ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

ΕΘΙΜΑ -ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Τα κουράδια, ο γάλος, το χωρύκι και άλλες παρεξηγήσεις

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 22 Αυγούστου, 2011



Η Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου είναι ένα θεατρικό έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις γλωσσικές παρεξηγήσεις, και ειδικότερα τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται όταν οι δυο συνομιλητές μιλούν όχι διαφορετικές γλώσσες (διότι και τέτοιες παρεξηγήσεις υπάρχουν πάρα πολλές) αλλά όταν μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Ο Βυζάντιος μαζεύει σε μια λοκάντα του Αναπλιού θαμώνες από διάφορες περιοχές, που μιλούν διαφορετικές διαλέκτους: έναν Πελοποννήσιο, έναν Ανατολίτη, έναν Χιώτη, έναν Κρητικό, έναν Αρβανίτη, έναν Κύπριο, και για ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση βάζει κι έναν Λογιότατο που μιλάει αρχαΐζουσα, ενώ αργότερα εμφανίζεται κι ο Επτανήσιος αστυνόμος.

Παρεξηγήσεις ξεκινάνε από την πρώτη στιγμή, αλλά η μεγάλη παρεξήγηση που παραλίγο να έχει τραγικές συνέπειες, είναι όταν ο Κρητικός λέει στον Αρβανίτη “έφαγες τα κουράδια μας”, εννοώντας ότι όταν οι Αρβανίτες είχαν πάει στην Κρήτη είχαν ρημάξει τα κοπάδια, τα οποία λέγονται “κουράδια” στα κρητικά. Όμως στην κοινή νεοελληνική κουράδια, με το συμπάθειο, είναι τα σκατά, οπότε ο Αρβανίτης, που έχει ήδη πιει, γίνεται έξαλλος, βγάζει τη μπιστόλα και πυροβολεί -ευτυχώς όμως το τραύμα του Κρητικού, στο χέρι, είναι εντελώς ξώφαλτσο.

Βέβαια, οι παρεξηγήσεις της Βαβυλωνίας είναι παρατραβηγμένες γιατί γίνονται με σκοπό να βγάλουν γέλιο. Αργότερα κάποιοι προσπάθησαν, με επιχείρημα τη Βαβυλωνία, να πουν ότι ήταν αδύνατη η συνεννόηση των Ελλήνων στην αρχή του νεοελληνικού κράτους, κάτι που αποτελεί τερατώδη υπερβολή. Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο επαρχιώτης που έρχεται στο κέντρο ξέρει και την κοινή νεοελληνική λέξη. Όπως έγραψε ο Τριανταφυλλίδης κάπου, μπορεί οι πρώτοι κεφαλλονίτες που ήρθαν στην Αθήνα να προκάλεσαν γέλιο όταν έβγαλαν από την τσέπη τους τη “σκάτουλα” (κουτί, εν προκειμένω σπιρτόκουτο) για να ανάψουν τα “κιάκια” τους (σπίρτα) αλλά πολύ γρήγορα έμαθαν τις κοινές λέξεις και αυτές χρησιμοποιούσαν στο εξής όταν άφηναν το νησί τους.

Πάντως, παρεξηγήσεις γίνονται -και σ’ αυτές θα αφιερώσω το υπόλοιπο άρθρο, περιμένοντας και από εσάς να το εμπλουτίσετε με δικά σας παραδείγματα. Το κοινό γνώρισμα των ιστοριών είναι ότι αυτός που χρησιμοποιεί μια διαλεκτική λέξη αγνοεί ότι πρόκειται για διαλεκτική και ότι υπάρχει άλλη λέξη, της κοινής νεοελληνικής, για το ίδιο πράγμα.

