ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013



Η ΜΠΙΣΤΙΚΗ ΣΥΖΥΓΟΣ                                            Η ΜΠΙΣΤΙΚΗ ΣΥΖΥΓΟΣ = Η ΠΙΣΤΗ
                                                                                                                                  ΣΥΖΥΓΟΣ
==================
Μιά κόρη συναπόβγαινε τον άντρα τση ς΄τά ξένα,
κρατεί κερί καί φέγγει του ποτήρι καί κερνά τον,
κι ' όσα ποτήρια τόν κερνά τόσα λόγια τού λέει.
- Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κ' ήντα μου παραγγέρνεις;
-΄Αν λείπω μήνα, μή λουστής καί χρόνο μήν αλλάξης,
κι' άν λείπω το τριαντάχρονο,τόμ πόρο μήν πορίσης.
Περνά ο μήνας νά λουστή κι' ο χρόνος δέν αλλάσσει,
περνά καί τό τριαντάχρονο ΄ς τήμ πόρτα δέν προβέρνει.
Μ' απάνω ΄ς τό τριαντάχρονο η κόρ' ελιγοψύχα,
καί πέρνει τό χρυσό σταμνί καί τ' αργυρ' αλυσίδι,
' ς τή στράτα τσή συναπαντά ώμορφος καβαλάρης.
- Πάρε ' ς τήμ πάντα, λιγερή, μή σέ πατήσ' ο μαύρος.
- Μά ΄μένα μαύρος δέν πατεί, σάν θέλη ο καβαλάρης.
-Ανάσυρε, κόρη, νερό νά πιούν τά διψασμένα,
νά πιώ εγώ κι' ο μαύρος μου καί τά λαγωνικά μου.
Σαρανταδυό σταμνιά ΄συρε, καί δέν αναντρανίζει,
κι' απάνω 'ς τά σαρανταδυό τά ΄μάθια τση σφουγγίζει.
- Κόρη, κι' άν κλαίς γιά τό νερό κι' άν κλαίς γιά τό πηγάδι,
κι' άν κλαίης γιά τόν κόπο σου νά σού τόνε πληρώσω.
-Δέν κλαίω ' γω γιά τό νερό μηδέ γιά τό πηγάδι,
Μά κλαίω γιά τόν άντρα μου τόν πολυταξειδιάρη,
τριαντάχρονό ' νε σήμερο, ξένε! ' πού δέν τόν είδα.
- Γιά ' πέ μου τά σουσούμια του μή τύχη καί τόν είδα,
- Λιγνό ' τον τό κορμάκιν του ωσάν καί τό δικό σου,
' ψηλή λιγνή η μέση του σάν καί τήν εδική σου.
Κοκκινομηλοπρόσωπος σάν καί τήν αφεδιά σου,
Μαύρος ήτον ο μαύρος του ωσάν τόν εδικό σου.
-Κόρη μ΄, οψές τόν εύρηκα 'ς τόν κάμπο ' ξαπλωμένο,
Μαύρα πουλιά τόν τρώγανε κι ' άσπρα τόν τριγυρίζα,
κι ' ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε νά φάη.
- Φάε κ' εσύ, καλό πουλί, απ΄αντρειωμένου πλάταις,
νά κάμης πήχυ τό φτερό καί πιθαμή τ' ανύχι.
- ΄Αστε πουλιά , τή γλώσσα μου καί τή δεξιά μου χέρα,
γιατί θά κάμω μιά γραφή τσή μάννας μου νά πέψω,
νά τή διαβάζ' η μάννα μου, νά κλαίη η ξανθή μου,
νά τή διαβάζη η ξανθή, νά κλαίν' οι γιέδικοί μου.
- Κόρη μ', εγώ τόν έθαψα κάτω ' ς τσ' ανύδρους κάμπους,
καί μ΄άφησε παραγγελιά, γυναίκα νά σέ πάρω.
