μεγάλος σκύλος ~ θεόσκυλος Κεφαλονιά |
θεοσκοτωμένος | πολύ κουρασμένος | αποκαρδιωμένος | άπιστος ~ θεοσκοτωμένος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Ήπειρος, |
θεοσκοτώνουμαι | έχω χτυπήσει άσχημα ~ είμαι πολύ κουρασμένος ~ θεοσκοτώνουμαι Ηλεία |
θεοσήμαδος | γεμάτος σημάδια ~ θεοσήμαδος Μάνη |
θεοσέντονο το | μεγάλο σεντόνι ~ θεοσέντονο Κεφαλονιά |
θεόπουλο το | το πουλί του ουρανού (όχι αυτό που είναι στο κλουβί) ~ θεόπουλο Αρκαδία, Αχαΐα ~ θιόπουλου Ιωάννινα |
θεοποντή η | δυνατή βροχή | κακοκαιρία ~ θεοποντή Βλαστός 1931, Αρκαδία, Κεφαλονιά ~ ουδέτερο: θεοπόγκι Τσακώνικα | θεοπόντι Βλαστός 1931, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κεφ |
θεοπλερώματα τα | τιμωρίες από το θεό ~ θεοπλερώματα Κέρκυρα |
θεοπλέρωτος | τιμωρημένος από το θεό ~ θεοπλέρωτος Κέρκυρα |
θεόπελλος | θεοπάλαβος ~ θεόπελλος Κύπρος |
θεοπάπλωμα το | μεγάλο πάπλωμα ~ θεοπάπλωμα Κεφαλονιά |
θεοξούριστος | σπανός ~ θεοξούριστος Αχαΐα, Κύπρος, Πόντος | θεοξύριστος Πόντος | θιοξούρστους Σάμος |
θεομάγκουφος | μαγκούφης | παντέρημος ~ θεομάγκουφος Μάνη |
θεομόναχος | μονάχος | έρημος ~ θεομόναχος Κεφαλονιά, Νάξος |
θεοκοφούμενε | κουράζομαι πολύ ~ θεοκοφούμενε Τσακώνικα |
θεοκούζουλος | θεότρελος ~ θεοκούζουλος Κρήτη |
θεοκερατάς | μεγάλος κερατάς ~ θεοκερατάς Ζάκυνθος, Μάνη | θιουκιρατάς Σαρακατσάνικα |
θεοκαταραμένος | θεοκατάρατος ~ θεοκαταραμένος Κεφαλονιά |
θεοκάραβο το | μεγάλο καράβι ~ θεοκάραβο Κύθνος |
θεογούρουνο το | μεγάλο γουρούνι (λέγεται και σαν βρισιά) ~ θεογούρουνο Ζάκυνθος |
θεογκαλώ | επικαλούμαι τον θεό | φωνάζω οργισμένα ~ θεογκαλιώ Κάρπαθος | θεογκαλώ Κύθνος, Νίσυρος, Ρό |
θεόγουβος | μουγκός ~ θεόγουβος Μάνη |
θεογελάστρια | πονηρή | έξυπνη ~ θεογελάστρια Τσακώνικα |
θεογιάδα α | θεογελάστρια ~ θεογιάδα Τσακώνικα |
θεογέλαστος | κακότροπος ~ θεογέλαστος Ζάκυνθος |
θεόβρετος | σε κατάρα: που να τον βρει η θεία κρίση ~ θεόβρετος Βλαστός 1931, Θεσπρωτία, Λευκάδα | θιόβριτους Ιωάννινα |
θεοβούνι το | μεγάλη πέτρα ~ θεοβούνι Ηλεία |
θεόβουδο το | μεγάλο βόδι | πολύ κουτός ~ θεόβουϊδο Κύθηρα | θεόβουδο Πάρος |
θεόβαρος | πολύ βαρύς ~ θεόβαρος Μάνη |
μισθωτός που πρόσεχε τις θημωνιές από τα ζώα και τη φωτιά ~ θεμωνοφύλακας Μέγαρα
θεμωνότοπος ο | ο χώρος δίπλα στο αλώνι όπου θημωνιάζουν τα στάχια ~ θεμωνότοπος Κύθηρα, Μέγαρα, Χάλκη |
θεμωνοτόπι το | κυκλικός ξερότοιχος που στο εσωτερικό του έβαζαν τα δεμάτια που ήταν για αλώνισμα ~ θεμωνοτόκι Τσακώνικα | θεμωτόκι Τσακώνικα | θεμωνοτόπι Αρκαδία |
προς τα εδώ ~ θέμπερα Πόντος
θελματοπλέρωτος | πεισματάρης ~ θελματοπλέρωτος Πόντος |
θελκοβολέα η | το γένος των γυναικών ~ θελκοβολέα Πόντος |
θελομπούρα η | θολωμένο υγρό ~ θελομπούρα Αχαΐα |
θελημός ο | θέληση (λόγιο) ~ θελημός Αμοργός |
θελησιά η | παράστημα (λόγιο) ~ θελησιά Κύπρος |
θέλος το | θέληση ~ θέλος Μέγαρα |
θεληματάρης ο | ο πρώτος μούστος που βγαίνει, πριν πατηθούν ακόμα τα σταφύλια ~ θεληματάρης Κάρπαθος |
θέλσιμον το | θέληση ~ θέλσιμον Πόντος |
θεμελιόπετρα η | θεμέλιος λίθος (λόγιο) ~ θεμελιόπετρα Κέρκυρα | θεμελόπετρα Αρκαδία |
θεληκαρτσένικοι οι | θηλυκοί και αρσενικοί μαζί ~ θεληκαρτσένικοι Κάρπαθος |
θεληκάρης ο | κριάρι που γίνεται πατέρας μόνο θηλυκών αρνιών ~ θεληκάρης Κάρπαθος |
θελέσπι το | θεριό | θεόρατος | κάτι το ογκώδες ~ θελέσι Λευκάδα | θελέσπι Αρκαδία | θελέσπιο Θεσπρωτία | θιλέσπιου Ιωάννινα ~ αρσενικό: θιλέσπιους Ιωάννινα ~ θηλυκό: θελέσπια Κέρκυρα |
θελεσινά | θεληματικά | εκούσια (λόγιο) ~ θελεσινά Πόντος |
θελεκιάζω | κουμπώνω | κάνω κουμπότρυπες ~ θελεκιάζω Πόντος |
θέλα η | θολούρα | το θόλωμα της όρασης ~ αθέλα Λακωνία | θέλα Ζάκυνθος, Λακωνία, Σάμο |
θελείνεμον το | θέληση ~ θελείνεμον Πόντος |
θεκλεύουμαι | αστειεύομαι (λόγιο) | κουτσομπολεύω ~ Πόντος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.