Μια φίλη μου Κρητικιά, μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα από το χωριό, περίπου δέκα χρονών, και την έστειλε η μητέρα της στον μανάβη να αγοράσει διάφορα ζαρζαβατικά, μεταξύ των οποίων και κερεβίζι, ξεχνώντας (η μητέρα) ότι η κόρη δεν ήξερε την αθηνέικη (και πανελλήνια) λέξη, σέλινο. Ίσως να ήταν και διαφορετικό στην όψη το κρητικό σέλινο, διότι η μικρή δεν το αναγνώρισε στο μανάβικο -και βέβαια ο μανάβης δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται. Σαν από μηχανής θεός βρέθηκε ένας άλλος πελάτης, από την Πόλη, που ήξερε τι ήταν το κερεβίζι.

Ένα άλλο παράδειγμα, πάλι με παιδί, αλλά κάπως διαφορετικό. Όταν η οικογένεια του παππού μου εγκαταστάθηκε από τη Μάνη στον Πειραιά, στην αρχή του 20ού αιώνα, το γλωσσικό σοκ δεν ήταν μεγάλο. Ωστόσο, μια μέρα στο σχολείο, η δασκάλα ρώτησε τα παιδιά τι σημαίνει η λέξη “χωρικοί”, που είχε το αναγνωστικό. Στη Μάνη, τουλάχιστο στο χωριό μας, δεν ήξεραν τη λέξη “χωρικός”, ίσως έλεγαν “χωριάτης”. Ήξεραν όμως το “χωρύκι”, όπως λέγεται στη Μάνη ο ασβέστης. Οπότε, ο θείος μου ο Μιχάλης ευθαρσώς απάντησε: “Χωρικοί είναι αυτοί που φτιάχνουν το χωρύκι!”

Παρένθεση γιατί δεν το ξέρουν όλοι το χωρύκι. Είναι μανιάτικος τύπος της λέξης χωρύγι, που σημαίνει τον ασβέστη και που ετυμολογείται από το αρχαίο “*εγχωρύγιον” ή τουλάχιστο αυτή είναι η αποδεκτή ετυμολογία. Μπορεί να το βρείτε γραμμένο και “χορήγι”, όπως το έγραφαν παλιότερα. Έτσι το έχει το Χρονικό του Μορέως (με πύργους και καλά τειχέα, όλα με το χορήγι), έτσι και ο Παλαμάς στη Φλογέρα του βασιλιά.

Η τρίτη και τελευταία γλωσσική παρεξήγηση έρχεται από τα Σέρρας των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής εποχής. Δεν παίρνω όρκο για την αλήθεια του ανεκδότου, αλλά το βρίσκω γουστόζικο. Λοιπόν, γύρω στο 1905, όταν στην οθωμανική Μακεδονία είχε ανάψει ο ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο πρόξενος της Ελλάδας στις Σέρρες, ο Αντ. Σαχτούρης, πηγαίνοντας ένα απομεσήμερο σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε «να σφάξουν το γάλο» -κάποιος που του είχε φέρει πεσκέσι από το χωριό μια γαλοπούλα και ήθελε να τραπεζώσει το βράδυ δυο φίλους του. Όταν γύρισε από τη γιορτή, του είπαν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα με το γάλο.

—Πως τίποτε; ρώτησε θυμωμένος.
—Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σαράι (Διοικητήριο), του απάντησαν.
—Και τι δουλειά είχε ό γάλος στο Σαράι;
—Ήταν «ντουναμάς». Μεγάλη γιορτή του Σουλτάνου. Πολύς κόσμος. Και ό δεσπότης είδε το παιδί πού στείλαμε και τού είπε να φύγει.

Τι είχε γίνει; Οι Σερραίοι δεν ήξεραν τη λέξη «γάλος» (τον έλεγαν μισίρκα, όπως έχουμε ξαναπεί) και σκέφτηκαν πως ο πρόξενος τούς είχε παραγγείλει να σφάξουν, να σκοτώσουν έναν Γάλλο αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, ο οποίος είχε μπει στο μάτι των Ελλήνων από άλλες φορές, επειδή ήταν φανατικός βουλγαρόφιλος!

