ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ Ή ΑΛΛΙΩΣ,,,,''Μορμολύκειον ή μορμολυκείον ''















ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ
=============
Στ' αμπέλι κάποιο καλοκαίρι
για να μη πάει η σοδειά χαμένη
στήσανε σκιάχτρο μέσ' στη μέση
με σκούπα πάνω του δεμένη.
Κι όποιο πουλάκι πεινασμένο
έφτανε εκεί λίγο να φάει
τρόμαζε κι έψαχνε κάτι άλλο
να βρει για να τσιμπολογάει.
Κι όλοι φοβόντουσαν το σκιάχτρο
καθώς το κούναγε ο αέρας
και οι σκαντζόχοιροι ακόμα
το πέρναγαν για κάποιο τέρας.
Οι αλεπούδες μαζευτήκαν
στο φράχτη μεσ' στις κληματσίδες
κι η μια στην άλλη ψιθυρίζαν
αυτά είν' ακόμα αγουρίδες.
Σύσκεψη κάναν τα κοράκια
και σχεδιάζαν επιθέσεις
μα είπανε ας μη βιαστούμε
μήπως καλές έχει προθέσεις.
Κάποιος πετάει την ιδέα
ν' αρχίσουνε διαπραγματεύσεις
κι όσο να βρουν αντιπροσώπους
χαθήκανε στις διαβουλεύσεις.
Καλέσαν να τους ορμηνέψει
μια κουκουβάγια νυσταγμένη
που φήμη είχε αποκτήσει
σαν πιο σοφή στην οικουμένη.
Μελέτησε το πρόβλημά τους
κι είπε χωρίς πολυλογία
μια λύση υπάρχει κι αυτή είναι
η μακροχρόνια πολιορκία.
Μια μέρα ήρθε ένα πουλάκι
τυφλό από γεννησιμιού του
το 'σκαγε πάντ' απ' τη μαμά του
και έκανε του κεφαλιού του.
Πήγε και έκατσε στο σκιάχτρο
το πέρασε για κάποιο φράχτη
και σα δε βρήκε τι να φάει
έβγαλ' εκεί όλο το άχτι.
Του 'κανε τρύπα στο κεφάλι
που 'φτανε μέχρι και τον πάτο
και είδαν όλοι εκεί τριγύρω
πως ήταν άχυρα γεμάτο.
Τότε ορμήσαν τα κοράκια
μέσα στο ξέφραγο αμπέλι
κάποιος ψιθύρισ' ένα «κράτει»
αυτά όμως πέσανε στο μέλι.
Και δεν αφήσαν ούτε ρόγα
γέμισαν κουτσουλιές το χώμα
και το τυφλό πουλάκι τρώει
στο σκιάχτρο άχυρα ακόμα.
Κι όσο εσείς θα πολεμάτε
να ξεπαστρέψετε τα σκιάχτρα
να ξέρετε πως κερδισμένα
θα βγαίνουν πάντα τα κοράκια.
Ανατολή Παπανότη














Σκιάχτρα : Ερημιά και μοναξιά, στα χωράφια και στα μποστάνια...
==================================================

Προαιώνιοι φύλακες στα χωράφια, στ' αμπέλια, στα περιβόλια, στους κάμπους, στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

«Γλυπτά», αυτοσχέδια δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, με φόντο την ύπαιθρο, ταπεινά ανθρώπινα ομοιώματα, που όρισαν στη ζωή τους να «φυλάνε Θερμοπύλες» συμβάλλοντας στην προσπάθεια των ανθρώπων της γης για καλή σοδειά.

Διαχρονικές παρουσίες που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων - συνυφασμένες με την καρποφορία της γης και την τοπική, παραδοσιακή, αγροτική λαϊκή ζωή.

