ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Κωστής Φραγκούλης







Κωστής Φραγκούλης (1905-2005), «Η τραχηλιά σου μη γραθεί» (επιλογή- γλωσσάριο- επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης)

Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής










1. Η Ονορίτισσα

Σ΄όλο τον κόσμο έβρεχε, σ΄ένα χωριό δεν βρέχει.

Κοντό να φταίνε τα μιαρά, κοντό να φταίνε ανθρώποι,

κοντό να φταίνε οι κοπελιές που κριματίζουν τς άντρες;

Δεν είναι ποιος να τώσε πει, να τώσε ξεδιαλύνει,

και τρέχου πάνε στου καδή, ρωτούν και το δεσπότη.

Μήδ΄ο δεσπότης τ΄άνιωσε, μηδ΄ο καδής το βρήκε.

Στη στράτα οντέ γυρίζανε κρυγοί κι αποκλαημένοι,

περάσανε ένα σύργιακο με τρίφυλλη καμάρα

κι εκειά, στα βούρκα τα πηχτά, στου γύρου τα καλάμια,

πετάχτηκεν αφορδακός κι αρχίνηξε να λέει:

-Δεξιά- ζερβά μην τρέχετε κι άλλο μην αφοράστε!

Μήδ΄οι γι ανθρώποι φταίξασι, μηδέ τα ζούμπερα ντως,

μηδέ και φταίνε οι γι όμορφες, ανέ κολάζουν τς άντρες.

Το φταίξιμο ΄ναι του παπά, όπου ΄ναι νιός και χήρος

και τη χηργειάν του δε βαστά και πίορκος λογάται.

Μόνο να πάτε ογλήγορα και μηνυτέψετέ του,

μην ξαναπιάσει θυμιατό, μη βάλει πετραχήλι,

και την καμπάνα τς εκκλησιάς να μην την ξαναπαίξει.

Γιατί πηγαίνει οντέ χτυπά σύναυγα πάσα σκόλη

μια -ν- ονορίτισσα αρφανή, μια κοντοχηρεμένη

όμορφη σαν το κόνισμα και κάνει το σταυρό τζη.

Οντέ θυμιάζει και περνά, τς ακροπατεί τον πόδα΄

οντέ κινά χερουβεικό, το μάτι τση σφαλίζει΄

οντό τση δίδει αντίντερο, τση γαργαλεί τη χέρα

κι οντέ απολεί την εκκλησιά, τήνε ξεμοναχιάζει!

`







ονορίτισσα,η : η ενορίτισσα



τώσε πει: τους το πει



τ΄άνιωσε: το ένιωσε, το κατάλαβε



κρυγοί: κρύοι, παγωμένοι



σύργιακο, το: η περιοχή γύρω από ένα ρυάκι



γύρου[ο γύρος]: η άκρη, η όχθη



αφορδακός, ο: βάτραχος



ζούμπερα, τα: τα ζωντανά, τα ζώα



οντέ, οντό: όταν



σύναυγα, τα: τα χαράματα



αντίντερο, το: το αντίδωρο



απολεί: τελειώνει, ολοκληρώνει


















`

*********



2. Τ΄αμοναχό

Εζευγαρώσαν τα πουλιά κι ένα δε ζευγαρώνει,
Μόνο πομένει αταίριαστο κι αμοναχό γυρίζει.
Δεντρί δε βρίσκει να σταθεί, κλωνί να ξεμουδιάσει
Μήδε και νεροκόλυμπο να βρέξει το φτερό ντου

Και τρέχει μεσ’ την ερημιά κι ολοχρονίς το τρώνε
Οι λαύρες του καλοκαιριού κι οι πάχνες του χειμώνα.
- Πανάθεμά σε, κυνηγέ, που σκότωσες το ένα
και δεν το σκότωνες κι αυτό να΄ χεις μιστό μεγάλο,
να μη γυρίζει μοναχό στο κόσμο, δίχως ταίρι.
Γιατί καλλιά από θάνατο η γι’ ορφανιά λογάται!

.

καλλιά: καλύτερα, περισσότερο

`

 













******



3. Αποθυμιά

Στην οξοχή να σ΄εύρισκα μια μέρα που να βρέχει

και νά΄ναι ο τόπος άβολος , σπηλιάρι να μη βρίσκεις,

μήτε δεντρό για να σταθείς γή δέτη ν΄αποσκιάσεις.

Ν΄αστράφτει ο Θιός και να βροντά να ρίχνει αστροπελέκι

και να φοβάσαι αμοναχή για νά΄ ρθω από κοντά σου

ν΄απλώσω το ρασίδι μου τσι δυο μας να τυλίξει,

να βγάλω το μαντήλι μου στον ώμο να σου ρίξω

και το μεϊντανογέλεκο ζιπόνι να το βάλεις.

Να σ΄αγκαλιάσω μην εργάς, κρυγιάδα μη σε πιάσει

κι η τραχηλιά σου μη γραθεί κι ο κόρφος σ΄ανεδώσει.