Μπορεί να μην είναι αληθινό το ανέκδοτο και να είναι μπεντροβάτο. Πάντως οι Σερραίοι ακόμα λένε μισίρκα τη γαλοπούλα, αν και βέβαια ξέρουν πλέον όλοι την κοινή λέξη.
                                                                                                                                                          

Τα κουράδια, ο γάλος, το χωρύκι και άλλες παρεξηγήσεις

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 22 Αυγούστου, 2011

      1 Votes

Η Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου είναι ένα θεατρικό έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις γλωσσικές παρεξηγήσεις, και ειδικότερα τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται όταν οι δυο συνομιλητές μιλούν όχι διαφορετικές γλώσσες (διότι και τέτοιες παρεξηγήσεις υπάρχουν πάρα πολλές) αλλά όταν μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Ο Βυζάντιος μαζεύει σε μια λοκάντα του Αναπλιού θαμώνες από διάφορες περιοχές, που μιλούν διαφορετικές διαλέκτους: έναν Πελοποννήσιο, έναν Ανατολίτη, έναν Χιώτη, έναν Κρητικό, έναν Αρβανίτη, έναν Κύπριο, και για ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση βάζει κι έναν Λογιότατο που μιλάει αρχαΐζουσα, ενώ αργότερα εμφανίζεται κι ο Επτανήσιος αστυνόμος.

Παρεξηγήσεις ξεκινάνε από την πρώτη στιγμή, αλλά η μεγάλη παρεξήγηση που παραλίγο να έχει τραγικές συνέπειες, είναι όταν ο Κρητικός λέει στον Αρβανίτη “έφαγες τα κουράδια μας”, εννοώντας ότι όταν οι Αρβανίτες είχαν πάει στην Κρήτη είχαν ρημάξει τα κοπάδια, τα οποία λέγονται “κουράδια” στα κρητικά. Όμως στην κοινή νεοελληνική κουράδια, με το συμπάθειο, είναι τα σκατά, οπότε ο Αρβανίτης, που έχει ήδη πιει, γίνεται έξαλλος, βγάζει τη μπιστόλα και πυροβολεί -ευτυχώς όμως το τραύμα του Κρητικού, στο χέρι, είναι εντελώς ξώφαλτσο.


Βέβαια, οι παρεξηγήσεις της Βαβυλωνίας είναι παρατραβηγμένες γιατί γίνονται με σκοπό να βγάλουν γέλιο. Αργότερα κάποιοι προσπάθησαν, με επιχείρημα τη Βαβυλωνία, να πουν ότι ήταν αδύνατη η συνεννόηση των Ελλήνων στην αρχή του νεοελληνικού κράτους, κάτι που αποτελεί τερατώδη υπερβολή. Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο επαρχιώτης που έρχεται στο κέντρο ξέρει και την κοινή νεοελληνική λέξη. Όπως έγραψε ο Τριανταφυλλίδης κάπου, μπορεί οι πρώτοι κεφαλλονίτες που ήρθαν στην Αθήνα να προκάλεσαν γέλιο όταν έβγαλαν από την τσέπη τους τη “σκάτουλα” (κουτί, εν προκειμένω σπιρτόκουτο) για να ανάψουν τα “κιάκια” τους (σπίρτα) αλλά πολύ γρήγορα έμαθαν τις κοινές λέξεις και αυτές χρησιμοποιούσαν στο εξής όταν άφηναν το νησί τους.

Πάντως, παρεξηγήσεις γίνονται -και σ’ αυτές θα αφιερώσω το υπόλοιπο άρθρο, περιμένοντας και από εσάς να το εμπλουτίσετε με δικά σας παραδείγματα. Το κοινό γνώρισμα των ιστοριών είναι ότι αυτός που χρησιμοποιεί μια διαλεκτική λέξη αγνοεί ότι πρόκειται για διαλεκτική και ότι υπάρχει άλλη λέξη, της κοινής νεοελληνικής, για το ίδιο πράγμα.

