ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

«Η ΚΑΝΤΑΔΑ ΤΣΗ ΤΣΑΤΣΑ…Σ»

Gerasimos Valsamis
Απόψε τη τσατσάρα μου, τη γιόμισα με τρίχες
Και στα καντούνια όποιον βρω, θα τόνε κάμω ψίχες.

(Τσατσάρα = χτένα μαλλιών,
Καντούνια = στενά πλακόστρωτα δρομάκια μέσα στα χωριά,
Ψίχες = μτφ. Τρίματα από την ψίχα του ψωμιού)

Απόψε το κομπόδεμα, γλέπω πως είναι άδειο
Μα που να το περίμενα, εγώ τέτοιο μπατάγιο!!
Τηράω τα παπούτσια μου, που’ναι ξεκοιλιασμένα
Και κειά που λέει η Τρόικα, εγώ τα’χω χεσμένα!!

(μπατάγιο = από μπατάρω = γέρνω, μτφ ξεπεσμός,
τηράω = κοιτάζω,
κειά = εκείνα)

Μου πήραν και τα σώβρακα και μου’μειναν οι κάρτσες
Πως θα ‘βγω Λιθόστρωτο ο έρμος, με τούτες τσι λινάτσες;

(Κάρτσες = κάλτσες,
Έρμος = έρημος, μόνος,
Λιθόστρωτο = κεντρικός εμπορικός δρόμος του Αργοστολιού, που το βράδυ μετατρεπόταν σε νυφοπάζαρο,
Λινάτσες = από το λινάρι, μτφ εδώ χρησιμοποιείτε για ξεφτίλα που δεν έχει παπούτσια λουστρίνια από δέρμα)

Απόψε τη κιθάρα μου, τη κούρντισα με γρίφους
Βοήθησέ με Άγιε, μη πάω τσου τοκογλύφους.

(κούρντισα = κούρδισα)

- Ω Άγιε μου Γεράσιμε, δώσε μου το κουράγιο
Να μη κουντρίσω σα τραί, απάνου στο μουράγιο.

(Κουντρίσω = επ. και κουτρίσω = συγκρουστώ με το κεφάλι μου πάνω σε…,
Τραί = ο τράγος,
Μουράγιο = μάντρα πέτρινη)

Κι ο Άγιος του ’πάντησε και του ’καμε τη χάρη
Μπας και γλιτρώσει ο Μεμάς και δεν απονετάρει!

(απονετάρει = αποτελειώσει με την κυριολεξία του αποθάνει…)

‘‘Βωρέ Μεμά πως έπεσες, σε φκείνες τσι παγίδες;
Σου πήρανε τη Μερσεντές, τώρα θα βόσκεις γίδες.
Βωρέ Μεμά την έχασες, απόψε τη λαλιά σου;
Μήπως φταίει το «κούρεμα», που ’χασες τα μαλλιά σου;
Ωρέ Μαγκούφη μου Μεμά, είστε ούλοι σας στραβάδια
Μ’ είδες να πάρω δάνεια, να σιάξω τα πηγάδια;’’

(φκείνες = εκείνες,
σιάξω = φτάξω, κατασκευάσω, και μετφ. επιδιορθώσω, θυμίζουμε εδώ ότι ο Άγιος Γεράσιμος εκεί που μόνασε, έφτιαξε ό ίδιος με τα χέρια του πάνω από σαράντα πηγάδια για να βοηθήσει τους αγρότες να ποτίζουν τα κτήματά τους στις πεδιάδες της κοιλάδας των Ομαλών στη Κεφαλονιά)

- Μα Άγιε μου, με τρατάρανε, τα δάνεια αβέρτα
Τώρα δεν έχω απάνου μου, να ρίξω μια κουβέρτα.
Έτσι εκαταράστηκα, τσι τράπεζες τσι βάγιες.
Έτσι που να λαλήσουνε, σπίτι τους κουκουβάγιες.
Και δε μπορώ να κοιμηθώ, μην έχω εφιάλτες.
Που να τσου πάνε τέσσαρι και μια ντουζίνα ψάλτες.

