ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ο καυκάς των παλιών ηρώων με τους τζουνούρκους- Ophrys Kotschkyi κοινώς σαλέπιν- Ρόπτρο-κρικέλλι- Τα παραμύθια της γιαγιάς-ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ-Η ΆΜΠΕΛΟΣ-ΚΡΗΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ








Ο καυκάς των παλιών ηρώων με τους τζουνούρκους
.........................................................................................
Μιάν γρονιάν τσα τζ' αμπροού, μπαίνοντας των δωδεκαμέρων, οι καλικάντζαροι εφκήκαν πάλε που τη γην τζι εγυρίζαν λυσιασμένοι της πείνας πάνω στα δώματα τζαι τραουδούσαν:

«τιτσίν τιτσίν λουκάνικον
μασιαίριν μαυρομάνικον
κομμάτιν ξεροτίανον
να φάμεν τζαι να φύουμεν.»

Αντίς λουκάνικον τζαι ξεροτίανον, ήβρασιν όμως τσιοκκολατούες, τσιήπιτο τζαι παστηλιούες.

Εκάμαν απου φάει φάει, αλλά όπως eν ήταν μαθημένοι σ΄έτσι γλυτζιστικά, έπιαεν τους ο πόνος τζαι βουρούσαν εις τον απόπατον τζι έν εσυφτάνναν. Γυρισόντα νύχτα, εσυναχτήκαν ούλοι οι καλικάνζιαροι σε συνεδρίαν να δουν ινταν που΄ν να κάμουν.

Πρώτος έπιασεν τον λόον ο αρχικαλικάντζιαρος. Έκλωσεν τα μουστάτζια του που βλαστούσαν πας τα φκιά του, εσφόντζιήσεν την μύξαν του που ΄στασσεν πας τ΄αρφάλιν του, ίσιωσεν τον νούρον του τζαι έφκην πας την μούττην μιας τσιμινιάς να μιλήσει.

– «Αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλον. Κανεί! Πέρσι, ούλα τα μωρά εμείναν κολλήμένα πας την τηλεόρασην τζαι εν αθθυμήθην πλάσμαν να μας βάλει ένα ξεροτήανον πας το δώμαν. Φέτη, εστήσαν μας την με τα μουσκουρούθκια.»

– «Μάστρε», λαλει του έναν καλικαντζιαρίν με τρία πόθκια, «εν τζι εν μόνον εμάς που ξηχάσαν τα κοπελλούθκια! Εν ούλους τους παλιούς ήρωες των παραμυθκιών. Που τον τζαιρόν που ματσουκώσαν πας την τηλεόρασην τζαι πας τα κκομπιούτερ, εσύραν μας ούλους έξω που τες ιστορίες τζι εβάλαν ήρωες νέους . Όϊ ακούεις Ρέϊντζερ, όϊ Σούππερμαν, όϊ Σπάϊντερμαν, όϊ Πόκεμον…»

– «΄Εσιει δίκαιον ο μιτσής», εποθαμμάστην μιά γεροκαλικαντζιάρα που το βιζίν της το δεξιόν εκρέμμετουν της ως το γόνατον. «Εγιώ λαλώ να τους φέρουμεν ούλους δαμαί να φκάλουμεν κοινό σκέδιον δράσης.»

Εσσυφφωνήσαν τζαι πέψαν το καλικαντζιαρίν να τους φωνάξει. Όστι να δώκει τον γυρόν τους ήρωες ούλλους έφαν του έξι μέρες τζαι έξι νύχτες.

Πρώτος φανίσκει ο Κωσταντάς με δειν αρκοδιμμένον.
Κρατεί τον λιόνταν που το φτιν, τον δράκον που το πόδιν,
Κρατεί δεντροκολόριζον που το δεξίν του σιέριν,
Να κάμνει σσιον του μαύρου του, μεν τον περπάξει ο νήλιος.

Εφέραν τζαι τον Διγενήν, τζαι τον Σαρατζιηνόν, τζαι τον Κάουραν, τζαι τον Σπανόν με τους σαράντα δράκους. Εφέραν τζαι την κουτσουκουτούν που τον Άην Τάφον, τζαι το βασιλόπουλλον τζαι την πριντζηποπούλλαν τζαι τον βοσκόν με το πιθκιαβλούιν. Ήρτεν τζι ο βασιλιάς με την βασίλισσαν. Ώς τζαι τον Θησέαν που την μυθολοΐαν εφέραν τον.

Έτσι μεταξύ μας …, η βασίλισσα ετριβιτζιάζετουν τζ΄ έθελεν να φα που πάνω της. Του ΄ν το κατάντημαν εν το όρπιζεν ποττέ της. Όϊ μόνον τα κοπελλούθκια ασύραν την που τα παραμύθκια σαν την τρίχαν που το ζυμάριν, εβρέθην τωρά μες σε τούτον ούλλον το χωρκαθκιόν. Ο Διγενής που την μιάν να χτιτζιολοά δρώματα που το πάλεψε πάλεψε με τον χάρον, ο Κωσταντάς που την άλλην με τες οι ποΐνες του να κόφκουν τουμάνιν, εκάμαν την βασίλισσαν να κουκκουμώσει. Ο βασιλιάς αρκοείδεν την τζ΄ ένεψεν της να κάμνει πομονήν. Ήταν ποφασισμένος να συμμαχίσει ακόμα τζαι με τον θκιάολον, φτάνει να ξαναμπούν μες τα παραμύθκια.