Βαστώ σ' ασήμια νά φορής, χρυσάφια νά τά βάνης,
μαργαριτάρ' ατίμητα νά βάνης 'ς τό λαιμό σου,
κ' έχω καί σπίθια καί κελιά νά μπαίνης καί νά βγαίνης.
- Φωθιά νά μπή 'ς τά σπίθια σου καί λαύρα 'ς τά κελιά σου,
κ' εμένα τό κορμάκι μου δέν πέρνει άλλον άντρα.
Καί τρέχουν τά ματάκια τση σάν κρουσταλένια βρύσι.
Γεμίζει τό χρυσό σταμνί 'ς τό σπίτι νά γυρίση,
κ΄εσφούγγιξε τά μάθια τση γιά ν' αποχαιρετίξη,
κι, αναντρανίζει ταπεινά 'ς τό μαυροκαβαλάρη,
κ΄εκείνη τόν εγνώρισε,................

ΛΙΓΟΨΥΧΩ = ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ,ΛΑΧΤΑΡΩ,(ΟΛΙΓΟΣΤΕΥΕΙ Η ΨΥΧΗ, ΟΛΙΓΟΨΥΧΟΣ)
ΤΟΝ ΠΟΡΟ ΜΗΝ ΠΟΡΙΣΗΣ= ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΗΝ ΕΞΕΛΘΕΙΣ...ΠΟΡΟΣ=ΕΞΟΔΟΣ, ΘΥΡΑ, ΔΙΟΔΟΣ, ΠΟΡΤΙ=ΜΙΚΡΑ ΘΥΡΑ,
ΛΙΓΕΡΟΣ, ΛΙΓΕΡΗ, ΛΙΓΗΡΟΣ...=ΕΥΛΙΓΙΣΤΟΣ, ΛΕΠΤΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΣ
ΛΑΓΩΝΙΚΑ =ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΣΚΥΛΙΑ ...
ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΖΩ =ΑΤΕΝΙΖΩ...ΕΠΑΙΡΩ ΤΑ ΟΜΜΑΤΑ
ΤΑ ΣΟΥΣΟΥΜΙΑ = ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ
Η ΜΠΙΣΤΙΚΗ ΣΥΖΥΓΟΣ
==================
Μιά κόρη συναπόβγαινε τον άντρα τση ς΄τά ξένα,
κρατεί κερί  καί φέγγει  του ποτήρι καί κερνά τον,
κι ' όσα ποτήρια τόν κερνά τόσα λόγια τού λέει.
- Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κ' ήντα μου παραγγέρνεις;
-΄Αν λείπω μήνα, μή λουστής καί χρόνο μήν αλλάξης,
κι' άν λείπω το τριαντάχρονο,τόμ πόρο μήν πορίσης.
Περνά ο μήνας νά λουστή κι' ο χρόνος δέν αλλάσσει,
περνά καί  τό τριαντάχρονο ΄ς τήμ πόρτα δέν προβέρνει.
Μ' απάνω ΄ς τό τριαντάχρονο  η κόρ' ελιγοψύχα,
καί πέρνει τό χρυσό σταμνί καί τ' αργυρ' αλυσίδι,
' ς τή στράτα τσή συναπαντά ώμορφος καβαλάρης.
- Πάρε ' ς τήμ πάντα, λιγερή, μή σέ πατήσ' ο μαύρος.
- Μά ΄μένα μαύρος δέν πατεί, σάν θέλη ο καβαλάρης.
-Ανάσυρε, κόρη, νερό νά πιούν τά διψασμένα,
νά πιώ εγώ κι'  ο μαύρος μου καί τά λαγωνικά μου.
Σαρανταδυό σταμνιά ΄συρε, καί δέν αναντρανίζει,
κι' απάνω 'ς τά σαρανταδυό τά ΄μάθια τση σφουγγίζει.
- Κόρη, κι' άν κλαίς γιά τό νερό κι' άν κλαίς γιά τό πηγάδι,
κι' άν κλαίης γιά τόν κόπο σου νά σού τόνε πληρώσω.