Στέκουν εκεί καταμεσής ή στην άκρη του χωραφιού, παράξενες φιγούρες, φόβητρο κάθε ιπτάμενου ή επίγειου «εισβολέα» που επιβουλεύεται τον καρπό της σποράς, τον ανθό του δέντρου, τη βλάστηση. Ακοίμητοι φρουροί, σιωπηλοί αγροφύλακες που με την παρουσία τους αποτρέπουν κάθε «εχθρό».

Στόχος τους είναι να αποτρέπουν κάθε επίδοξο εισβολέα που επιβουλεύεται τους ιερούς καρπούς της γης. Να φοβίζουν - «σκιάζουν» - κάθε εναέριο (σπουργίτια, καρακάξες, άλλα πουλιά), αλλά και επίγειο «εχθρό» (αλεπούδες, κουνάβια, ασβούς κ.ά.).

Προστατεύουν τη φυτική παραγωγή (αμπέλια, καλαμπόκια, βερικοκιές, συκιές, ροδιές) από τα πουλιά, αλλά τα βρίσκουμε συχνά και σε μικρές κτηνοτροφικές μονάδες (μαντριά) αφού, συχνά, σ’ αυτές υπάρχει κοτέτσι με πουλερικά ή περιστεριώνας όπου υπάρχουν αυγά που μπαίνουν στο στόχαστρο του «εχθρού».

Συνεργάτες και αγόγγυστοι βοηθοί στην δούλεψη των αγροτών. Στηριγμένα σε πασσάλους ή στους φράχτες των αγρών τα σκιάχτρα, με στητό παράστημα, «φρουροί» παντός καιρού, «υπερασπίζονται σθεναρά» το μόχθο αυτών που τα τίμησαν με την επιλογή τους.

Ντυμένα με αποφόρια, κουρέλια και άλλα ταπεινά άχρηστα υλικά - τα τελευταία χρόνια προστέθηκε το πλαστικό - φορώντας το ψαθάκι ή κάποιο άλλο «σκιάδι», γραφικά και παράξενα, παριστάνουν τους «μπαμπούλες» στα σπουργίτια, ή σε άλλα μεγαλύτερα πουλιά.

Κάποια «προτιμούν σπορ εμφανίσεις». Το «αρσενικό φύλο» κυριαρχεί στη φυλή των σκιάχτρων. Ωστόσο οι «γυναίκες - σκιάχτρα» κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους στον «ανδροκρατούμενο» αυτό χώρο, διεκδικώντας «ισότιμη παρουσία»!

Τα περισσότερα σκιάχτρα παραμένουν πιστά, πειθαρχημένα στο «καθήκον» που έχουν αναλάβει, στέκουν όρθια επί μήνες, ακόμη και χρόνια. Αγέρωχα, με τεταμένα χέρια, - ένδειξη ετοιμότητας και άμεσης δράσης - παρά την προκλητική στάση των σπουργιτιών που αψηφώντας τους κινδύνους τα κουτσουλάνε στο κεφάλι και τους ώμους.

Ακούνητα - αμίλητα - αγέλαστα, χωρίς να εκπέμπουν τον παραμικρό ήχο, άλλοτε με βλοσυρό, αυστηρό ύφος, άλλοτε με γαλήνιο και απλανές, τρομάζουν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη μόνο με την παρουσία τους.

Μοναδική κίνηση επάνω τους είναι αυτή που προκαλείται με το περαστικό αεράκι, το οποίο παρασύρει μαζί του τα μανίκια και τα κάνει να αιωρούνται δίνοντάς τους ψευδαίσθηση ζωής.

Όταν όμως το σκιάχτρο είναι όλο κι όλο ένα «πουκάμισο αδειανό» , τότε ο αέρας το πάλλει αδιάκοπα, το κάνει να τρέμει σύγκορμο, χορευτική σιλουέτα ελκυστική στο ανθρώπινο μάτι, μα απωθητική για όσους καραδοκούν και επιβουλεύονται τους ιερούς καρπούς της γης.