(τρατάρανε = δώσανε σαν δώρα,
αβέρτα = εύκολα και πάμπολα,
βάγιες = από βαιλεύω = βασιλεύω, μτφ και παραχαϊδεμένες,
ντουζίνα = δωδεκάδα)

‘‘Μπάστα με τσι κατάρες σου, που είναι ένα μάτσο.
Δε το εχόρτασες ωρέ, ακόμα το στραπάτσο;
Μην περιμένεις θάματα κι όσο θες σγουρίσου.
Όλο βλαστήμια μου ’ριχτες κι ένα κερί δεν είδα.
Τώρα ως τα ’καμες, Μεμά και ως έχεις στρώσει
Σου ’χω εδώ μια συμβουλή, που φκείνη θα σε σώσει.
Να βράζεις αγριόχορτα, με μία στάλα λάδι
Αλλιώς πήενε φουντάρισε, στο πρώτο το πηγάδι.
Σιάξε μποστάνια, θρέψε αρνιά, για χλίδα μη σε μέλει
Να μην ψοφήσεις ξόανο, σα σκιάχτρο μες τ’ αμπέλι.’’

(μπάστα = βάστα, κράτα, κόψε,
μάτσο = σωρός, πολλές,
στραπάτσο = από ιτ. Strazio = παλιό κουρέλι, μτφ κουρέλιασμα, καταστροφή,
θάματα = θαύματα,
σγουρίσου = κυλίσου κάτω, χτυπήσου χάμω ή κάτω,
μου ’ριχτες = μου έριχνες
φκείνη = εκείνη,
πήενε = πήγαινε,
φουντάρισε = πέσε με ένα βάρος στη θάλασσα για να πάς στο πάτο, από το φουντάρω την άγκυρα του πλοίου,
χλίδα = από γλίδα = βρώμα,
ξόανο = ξύλινο ομοίωμα ανθρώπου, τοτέμ ή σκιάχτρο με τη αλληγορική έννοια του βλάκα)

Στιχουργός:Σπύρος Μαρούλης
Συνθέτης: Σπύρος Μαρούλης
Μουσικός παραγωγός; Σπύρος Μαρούλης
Δισκογραφική εταιρεία: Σπύρος & Σια
Από το δίσκο:Σπύρος πίνει Σπύρος κερνάει
Και από το άλμπουμ: Ο Πίπης ευλογάει τα γένια του!!!!!!!!!!







Άρτεμις παπ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
================
Αρίδι = τρυπάνι

Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι

Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας

Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων

Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί

Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα

Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια

Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία

Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες

Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά

Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί

Ασπέτα = περίμενε

Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας

Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε

Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του

Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια



















ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ
===================================

Άρτεμις παπ
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω

Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι

Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι

Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό

Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο )

Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του

Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος

Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος

Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος

Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας

Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά

Ακοπανιά = σε μια στιγμή

Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά

Αμά = κατόπιν, αργότερα

Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα

Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου

Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή

Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης

Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός

Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω

Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω

Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα

Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα


Eleftheria Babaletaki άκλερος/η= για αυτούς που δεν έχουν παιδιά .ΚΡΗΤ.ΔΙΑΛ.

Eleftheria Babaletaki ήφαε τον αγλέορα = έφαγε πάρα πολύ. ΚΡΗΤ.ΔΙΑΛ.



Άρτεμις παπ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
=================
Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος

Απίκουπα = μπρούμυτα

Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα

Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα

Άπλερο = το πρόωρο παιδί

Απλύ = το ρηχό πιάτο

Από κουκί = « παρά τρίχα »

Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες

Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν

Αποκάθενε = κάτω από κάτι

Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων

Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι

Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι

Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου

Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου

Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει

Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.