Και μέσα στ΄αστραπόβροντο και τη βοή τ΄αέρα

η αναπνιά μας να σμιχτεί κι η εμιλιά να τρέμει.

Κι αν βλαστημήξω τον καιρό να μη μου το πιστέψεις,

καντήλα τάσω των αγιώ, μέσα μου, να μη βδιάσει…

`

οξοχή, η: η εξοχή



σπηλιάρι, το: η σπηλιά



γή: ή



δέτης, ο: η άκρη



αποσκιάζω: βρίσκω σκιά, προφυλάγομαι



αστροπελέκι, το: ο κεραυνός



ρασίδι, το: το ράσο, το επανωφόρι, η κάπα



μεϊντανογέλεκο, το: το κεντημένο γιλέκο της κρητικής παραδοσιακής ενδυμασίας



ζιπόνι, το: το ζιπούνι, φανέλα που φοριέται κατάσαρκα



εργώ: κρυώνω



κρυγιάδα, η: η κρυάδα, το ρίγος



γραθεί[ γραίνομαι]: υγραίνομαι, βρέχομαι



ανεδώσει[αναδίνω]: εμφανίζω υγρασία στην επιφάνεια, βρέχομαι



εμιλιά, η: η ομιλία



βδιάσει[ βδιάζω]: ευδιάζω, ξαστερώνω



 







`

******



4. Η παραγγελιά

Πήρε βουλή ένας άγουρος, να κατεβεί τον άδη,

να παίξει μια του Χάροντα, τ΄ανάστρουφα να πέσει

και να του πάρει τα κλειδιά να διπλοξεκλειδώσει

του κάτω κόσμου τα κελλιά να μπει διαγουμίσει!

Μια μάνα τον αγροίκησε, παραγγελιά του κάνει:

-Αν εί΄και πας, την κόρη μου, πίσω να μου γιαγείρεις,

που μίσεψε και μού΄φηκε στη μέση τ΄αργαστήρι

και δε χτυπά το πέταλο και σώπασε η σαϊτα

και τα προυκιά πομείνανε μεσοξετελεμένα.

Θέλουν οι μπόλιες κέντισμα και κρόσσα τα μαντήλια

και τα προσώμια ξόμπλιασμα κι οι πατητές μαργέλι,

θέλει κι η περαμάτιση δυο λιγαδούρες όργο.

-Πού δα τη δω την κόρη σου και πώς θα τη γρωνίσω,

απού΄ν το μέρος σκοτεινό κι άβολος είν΄ο τόπος;

Κι απηλογάται΄- ως κατεβείς, δα στέκει πρώτη - πρώτη΄

δεν είναι οχτώ που μίσεψε, τα νηάμερα τση κάνω!

`



πήρε βουλή: σκέφτηκε, αποφάσισε



παίξει: χτυπήσει, πυροβολήσει ,ρίξει



τ΄ανάστρουφα: ανάστροφα, ανάποδα, ανάσκελα



γιαγείρεις: επιστρέψεις, γυρίσεις πίσω



μού΄φηκε: μου άφησε



μισοξετελεμένα: μισοτελειωμένα



προσώμια[προσώμι, το]: βάτα για να ακουμπήσει η στάμνα στον ώμο



λιγαδούρες, οι: μέτρο για νήμα υφαντικής



γρωνίσω: γνωρίσω

`











************



5. Τση κόρης

Κόρη που πλύνεις στο γιαλό κι απλώνεις τα μαντήλια,

πάρε μου το ποκάμισο να μου το σαπουνίσεις.

Μόνο στο μέρος τση καρδιάς βλέπε μην το ξεπλύνεις,

γιατ΄ είν΄το αίμα ντου πηχτό και πολυμαυρισμένο,

και θα ματώσει η θάλασσα, θα κοκκινίσει ο τόπος

και θα φλομώσουν τα νερά να πεταχτούν τα ψάρια.

Και μην τ΄απλώσεις σε κλαδί γή σε ξερό χαράκι,

γιατί θα πέσει το κλαδί, θα σπείρει το χαράκι.

Μόν΄άπλωσέ το απάνω σου, κατάσαρκα, να νιώσεις

τς αγάπης την αποθυμιά, τη λόχη τση καρδιάς μου.

Να δεις το αίμα ν΄ανομπρεί, να τρέχει κουτσουνάρι,

αστόχαστη, για πάρτη σου, σκληρή, για όνομης σου.

`

γή: ή



θα σπείρει: θα σκορπίσει, θα θρυμματιστεί



ν΄ανομπρεί: να αναβλύζει



για όνομης σου: για σένα, για το όνομά σου, χάριν σου




 










`

************




6. Η δασκαλοπούλα

Δασκαλοπούλα δε φελά στα γράμματα και κλαίει.

Το μάθημα τζη ποξεχνά, την πλάκα τζη δεν παίρνει

κι άγραφτη πάει στο σκολειό κι αδιάβαστη μισεύγει.

Ο δάσκαλος τήνε ρωτά και τη γλυκομαλώνει.