Ωστόσο, κάποια λυγίζουν, γέρνουν, δεν αντέχουν την πολύμηνη «αγρύπνια και εγρήγορση». Σταδιακά ξεθωριάζουν τα ρούχα τους, χαλαρώνουν τα χέρια τους, αλλάζουν στάση, ή ξαπλώνουν κατάχαμα να «ξαποστάσουν, εγκαταλείποντας την προσπάθεια, εξαντλημένα από την κούραση».

Το στήσιμό τους αρχίζει την άνοιξη προτού μεστώσουν οι καρποί. Παραμένουν όλο το καλοκαίρι με τα κουρελιασμένα ανθρώπινα ρούχα τους, τα γεμισμένα με άχυρα ή πριονίδια σώματά τους, διακοσμητικά στοιχεία ανάμεσα σε καταπράσινες θάλασσες αλλά και ψηλά βουνά.

Όταν τελειώνει η συγκομιδή των καρπών, το μεσοφθινόπωρο, θα γκρεμιστούν και θα καούν σ' ένα αγροτικό πανηγύρι σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα. Γίνονται τα λεγόμενα κάψαλα. [ Τα κάψαλα ή αλλιώς οι πυροβασίες, είναι πράξη κατά την οποία ανάβονται φωτιές στις πλατείες, στους δρόμους ή και στις αυλές, και οι άνθρωποι πηδούν από πάνω τους τρεις φορές, κρατώντας με το ένα χέρι στο κεφάλι μια πέτρα και με το άλλο την βράκα τους για να μην καεί, δήθεν για να εξαγνισθούν ψυχή τε και σώματι, και να ξορκιστεί το κακό και οι αρρώστιες! Και αυτό γιατί η φωτιά είχε τα παλιά χρόνια καθαρκτική ιδιότητα και οι άνθρωποι με την ομοιοπαθητική μαγεία την μεταχειρίζονταν και στη ζωή τους, νομίζοντας ότι θα απαλλαγούν από ότι κακό τους απειλούσε, χωρίς να γνωρίζουν ότι πίσω από όλα αυτά υπήρχαν δαιμονικές παρουσίες και θλιβερές επιρροές για την ζωή τους.
Ο κλήδονας είναι τρόπον τινά η συνέχιση τελετών που γινόντουσαν στα αρχαία χρόνια στα μαντεία, όπου εκεί «προφητεύονταν» δήθεν τα μελλούμενα και «αποκτιόταν» η δύναμη του ήλιου με μαντικές πρακτικές, ενώ σήμερα κατά την συνήθεια του κλήδονα λέγονται διάφορες λέξεις, στιχάκια, λόγια και φράσεις, ακόμα και αδιάντροπου ερωτικού και σατιρικού περιεχομένου, χάριν της νομιζόμενης ψυχαγωγίας! Επίσης, οι κοπέλες πίνουν το αμίλητο νερό, δηλ. κρατούν το νερό μέσα στο στόμα τους, μέχρι να μάθουν το όνομα του άνδρα που θα παντρευτούν, ή φτιάχνουν πίτες για να αποκαλυφθεί στον ύπνο τους το παλικάρι που θα πάρουν.]

Ανάβονται φωτιές «μπαμπαλούνες» με ξερά χορτάρια και σταροκαλαμιές. Πάνω σε αυτές καίνε τα σκιάχτρα. Οι αγρότες με τα παιδιά τους πηδάνε πάνω από τις φωτιές και στη συνέχεια γλεντοκοπάνε με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς.





















Στην αρχαιότητα και στην τέχνη...
-----------------------------------------------
Μορμολύκειον ή μορμολυκείον λεγόταν το σκιάχτρο στην αρχαιότητα. Κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ, τη Λάμια και την Εμπουσα, κακοποιά, δαιμονικά πνεύματα, με μορφή και ιδιότητες ακαθόριστες.

Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήταν προσωπίδα που παρίστανε την Μορμώ και φοβέριζαν με αυτήν τα μικρά παιδιά.
Από το μορμολύκειο βγήκαν οι λέξεις μορμολύπτω που σημαίνει φοβερίζω, μορμολύκη και μορμολυκία που σημαίνει φοβιτσιάρα, μορμορωπός και μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο τρομερός,

μόρμορος και μόρμος που σημαίνει φόβος, μορμόνα, μορμή, η καταπληκτική στην όψη, μορμύνω και μορμύσσομαι που σημαίνουν, φοβερίζω, τρομάζω κάποιον, φοβούμαι, τρέμω, σκιάζομαι.

Η Λάμια όπως πιστεύει ο λαός, σαν κακή αδηφάγος γυναίκα, μεταφορικά είναι και η νόσος ταινία.

Στην αρχαιότητα έλεγαν «μορμώ του θράσους» που θέλει να πει, μωρέ θρασύτητα που την έχει.

Η διαχρονική παρουσία των σκιάχτρων, ο ρόλος αλλά και ο συμβολισμός τους ενέπνευσαν τη λαϊκή και την καλλιτεχνική φαντασία.

Αναφορές τους υπάρχουν σε αρχαιοελληνικά κείμενα («Ειρήνη» - «Θεσμοφοριάζουσες» - «Βάτραχοι»), ενώ αιώνες αργότερα τα συναντάμε ως σύνδεσμο παγανιστικών με χριστιανικές τελετές, αφού προσλαμβάνουν ανθρώπινες διαστάσεις σε έθιμα που σχετίζονται με την γονιμότητα της γης, μιας και για την ευφορία της έχουν συμβάλει καθοριστικά.
Σκιάχτρα επίσης συναντάμε σε παραμύθια, τραγούδια, παιδικά παιχνίδια. Ανάλογος είναι ο συμβολισμός τους όταν συναντώνται σε νεότερα λογοτεχνικά, εικαστικά, μουσικά έργα, ενώ ο χαρακτήρας τους αλλάζει σε σύγχρονες καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Το σκιάχτρο έχει βασικό ρόλο στις μιμικές και αυτοσχέδιες λαϊκές θεατρικές παραστάσεις, στο προαισθητικό θέατρο, που γίνονται σε μερικούς τόπους ενώ έχει σχέση και με τις σύγχρονες διονυσιακές αποκριάτικες γιορτές μας.

Από το σκιάχτρο σαν άσχημο και φοβερό αντικείμενο έβγαλε ο λαός μερικές παροιμιώδεις φράσεις με τις οποίες χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που είναι στοιχείο κακοποιό ή τέρας στην ασχήμια. Έτσι για τον κακό άνθρωπο λέει πως είναι το «σκιάχτρο στο χωριό» και για τον άσχημο άνδρα ή γυναίκα, λέει «να την δεις είναι σαν σκιάχτρο» ή «πως πήρε γυναίκα του αυτό το σκιάχτρο»!