-Δέν κλαίω ' γω γιά τό νερό  μηδέ γιά τό πηγάδι,
Μά κλαίω γιά τόν άντρα μου τόν πολυταξειδιάρη,
τριαντάχρονό ' νε σήμερο, ξένε! ' πού δέν τόν είδα.
- Γιά ' πέ μου τά σουσούμια του μή τύχη καί τόν είδα,
- Λιγνό ' τον τό κορμάκιν του ωσάν καί τό δικό σου,
' ψηλή λιγνή η μέση του σάν καί τήν εδική σου.
Κοκκινομηλοπρόσωπος σάν καί τήν αφεδιά σου,
Μαύρος ήτον ο μαύρος του ωσάν τόν εδικό σου.
-Κόρη μ΄, οψές τόν εύρηκα 'ς τόν κάμπο ' ξαπλωμένο,
Μαύρα πουλιά τόν τρώγανε κι ' άσπρα τόν τριγυρίζα,
κι ' ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε νά φάη.
- Φάε κ' εσύ, καλό πουλί, απ΄αντρειωμένου πλάταις,
νά κάμης πήχυ τό φτερό καί πιθαμή τ' ανύχι.
- ΄Αστε πουλιά , τή γλώσσα μου καί τή δεξιά μου χέρα,
γιατί θά κάμω μιά γραφή τσή μάννας μου νά πέψω,
νά τή διαβάζ' η μάννα μου, νά κλαίη η ξανθή μου,
νά τή διαβάζη η ξανθή, νά κλαίν' οι γιέδικοί μου.
- Κόρη μ', εγώ τόν έθαψα κάτω ' ς τσ' ανύδρους κάμπους,
καί μ΄άφησε παραγγελιά, γυναίκα νά σέ πάρω.
Βαστώ σ' ασήμια νά φορής, χρυσάφια νά τά βάνης, 
μαργαριτάρ' ατίμητα νά βάνης 'ς τό λαιμό σου,
κ' έχω καί σπίθια καί κελιά νά μπαίνης καί νά βγαίνης.
- Φωθιά νά μπή 'ς τά σπίθια σου καί λαύρα 'ς τά κελιά σου,
κ' εμένα τό κορμάκι μου δέν πέρνει άλλον άντρα.
Καί τρέχουν τά ματάκια τση σάν κρουσταλένια βρύσι.
Γεμίζει τό χρυσό σταμνί 'ς τό σπίτι νά γυρίση, 
κ΄εσφούγγιξε τά μάθια τση γιά ν' αποχαιρετίξη,
κι, αναντρανίζει ταπεινά 'ς τό μαυροκαβαλάρη,
κ΄εκείνη τόν εγνώρισε,................



ΛΙΓΟΨΥΧΩ  =  ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ,ΛΑΧΤΑΡΩ,(ΟΛΙΓΟΣΤΕΥΕΙ Η ΨΥΧΗ, ΟΛΙΓΟΨΥΧΟΣ)
ΤΟΝ ΠΟΡΟ ΜΗΝ ΠΟΡΙΣΗΣ= ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΗΝ ΕΞΕΛΘΕΙΣ...ΠΟΡΟΣ=ΕΞΟΔΟΣ, ΘΥΡΑ, ΔΙΟΔΟΣ, ΠΟΡΤΙ=ΜΙΚΡΑ ΘΥΡΑ, 
ΛΙΓΕΡΟΣ, ΛΙΓΕΡΗ, ΛΙΓΗΡΟΣ...=ΕΥΛΙΓΙΣΤΟΣ, ΛΕΠΤΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ  ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΣ
ΛΑΓΩΝΙΚΑ  =ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΣΚΥΛΙΑ ...
ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΖΩ  =ΑΤΕΝΙΖΩ...ΕΠΑΙΡΩ ΤΑ ΟΜΜΑΤΑ
ΤΑ ΣΟΥΣΟΥΜΙΑ = ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.