-Πε μου, Λενιώ, το μάθημα, πε μου το τροπαράκι

Που σού΄βαλα, και τα γραφτά στην πλάκα σου να γράψεις.

-Μη με μαλώνεις, δάσκαλε, φάλαγγα μη μου βάλεις,

γιατ΄ είν΄τα γράμματα βαρά κι ο νους δεν τα ξετρέχει

κι εγώ του κάκου ξαγρυπνώ κι άδικα τα διαβάζω΄

κι α θες τραγούδια και σκοπούς να πω και μαντινιάδες,

για του σεβντά τα βάσανα, κατέχω τα ξεστήθου,

το σ΄αγαπώ, να σου το πω, στην πλάκα να στο γράψω.

Και πιάνει τη παράπονο και τση ντροπής το κλάημα.

Ζητά να δει την πλάκα τζη, θωρεί πουλιά και βγιόλες ΄

παίρνει τ΄αλφαβητάριο, κι ήτονε τς Αρετούσας.

`

φελά [φελώ]: ωφελώ, προσφέρω ή αποδίδω έργο, έχω απόδοση



δεν τα ξετρέχει: δεν τα αντέχει, δεν τα προλαβαίνει, του ξεφεύγουν



βαρά: βαριά



σεβντάς, ο: ο καημός του έρωτα



κλάημα, το: το κλάμα



βγιόλες, οι: βιόλες, γαρίφαλα



ξεστήθου: απέξω, εκ μνήμης



`

*************



7. Λιγοψυχιά

Πάρε τα ράσα, γούμενε, πάρε την πατερίτσα,

για δε μπορώ καλόγερος στο μοναστήρι νά΄μια.

Τα συναξάργια των αγιώ, που τά΄χα για δασκάλους,

αδιάβαστα σου τά΄φηκα και μεσοδιαβασμένα΄

κι εγώ γιαγέρνω στο χωργιό, να ζω με τσι χωργιάτες,

πού΄χουνε ζεύκι κάθ΄αργά, σεϊρι πάσα σκόλη

και χαίρουνται τα νιότα ντως και τς αγαπητηκές τως.

Τσόχινη βράκα δα φορώ, τερτζίστικο ρασίδι,

κι άσπρα κερεστελίδικα τσαρδίνια πάσα μέρα.

Στ΄αυτί δα βάνω αρισμαρί και δα νυχτογυρίζω

και μαντινιάδες και σκοπούς για ψαλμουδιές δα λέω.

Να πάρω και γυναίκα μου του προεστού την κόρη,

απού΄ ρθε οψές στην εκκλησιά, στον Αη Κωσταντίνο,

κι εστάθη σαν την Παναγιά κι ήφεξε ο τόπος όλος,

τάξε πως επετούσανε τριγύρω τζη αρχαγγέλοι.

Ο λόγος τς είναι ψαλμουδιά, χερουβικό η φωνή τζη,

κι η αναπνιά τζη μερτζουβί κι αθόνερο καθάργιο.

Επέρασα κι εθύμιασα κι εμοσκομύρισά τη

κι ως έκλινε την κεφαλή, το θυμιατό μου πέφτει!

`



γιαγέρνω: επιστρέφω



ζεύκι, το: η γιορτή, το φαγοπότι



σεϊρι, το: η χαρά



ρασίδι, το: επανωφόρι, η κάπα



κερεστελίδικα: με καλά υλικά, ποιοτικά



τσαρδίνια: υποδήματα



αρισμαρί,το: το ροσμαρί, το δεντρολίβανο



δα: θα



μερτζουβί, το: μοσχολίβανο, σμύρνα

`








***********



8. Του χάρου η μάνα

Του χάρου η μάνα πρόβαλε, του γιου τζη παραγγέρνει:

-Μην παίρνεις άνοιξη ψυχές, που να΄χεις την ευκή μου,

που λουλουδίζουν τα κλαδιά και τα δεντρά καρπίζουν,

και ζευγαρώνουν τα πουλιά και σμίγουσι τα έχνη.

Το θέρο καταλάγιασε, υγιέ μου, κι αφρουκάσου

του θεριστή που τραγουδεί, του λιχνιστή που στένει

εφτά σωρούς το μάλαμα το στάρι στη λιχνίστρα,

και του βοσκού που ξωλαλεί τα ζα στο ποτιστήρι.

Κι Αύγουστο μήνα πόζεψε, στ΄αμπέλι ξεκουράσου

να δεις κοράσια που τρυγούν και νιους οπού πατούνε

στα πατητήργια ολόχαροι και ξεμετρούν το μούστο.

Και τον Οχτώβρη πού΄ρχεται αψύ το πρωτοβρόχι,

στον Κάτω κόσμο άλλες ψυχές μη βουληθείς να πάρεις!

Θέλου να σπείρουν στα χωργιά, θένε να ζευγαρίσουν

κι έχουν και λιομαζώματα κι αλετρουβγιά στη μέση.

Σαν έρθουν τα Χριστούγεννα, υγιέ μου, πομονέψου!