Ξεχωριστή κατηγορία σκιάχτρων αποτελούν αυτά που βρίσκονται σε μικρές κτηνοτροφικές μονάδες (μαντριά), στις παρυφές, ή και έξω από τα χωριά.
Συνήθως στους χώρους αυτούς υπάρχουν και κοτέτσια με πουλερικά τα οποία υφίστανται τις ανελέητες επιθέσεις από «τα πιο άτιμα πουλιά», όπως χαρακτηρίζουν οι κτηνοτρόφοι τις καρακάξες. Οι καρακάξες επιτίθενται και καταστρέφουν τρώγοντας τα αυγά, προκαλώντας, ταυτόχρονα, μεγάλη αναστάτωση στο κοτέτσι. Τα σκιάχτρα του είδους προφυλάσσουν επίσης τα κοτέτσια (αλλά και τους περιστεριώνες όπου υπάρχουν) από τις επισκέψεις των ασβών, κουναβιών και αλεπούδων. Παρά το γεγονός ότι τα παραδοσιακά σκιάχτρα, με τη μορφή ανθρώπινων ομοιωμάτων, συνεχίζουν να κυριαρχούν στην ύπαιθρο και να συμβολίζουν με την παρουσία τους τον αγροτικό βίο της χθεσινής αλλά και εν πολλοίς της σημερινής τοπικής κοινωνίας, εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται δειλά - δειλά νέες τεχνικές προστασίας της καλλιέργειας που και αυτές παρουσιάζουν το δικό τους ενδιαφέρον.Διαφέρουν από τα παραδοσιακά σκιάχτρα ως προς τα υλικά, τη μορφή και την τεχνική τους, παύουν να είναι ανθρωπόμορφα. Η «ανθρώπινη» φιγούρα που δέσποζε επί αιώνες στο χωράφι και απέτρεπε τον παντός είδους εχθρό, δίνει τη θέση της σε πιο σύνθετες κατασκευές.

Τη θέση του ξύλου, του υφάσματος και του άχυρου, τείνουν να πάρουν το μέταλλο, το γυαλί και το πλαστικό. Παράλληλα έχουμε τη μεγάλη ανατροπή, αφού τη θέση του παραδοσιακού σκιάχτρου της προβιομηχανικής εποχής, παίρνει η σύγχρονη τεχνολογία με τη μορφή της μηχανής. Ο λόγος για το «κανονάκι», που δημιουργεί εκκωφαντικούς κανονιοβολισμούς, ικανούς να τρομάξουν όχι μόνο τα ζώα, αλλά και ανυποψίαστους ανθρώπους.

Άλλες μορφές σκιάχτρων είναι οι «αντικατοπτρισμοί». Οι αγρότες τοποθετούν σε διάφορα σημεία του χωραφιού τους λεπτούς μεταλλικούς στύλους, από τους οποίους κρέμονται, από σπάγκο ή λεπτό σύρμα, μικροί καθρέφτες. Με το παραμικρό θρόισμα του ανέμου οι καθρέφτες αιωρούνται και διαδοχικά απεικονίζουν τμήματα του αγρού, του ευρύτερου περιβάλλοντος ή και του ουρανού. Όταν σ' αυτούς καθρεφτίζεται ο ήλιος, εκπέμπεται εκτυφλωτική λάμψη που αιφνιδιάζει τα πουλιά και τα υπόλοιπα ζώα, οδηγώντας τα σε παραίτηση από την προσπάθειά τους. Παρεμφερής τεχνική με ανάλογο αποτέλεσμα είναι αυτή που θέλει στη θέση των καθρεφτών, λείες ανοξείδωτες λαμαρίνες. Μια ακόμη τεχνική που χρησιμοποιείται, αποτελείται από αυτοσχέδιο μηχανισμό ο οποίος φέρει μικρούς έλικες που περιστρέφονται με τον αέρα. Η κίνηση των ελίκων αλλά και ο ελάχιστος θόρυβος που εκπέμπουν, αποτρέπουν τις προσγειώσεις στις καλλιέργειες. Ο μικρός έλικας λειτουργεί συνήθως αυτόνομα, τοποθετημένος σε ξύλινο ή μεταλλικό στύλο, ή ενσωματωμένος σε ανθρωπόμορφο σκιάχτρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε και συνδυασμό του έλικα με μικρά αιωρούμενα κουδούνια και έτσι κίνηση και ήχος λειτουργούν πιο αποτελεσματικά.

















ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ Ή ΑΛΛΙΩΣ,,,,''Μορμολύκειον ή μορμολυκείον ''
==================================================

Το σκιάχτρο, σαν αντικείμενο και σα λέξη, γεν­νήθηκε από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτό αποκαλύπτουν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς σε πολλά έργα τους,
«Μορμολύκειον ή μορμολυκείον» λεγότανε το σκιάχτρο στην αρχαιότητα, που σήμαινε φόβητρο και κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ, ένα από τα κακοποιά δαιμονικά πνεύματα, τη Λάμια και την Έμπουσα, με μορ­φή κι ιδιότητες ακαθόριστες, που συγχέονται με τις Νεράιδες. Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήτανε προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ και φοβερίζανε τα μικρά παιδιά.
Συγγενικές με το «μορμολύκειο» είναι οι αρ­χαίες λέξεις: μορμολύττομαι (φοβερίζω), μορμυρίζω (επίσης), μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο άσχημος, ο κακοφτιαγμένος, ο φοβερός, ο τρομερός, ο απαίσιος στην όψη άνθρωπος κ.ά..
Ο Αριστοφάνης αναφέρει το σκιάχτρο στις κω­μωδίες του: «Θεσμοφοριάζουσες», «Όρνιθες», «Βάτραχοι», «Αχαρνής», «Ειρήνη», «Ιππής». Στην «Ειρήνη» (στίχος 474). Τρυγαίος: «Κακό ειν’ αυτό, βρε Λάμαχε, που κάνεις· μπαίνεις μεσ’ στα ποδάρια μας· αυτό σου το σκιά­χτρο δε μας χρειάζεται, άνθρωπέ μου.


Το σκιάχτρο έχει κι ένα βασικό «ρόλο» στις μιμικές κι αυτοσχέδιες λαϊκές θεατρικές παρα­στάσεις, στο προαισθητικό θέατρο, που γίνεται σε μερικούς τόπους μας. Κι έχει σχέση με τις σύγχρονες αποκριάτικες γιορτές μας
Τα σκιάχτρα, το στήσιμό τους στην ύπαιθρο γίνεται όλο το χρόνο για όλες τις καλλιέργειες, αλλά κανονικά αρχίζει από την άνοιξη, προτού μεστώσουν οι καρποί και τα γεννήματα, και κορυ­φώνεται τους καλοκαιριάτικους μήνες και το φθινόπωρο, όταν όλα είναι καταπράσινα και φορτωμένα από καρπούς και φρούτα.
Σαν τελειώσει η συγκομιδή, η σοδειά, στο μεσοφθινόπωρο, και στερνά από το Σταυρό καν τη γιορτή τους , «σαν ο δραγάτης, ξυπνητός απάνω από τ’ αμπέλι», τραγουδά ο Άγγελος Σικελιανός, ο φύλακας που κοιμάται στη χορτάρινη καλύβα του, θα χαλάσει την πρόχειρη κατοικία του και θα την κάψει, τότε γκρεμίζουνται και τα σκιάχτρα και καίγουνται μέσα στα χωράφια, σ’ εν’ αγροτικό πανηγύρι. Γίνονται τα λεγόμενα «κάψαλα». Ανάβουνται φωτιές, «μπαμπαλούνες», με ξερά χορτάρια, τις «αράπες», και σταροκαλαμιές. Πάνω σ’ αυτές καίνε τη δραγάτικη καλύβα και το σκιάχτρο. Οι αγρότες με τα παιδιά τους πηδάνε πάνω από τις φωτιές, λένε «και του χρόνου», και στη συνέχεια γλεντοκοπάνε με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς.
«Ποπ αρτ» (popular art) είναι τα θαυμάσια δημιουργήματα από τους αγρότες μας. «Ποπ αρτ» είναι τύπος λαϊκής τέχνης, που αντηχεί στα πλατιά στρώματα, στα λαϊκά. Εικονίζει οτιδήποτε πα­ρακατιανό. Όσο πιο τιποτένια είναι τα αντικείμενα, τόσο πιο καλοδεχούμενα γίνονται απ’ αυτήν (την ποπ αρτ). Η ποπ βασίζεται στον ντανταϊσμό (αντιτέχνη) και στο σουρρεαλισμό (πέρα από το ρεαλισμό).


























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.