Μια φίλη μου Κρητικιά, μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα από το χωριό, περίπου δέκα χρονών, και την έστειλε η μητέρα της στον μανάβη να αγοράσει διάφορα ζαρζαβατικά, μεταξύ των οποίων και κερεβίζι, ξεχνώντας (η μητέρα) ότι η κόρη δεν ήξερε την αθηνέικη (και πανελλήνια) λέξη, σέλινο. Ίσως να ήταν και διαφορετικό στην όψη το κρητικό σέλινο, διότι η μικρή δεν το αναγνώρισε στο μανάβικο -και βέβαια ο μανάβης δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται. Σαν από μηχανής θεός βρέθηκε ένας άλλος πελάτης, από την Πόλη, που ήξερε τι ήταν το κερεβίζι.

Ένα άλλο παράδειγμα, πάλι με παιδί, αλλά κάπως διαφορετικό. Όταν η οικογένεια του παππού μου εγκαταστάθηκε από τη Μάνη στον Πειραιά, στην αρχή του 20ού αιώνα, το γλωσσικό σοκ δεν ήταν μεγάλο. Ωστόσο, μια μέρα στο σχολείο, η δασκάλα ρώτησε τα παιδιά τι σημαίνει η λέξη “χωρικοί”, που είχε το αναγνωστικό. Στη Μάνη, τουλάχιστο στο χωριό μας, δεν ήξεραν τη λέξη “χωρικός”, ίσως έλεγαν “χωριάτης”. Ήξεραν όμως το “χωρύκι”, όπως λέγεται στη Μάνη ο ασβέστης. Οπότε, ο θείος μου ο Μιχάλης ευθαρσώς απάντησε: “Χωρικοί είναι αυτοί που φτιάχνουν το χωρύκι!”

Παρένθεση γιατί δεν το ξέρουν όλοι το χωρύκι. Είναι μανιάτικος τύπος της λέξης χωρύγι, που σημαίνει τον ασβέστη και που ετυμολογείται από το αρχαίο “*εγχωρύγιον” ή τουλάχιστο αυτή είναι η αποδεκτή ετυμολογία. Μπορεί να το βρείτε γραμμένο και “χορήγι”, όπως το έγραφαν παλιότερα. Έτσι το έχει το Χρονικό του Μορέως (με πύργους και καλά τειχέα, όλα με το χορήγι), έτσι και ο Παλαμάς στη Φλογέρα του βασιλιά.

Η τρίτη και τελευταία γλωσσική παρεξήγηση έρχεται από τα Σέρρας των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής εποχής. Δεν παίρνω όρκο για την αλήθεια του ανεκδότου, αλλά το βρίσκω γουστόζικο. Λοιπόν, γύρω στο 1905, όταν στην οθωμανική Μακεδονία είχε ανάψει ο ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο πρόξενος της Ελλάδας στις Σέρρες, ο  Αντ. Σαχτούρης, πηγαίνοντας ένα απομεσήμερο σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε «να σφάξουν το γάλο» -κάποιος  που του είχε φέρει πεσκέσι από το χωριό μια γαλοπούλα και ήθελε να τραπεζώσει το βράδυ δυο φίλους του. Όταν γύρισε από τη γιορτή, του είπαν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα με το γάλο.

—Πως τίποτε; ρώτησε θυμωμένος.
—Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σαράι (Διοικητήριο), του απάντησαν.
—Και τι δουλειά είχε ό γάλος στο Σαράι;
—Ήταν «ντουναμάς». Μεγάλη γιορτή του Σουλτάνου. Πολύς κόσμος. Και ό δεσπότης είδε το παιδί πού στείλαμε και τού είπε να φύγει.

Τι είχε γίνει; Οι Σερραίοι δεν ήξεραν τη λέξη «γάλος» (τον έλεγαν μισίρκα, όπως έχουμε ξαναπεί) και σκέφτηκαν πως ο πρόξενος τούς είχε παραγγείλει να σφάξουν, να σκοτώσουν έναν Γάλλο αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, ο οποίος είχε μπει στο μάτι των Ελλήνων από άλλες φορές, επειδή ήταν φανατικός βουλγαρόφιλος!

Μπορεί να μην είναι αληθινό το ανέκδοτο και να είναι μπεντροβάτο. Πάντως οι Σερραίοι ακόμα λένε μισίρκα τη γαλοπούλα, αν και βέβαια ξέρουν πλέον όλοι την κοινή λέξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.