Φέστες ο κόσμος και χαρές, και μαύρα ας μη φορέσει,

Κι απέ τα Φωτοκάλαντα κι ο μήνας φλεβαρίσει,

Δουλειές του κλάδου, τς οξοχής, κι ανέλωση μην κάμεις!

Κι άμα΄ρθουν τα Λαμπρόσκολα, υγιέ μου, θεραπέψου,

κάτσε και καταλάγιασε και πιάσε μου το λόγο!

Μην ορφανεύγεις κοπελιές, γυναίκες μη χηρεύγεις

κι απού τη ρόγα αχρόνιαστα κοπέλια μη σακάζεις,

μην παίρνεις σκολιαρούδικα κι αφήνουν το Ψαλτήρι.

Κι ανεστορήσου πού΄λεγες κι εσύ την άλφα- βήτα

κι εκαλανάρχας του παπά κι εβάστας του το ίσο

κι ήλεγες τον Απόστολο κι ήμοιαζες με τσ΄αγγέλους΄

κι εδά πώς αλλαξόσειρες και δεν ψυχοπονάσαι;

`

έχνη, τα: τα ζώα, τα θηλαστικά ζώα



ζα, τα: >>, τα πρόβατα



αφρουκάσου: αφουγκράσου , υπάκουσε



ξωλαλεί: σαλαγά



πόζεψε: ξεπέζεψε



αλετρουβγιά, τα: τα ελαιοτριβεία



πομονέψου: κάνε υπομονή, συγκρατήσου



ανέλωση, η: η ανάλωση, η σπατάλη



σακάζω: στερώ από τη μάνα



ανεστορήσου: ανιστορήσου, θυμήσου, βάλε με το νου



εδά: τώρα



αλλαξόσειρες[ αλλαξοσέρνω]: αλλάζω πορεία, αλλάζω άποψη

`   













***********




9. Τα νιότα

Δεν είν΄τα νιότα, ζάβαλε, παράς να τα φυλάξεις,

τσεκίνια, χρυσοκόσαρα, φλουργιά να τα στερέψεις,

κασέλες, παρακάσελα, κεμέρια να γεμίσεις

γή να τα βάνεις στον κιρά, κρέτιτο να τα δίδεις,

το διάφορό ντως να ρουφάς, τον τόκο να βυζάνεις

για τα καλά γεράματα να τά΄χεις αποκούμπι.

Παράς είναι λοϊσιμος, και μπίζηλη μονέδα,

π΄ άμα πομείνει αξόδευτη, πέραση μπλιό δεν έχει΄

΄μόλογο π΄α δεν πλερωθεί στη διορία πάνω,

η βούλα του ξεπλύνεται, σκέτο χαρτί λογάται΄

σύκο που σα δεν φαωθεί στην ώρα του, πομένει

κουνάλι απάνω στη συκιά και τρων το οι συκοφάδες

γή πέφτει με τον άνεμο και το πατούν διαβάτες΄

ρούχα, που σα δε φορεθού, τρυπά τα η κοτσιπίδα,

φύλλο κι αθός τση ταχυνής π΄αργά ΄ναι μαδημένος,

πουλιά, που λίγο στένουνται κι άμα χινοπωριάσει,

αγιορανοί τα παίρνουνε και βιαστικά μισεύγου.

Για κείνο, που΄χει στόχαση και νου, μην τα λυπάται,

μην τα ψηφά τα νιότα του κι ας μη τα λογαριάζει΄

ας τα ξοδεύγει σ΄τσι χαρές, στα ζεύκι΄ας τα ρογιάζει,

πρίχου να ρθει χινόπωρος…

`

μπλιό: πια, πλέον



κουνάλι, το: πολύ ώριμο σύκο



αγιορανός, ο: ο γερανός



ρογιάζω: δωρίζω, φιλεύω, σκορπίζω



χινόπωρος, ο: το φθινόπωρο

`










Ένας Κρητικός Αναδρομάρης*



Του Μενέλαου Παρλαμά

Βρήκα πριν από πολλές μέρες πάνω στο γραφείο μου ένα πολύφυλλο τετράδιο στοργικά τυλιγμένο με λευκό χαρτί, χωρίς καμιάν ένδειξη για την προέλευσή του – σαν έκθετο. Χρόνια τώρα ταλαιπωρούμαι με τετράδια, γι΄αυτό και μοναχά η θέα τους μου προκαλεί δυσφορία- πολύ περισσότερο το διάβασμά τους. Τούτο όμως το ανώνυμο τετράδιο ήταν πολύ συμπαθητικό. Οι σελίδες του άνετες και καθαρές ήσαν γεμάτες γράμματα καλλιγραφημένα με κομψές γραμμές, που δεν έθιγαν καθόλου τα περιθώρια. Αντί λοιπόν να το περιφρονήσω, άρχισα να το διαβάζω, όχι όμως με τον ορθόδοξο τρόπο, αρχίζοντας δηλαδή…από την αρχή. Ακολούθησα το γνωστό βολικό σύστημα που έχουν καθιερώσει οι νεοέλληνες κριτικοί΄άρπαζα λίγες γραμμές από κάθε σελίδα αποσπώντας τις βίαια από τον κορμό τους- «κυνηδόν», όπως θα έλεγε ο Αριστοφάνης. Δεν άργησα όμως να σταματήσω σχεδόν έκθαμβος. Όχι μονάχα ο κάθε στίχος – επρόκειτο για ποιήματα - , αλλά και η κάθε λέξη αντιστέκονταν με σθένος σ΄αυτή την επιτροχάδην ανάγνωση και αξιούσαν ολόκληρη και εντεταμένη την προσοχή μου. Από κάθε γραμμή ανεδύετο ένα πλήθος προσφιλών πραγμάτων – «μνήμες παλαιές γλυκιές κι αστοχισμένες».

Μου φάνηκε, στην αρχή, πως διάβαζα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης. Η γλώσσα, το ύφος, τα θέματα έδειχναν όχι «τον ποιητή του Εγώ» - για να θυμηθούμε την εύστοχη ορολογία του Παλαμά - , αλλά την ίδια την αρχαϊκή και σεμνότατη Κρητική Μούσα:

Πότε να βδιάσει η καταχνιά, να ξαφουργιάσει ο τόπος,



να μπει μεσοσαράκοστο, να λιώσουν τα κρουστάλλια,



να κιτρινίσει ασπάλαθος, να βλαστορύσει ο πρίνος,



να πρασινίσουν τα σελλιά, ν΄ανθίσουν οι κεφάλες!



Να βγουν Κριτσώτες στα βουνά, να βγουν Κριτσωτοπούλες



να πιάσουν τα κελερικά, ν΄ανοίξουν τα μιτάτα…

Πού ήταν, όμως, κρυμμένα τόσον καιρό αυτά τα ωραία δημοτικά τραγούδια – σκέφτηκα- και πώς ξέφυγαν μέχρι σήμερα την προσοχή ων λαογράφων; Καταλάβαινα πια πως οι σελίδες τους μυστηριώδους τετραδίου κάτι σπουδαίο επρόκειτο να μου αποκαλύψουν. Κι άρχισα να το μελετώ με τον ορθόδοξο πια τρόπο – από την αρχή ως το τέλος.

Σιγά σιγά άρχισα να πείθομαι, πως δεν επρόκειτο για δημοτικά τραγούδια. Πρώτα πρώτα δεν ήταν δυνατό τόσα πολλά ποιήματα – εξηνταπέντε!- να είναι όλα άγνωστα ύστερα από τόσες πολλές συλλεκτικές προσπάθειες. Κι ύστερα, ανάμεσα στην ποικιλία των θεμάτων άρχισα πια να διακρίνω ένα ενιαίο προσωπικό τόνο, και κάτω από τη λαϊκότητα της γλώσσας και του ύφους μιαν αδιόρατη λογιότητα. Οπωσδήποτε όμως η γοητεία έμεινεν η ίδια! Μέσα από το τετράδιο ανάβλυζε μια ποίηση που συνετάρασσε τα έγκατα της Κρητικής Μνήμης. Μορφές του παλιού καιρού – διαλυμένες πια σήμερα – αναθρώσκουν λες από τους στίχους, για να σταθούν με χάρη και σιγουριά μπροστά στα έκθαμβα μάτια σου. Αυτή η σεμνή και όμορφη κόρη που

α δε μιλεί, πρεπίζεται, κι όντε μιλεί ξομπλιάζει,

είναι δίχως αμφιβολία, ένα πλάσμα πολύ σπάνιο στη σημερινή ζωή και ποίηση!

Και τούτη η αγροτική εικόνα είναι μια σύνθεση, που θα την υπέγραφε κι ο Βιργίλιος:

Έρχεται ο γευγαρόκαιρος, κοντοσιμώνει Οχτώβρης,

που πιάνει μπόρα στο βουνό, στον κάμπο πρωτοβρόχι.

Να σηκωθεί κι ο νιόπαντρος με τη νοικοκερά του

να πάρει τα ζευγάλετρα, το ζεύτη και το σπόρο,

να ζέψει τα πρωτόζυγα, πρώτη σπορά να κάμει.

Στην αυλακιά ξωπίσω του να του κλουθά η γυναίκα,

να στρώνει, να βολοκοπά κι αγίδα να του κάνει.

Στο « έσω» να τη γλυκοθωρεί, και στο «άνω» να τση γνέφει,

κι αυτή να του χαμογελά κι ο τόπος να μορφαίνει.

Να γυροπεταρίζουνε μαδέρια οι σουσουράδες

και να περνούν οι γεδικοί κι΄οι ξένοι ευκές να δίδουν:

Να΄ναι καλά τα σπέρνουνε κι ο κόπος του διαφόρου,

να βγάλει αστάχυ απιθαμή κι εννιά αδερφούς το στάρι!

Να βρέξει ο Μάρτης στο βλαστό κι Απρίλης, να σκελώσει,

κι ο Μάης να δροσολογά, να το καλομεστώσει!

Να΄ναι ο Πρωτόλης καψερός, να ρθεί ο καιρός του θέρου,

να κάνει κείνη τσ΄αγκαλιές κι εκείνος τα δεμάτια…

Αλλά να και μια άλλη γνώριμη μορφή. Έρχεται, λες, να διαψεύσει τον λαμπρό Αθηναίο λόγιο, που έγραφε τις προάλλες πως η χήρα του « Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι «αγέρωχη Παριζιάνα εταίρα εντελώς ξένη προς τα ήθη της κρητικής υπαίθρου». Είναι η Αναγνώσταινα,

όπου παντρέφτη δώδεκα και χήρεψε δεκάξι!…

Σαν τη παγώνα πορπατεί, σαν τη λαφίνα τρέχει

και σαν πετροπέρδικα στο δώμα στραταρίζει…

Στο σπίτι της:

ανέν ξωμείνει κιρατζής, ξοδεύγει τον κιρά ντου,

ανέν περάσει γεμιτζής, τρώει τη συρμαγιά ντου

κι ανέν κονέψει βασιλιός, εγούγια στο ρηγάτο…

Κοντά σε τούτη την Κρητική Αφροδίτη, που καταξοδεύει την ομορφιά και τους άντρες, στέκει μια άλλη γυναίκα – επίσης γνώριμη – γεμάτη ανεξόδευτους πόθους. Η νεαρή καλογρά, που τα ξημερώματα παλεύει με τον Πειρασμό:

…Άδικα πάει ο κάνονας, του κάκου ψαλμουδίζει.

Έργο θαρρείς του πειρασμού πως είναι και ταράσσει,

κι αδυνατίζει την καρδιά κι ανεχουμά τα φρένα.

Και βγαίνει αποδιαφώτιστα και στέκει στον εξώστη

να πάρει αέρα του βουνού του λαγκαδιού τ΄αγιάζι,

μπορέτως και θεραπαεί και πρωϊμάνει ο νους τση.

Κι ακούει τ΄αηδόνι που λαλεί τσ΄ αγάπης το τραγούδι,

την πέρδικα που κελαϊδεί στα πλάγια ταιργιασμένη,

γροικά και το βοσκόπουλο το Ρώκριτο να λέει…

Έτσι, μια μια, πέρασαν, μπροστά στα μάτια μου σειρά ολόκληρη από μορφές – όλες θρεμμένες από την πολύχυμη Κρητική ρίζα, έτσι σαν δίφορος καρπός της! Δεν είχα πια καμμιάν αμφιβολία πως τα ποιήματα του τετραδίου ήσαν έργο ενός νοσταλγού, που ανέδραμε με λαχτάρα και τόλμη στις ρίζες του για να στεριώσει την ύπαρξή του πάνω στον αρχαίο κορμό… Γιατί μονάχα ένας τέτοιος εμπαθής νοσταλγός θα μπορούσε ν΄αναστήσει τόσα πράγματα χρησιμοποιώντας τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού χωρίς ίχνος θεματογραφικής ατονίας. Η ατρόμητη γλώσσα του λαού – πόσο ψοφοδεής και ωχρή φαίνεται δίπλα της η δική μας η γλώσσα!- ποτέ δεν υποτάσσεται στους θεματογράφους΄ δαμάζεται μόνον από τους αληθινούς εραστές της… Αλλά ποιος να ήταν άραγε αυτός ο άγνωστος αναδρομάρης της Κρήτης!

Προχθές, περνώντας από την οδό Δαιδάλου, άκουσα να με φωνάζουν. Σταμάτησα, και είδα πως με καλούσεν από την πόρτα του τυπογραφείου του οΚωστής Φραγκούλης – πάντα με το συνθετήριο στο χέρι. Με τον άριστο αυτό τυπογράφο είχαμε γνωριστεί από τα χρόνια των «Κρητικών Χρονικών» κι είχα εκτιμήσει από τότε τις τεχνικές του ικανότητες. Είχα, εξ άλλου, παρατηρήσει πως τα κείμενα που στοιχειοθετούσε δεν ήσαν γι΄αυτόν απλή τυπογραφική ύλη. Τα αγαπούσε, τα έκρινε με αξιοσημείωτη οξυδέρκεια και, μερικές φορές, διόρθωνε τα τυπογραφικά τους αβλεπτήματα. Μου είχε κάμει λόγο για την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού «με αυστηρή λογοκρισία» - όπως έλεγε - , που να εκφράζει έγκυρα τις καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου Υπέθεσα, λοιπόν, πως με καλούσε, για να συνεχίσομε την παλιά τούτη συζήτηση. Η ερώτηση όμως που μου έκαμε δεν είχε καμμιά σχέση με αυτή του την φιλοδοξία. Ήταν μάλλον περίεργη, αν όχι ανόητη:

-Πήρατε πολλά δώρα την Πρωτοχρονιά;

Την ερώτηση αυτή την υπογράμμιζεν ένα πονηρό χαμόγελο που με έβαλε σε υποψία…

-Πήρα μερικά, του απάντησα αόριστα. Γιατί με ρωτάς;

- Από γνωστούς ή άγνωστους; Με ξαναρώτησε πάντα με το πονηρό χαμόγελο.

Αμέσως θυμήθηκα το μυστηριώδες τετράδιο. Έχει γούστο, σκέφτηκα, να είναι τούτος ο ποιητής. Αντί να του απαντήσω, άρχισα να του λέω μερικούς στίχους, που διατηρούσα στη μνήμη μου:

Του χάρου η μάνα πρόβαλλε, του γιου τζη παραγγέρνει:

-Μην παίρνεις άνοιξη ψυχές, που να΄χεις την ευκή μου,

που λουλουδίζουν τα κλαδιά και τα δεντρά καρπίζουν

και ζευγαρώνουν τα πουλιά και σμίγουσι τα έχνη!…

Μ΄εκοίταξε σιωπηλός, όχι όμως με έκπληξη. Στα μάτια του φαινόταν η λαχτάρα να διακρίνει την εντύπωση μου από το ποίημα. Ήμουν πια βέβαιος: ο «άγνωστος ποιητής» του τετραδίου ήταν ο Κώστας Φραγκούλης. Το ομολόγησεν, άλλωστε, σε λίγο και ο ίδιος σχεδόν με συντριβή… Ελπίζω πάντως και εύχομαι η μετριοφροσύνη αυτή να μη σταθεί εμπόδιο στην έκδοση των λαμπρών στίχων, που ανέδωσεν η κρητική του ψυχή – ισάξια σε γνησιότητα μ΄εκείνη του Προβηγκιανού συναδέλφου του…


* (Πρωτοδημοσιεύθηκε ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Μεσόγειος», φ. της 11. 01. 1958 και απετέλεσε πρόλογο στην πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Κ.Φ. το 1961)












BΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

.

Ο Κωστής Φραγκούλης γεννήθηκε στη Λάστρο Σητείας το 1905 και πέθανε ακριβώς στα εκατό του χρόνια στις 11.02.2005. Δεκαέξι χρονών εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης ακολουθώντας το επάγγελμα του τυπογράφου. Ταυτόχρονα με την τυπογραφική τέχνη, άρχισαν και οι πρώτες λογοτεχνικές του ανησυχίες. Ξεκίνησε λοιπόν μ’ ένα είδος χρονογραφήματος στην τοπική εφημερίδα «Ίδη» που εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό με το δροσερό και παιγνιώδες ύφος του.

Στα 25 του χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα, εργαζόμενος πάντα ως τυπογράφος κι εκεί εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Μ’ ανοιχτά φτερά».

Με το ξέσπασμα του πολέμου βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο και μετά την Γερμανική εισβολή στην Κρήτη, επανήλθε στη Λάστρο έγγαμος πια με ένα παιδί, όπου έζησε όλα τα χρόνια της κατοχής.

Ύστερα από την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο και εξακολούθησε να ασκεί το επάγγελμα του τυπογράφου. Αργότερα απέκτησε ιδιόκτητο τυπογραφείο με την επωνυμία «Ανταίος», ενώ παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία συγγράφοντας στην εφημερίδα«Πατρίς» επί 35 χρόνια καθημερινά τη στήλη του χρονογραφήματος με το ψευδώνυμο «Ανταίος».

Το τυπογραφείο έφερε πολύ κοντά τον Κ. Φραγκούλη στους κύκλους των λόγιων, πράγμα που είχε μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Το τυπογραφείο του έγινε το εντευκτήριο των διανοουμένων της εποχής, οι οποίοι με τις κρητολογικές έρευνες και μελέτες και τις συνεχείς ενασχολήσεις τους με θέματα λογοτεχνικά, παραδοσιακά, γλωσσικά κλπ, βοήθησαν τον Κωστή Φραγκούλη να ανακαλύψει την παραδοσιακή του ταυτότητα και να ξεθάψει από μέσα του όλον εκείνο τον γλωσσικό πλούτο, που είχε αποθησαυρίσει από τη ζωή του στην ύπαιθρο μετουσιώνοντας τον σε στίχους. Έτσι γεννήθηκαν τα «Δίφορα», η δίτομη ποιητική συλλογή απ΄όπου προέρχονται και τα ποιήματα της παρούσας ανάρτησης.

Εκτός από αριστοτέχνης του δεκαπεντασύλλαβου ο Κωστής Φραγκούλης έχει επίσης συγγράψει τρεις συλλογές διηγημάτων και χρονικών και ένα μυθιστόρημα.




4 σχόλια
==========
1. Απάντηση από Γιώργος Μίχος

Αν η δράση της γραφής αυτού του ανθρώπου είναι ας πούμε λαϊκή, ίσως είναι και η μόνη αστική, με την έννοια μιας αφιλόδοξης φυσικότητας στη χρήση της γραφής και της δημόσιας ανακοίνωσής της.
Παράξενα φαινόμενα στο παλίμψηστο των στρωμάτων της ελληνικής. Κάτι τελευταία κουτσούνια, για να το πούμε κρητικά, που αναβλύζουν.
Είναι η ίδια πηγή που κάνει τον Ψυχουντάκη να μεταφράζει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε κρητικό ιδίωμα, αλλά και το Γιατρομανωλάκη να κάνει το Ερωτικόν.
Προσωπικά τέτοια κείμενα ανήκουν σε αυτό που χαρακτηρίζω Κρητική Εμπειρία, η άλλη είναι η Μανιάτικη, με ισχυρές έλξεις από το παρελθόν αλλά με προτάσεις για σημερινή χρήση.
Δεν ξέρω κάτω από ποιούς όρους μπορούν να ενσωματωθούν σε κάτι που να ξεπερνάει τις κρυφές απολαύσεις της λογιότητας.
Όπως και να είναι, η παράθεσή τους εδώ είναι πολύτιμη.


2. Απάντηση από Σπύρος Αραβανής

Σ.Α.: Επίσης καινούριο έργο σας, είναι τα «Δίφορα» του Κωστή Φραγκούλη ή Ανταίου, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί, από Ελληνες και ελληνόφωνους ξένους γλωσσολόγους, «Ευαγγέλιο» του γνήσιου κρητικού λόγου και το σημαντικότερο ποιητικό δημιούργημα της Κρητικής Λογοτεχνίας από την εποχή του Βιτσέντζου Κορνάρου.

Ν.Μ.: Θα σας πω μόνο αυτό. Ο Σεφέρης ήταν μεγάλος θαυμαστής του Φραγκούλη, και συχνά πυκνά έπαιρνε τη γυναίκα του και κατέβαινε στην Κρήτη για να τον δει και να τον ακούσει. Τα ποιήματά του, έχουν εκδοθεί σε δυο τόμους με την επιμέλεια του κρητικού φιλόλογου Μενέλαου Παρλαμά. Πραγματεύονται μοναδικά τη ζωή και την καθημερινότητα με μια γλώσσα που λέει ο μέγας φιλόλογος Αλεξίου, ότι «ίσως αυτή είναι η γλώσσα του Κορνάρου».

Από μια (αδημοσίευτη) συνέντευξη με τον Νίκο Μαμαγκάκη


3. Απάντηση από Γιώργος Καρτάκης

Ας μου επιτραπεί και μια άλλη ανάγνωση - πέραν της φιλολογικής - του έργου και της προσωπικότητας του Κ.Φ., σε μια εποχή αξιακής, κυρίως, κρίσης στην Ελλάδα, σε μια εποχή άκρατου βιογραφισμού, δημοσίων σχέσεων, κολακείας και διαπλοκής.

Ο Κ.Φ., βραβευθείς μεταξύ άλλων και από την Ακαδημία Αθηνών, απαντά με τους παρακάτω στίχους:

Συχνά μου λένε δεύτερος πως έγινα Κορνάρος,
μα κείνος ήταν στρατηγός κι εγώ απλός φαντάρος.

Του μέτρου είναι άρχοντας μεγάλος ο Κορνάρος
κι εγώ ένας παραμικρός του στίχου ποπολάρος.

Δάσκαλο με φωνιάζουνε τιμητικά οι φίλοι
μα ‘γω ‘μαι ακόμη μαθητής με πλάκα και κοντύλι.

Ας το κατέχουν το λοιπόν πως ότι ο Ανταίος,
θα φύγει πάντα μαθητής και μετεξεταστέος

Όσο κι αν με παινεύουνε κανείς δε θα με κάμει
να καβαλήσω, ζάβαλε, σαν άλλους το καλάμι.

Πλακέτα θα μου δώσουνε, δε θέλω τέτοια χάρη,
καλλιά ‘χω μια φασκομηλιά κι ένα κλωνί θυμάρι.

Δάφνες δεν επεθύμησα να βάλω στο κεφάλι
βραβεία και παράσημα στο μπέτη μου σαν άλλοι.

Μ’ από ‘κεια που φυτρώνουσι πέρασα ένα φεγγάρι
και ποκρεμάστηκα κι εγώ κι ήκοψα ένα κλωνάρι.

Μικρό, μια φούντα τόση δα και το ‘βαλα στ’ αυτί μου
σαν το σγουρό βασιλικό νεώτερος σαν ήμου.

Στα δεκοχτώ, στα είκοσι, ε τα παντέρμα χρόνια !
τότε που κελαηδούσανε τση νιότης μου τ’ αηδόνια.



Καλές αναγνώσεις!




4. Απάντηση από Τυρταιος

Και μετά τα πολύ όμορφα των κυρίων Μίχου , Αραβανή , Καρτάκη , έρχομαι να αναρωτηθώ ? είναι το ισόμετρο και η ρίμα ποιητικά εργαλεία ή απλά ”χαριτωμένα”

Τα σέβη μου στον ”αθάνατο” τυπογράφο !!!!



http://www.poiein.gr/archives/26577







http://www.poiein.gr/archives/26577





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.