Προτελευταίος ήρτεν ο νούσιμος τζαι τέλεια τελευταίος ο πελλός που την πόρταν. Τραβά την πόρταν να την βαώσει, εξιμπάρρωσεν την. Όπως τότες στο παραμύχιν.

– «Ποττέ σου εν τζι εν βάλεις νουν», λαλεί του η βασίλισσα θυμωμένη.

Ανταν τζαι θωρεί τον βασιλιάν ο πελλός, εγρειάστηκεν τα. Ενόμισεν πους του κράτεν ακόμα κατζίαν που την πόρταν του παραμυθκιού. Ώς που να πεις αναρήν, ο πελλός εβρέθην πας σε μιαν αντέναν της τηλεόρασης.

Εβκήκαν ούλοι έξω τζι επαρακαλούσαν τον να κατεβεί.

– «Βρε γιε μου», λαλεί του ο καλικάντζιαρος, «κατέβα κάτω τζι εν για άλλην δουλειάν που ήρταμεν».

– «Όϊ, φοούμαι».

– «Κατέβα τζι εν θα σου κάμω τίποτε», λαλεί του ο βασιλιάς.

– «Ετσι είπες τζαι του Κάουρα για να τον καλοπιάσεις τζαι ύστερα έπεψες τον Κωσταντάν τζ΄ έκαμεν τον αρβάλιν!»

– «Βρε έλα κάτω τζαι τούτες εν παλιές ιστορίες», λαλεί του ο Κάουρας.

– «Ότι γράφετε δεν ιξιγράφετε», λαλεί του ο πελλός, «εγιώ τους βασιλιάδες βοούμαι τους».

– «Αφο΄ν κατεβαίννει με το καλόν, εν να κατεβεί με τον θυμόν», λαλεί τους ο Κωσταντάς, τζαι μπήει του μιαν φωνήν, εσούστην το σκαμνίν του προέδρου της Δημοκρατίας στην Χώραν. Βουννά του τζαι τον δεντροκολόριζον που κράεν, εζάωσεν την αντέναν σαν το κλωνίν της ακακίας.

– «Καλόν, να κατεβώ».

Πάει να πεταχτεί κάτω, εκοράτζισεν το βρακοζόνιν του πας το τζέρρατον της αντένας. Ήτουν μια αντένα αναμετάδοσης της τηλεόρασης. Πάει να το ξικορατζίσει, εξιμπάρρωσεν το. Που τζείνην την ώραν, ανακατωθήκαν τα κύμματα τζι επαένναν ώπου εθέλαν. Τα κοπελλούθκια μπροστά στες τηλεοράσεις αντίς να θωρούν κινούμενα σκέδια, εθωρούσαν σιονούθκια άσπρα.

Τα κινούμενα σκέδια στην αρκήν εχασκιαστήκασιν, αλλά μόλις εκαταλάβαν ίντα ΄ν που εγίνετουν, επεταχτήκαν που τα σύρματα έξω τζι ετσιππώσαν πας τον πελλόν να τον κουπανήσουν.

Πρώτος αμούνταρεν ο Πίκατσος.

Φακκά του μίαν τζερραθκιάν, πάνω στην τζεφαλήν του,
απου τον πόνον τον πολλήν, εζάωσεν το φτιν του.

Μόλις είδεν ο Διενής τον πελλόν να κυνδινεύκει, φακκά του μιαν γροθκιάν του Πίκατσου, εμετεξέλιξεν τον σε πικάτσαν.

Εποτυλίχτην ο Ρέϊντζερ τζι έκαμεν να σσιίσει πάνω στον Διενήν. Πριν όμως να φτάσει να του ξαπολίσει τα λέϊζερ του, φυσά του μιάν φωδκιάν ο Δράκος, εμετεξέλιξεν τον σε γάρον άσπρον.

Τζείνην την ώραν, επετάχτην ο Ππόπαϊς που την αντέναν τζι΄ ετσίππωσεν πας τα ζυνίσια του Κωνσταντά. Ξαπολά ο Κωνσταντάς τον λιόνταν που ΄κράτεν που το φτίν τζαι τυλίει τον Ππόπαϊν που το πόϊν, έκαμεν τον κατσούνιν. Φκάλλει έναν ττενεκκούϊν σπανάσιιν ο Ππόπαϊς, όσον τζαι ρούφισεν το, επρηστήκαν οι ποντιτζοί του σαν τες ταμπουτσιές. Αντινάχτηκεν πάνω τζαί πιρκολά του μιαν του Κωσταντά, έσπασεν του τρία παΐθκια. Βουννά ο καλικάνζιαρος το καμάτζιν του πας το μπράτσον του Ππόπαϊ, επόπρησεν του τους ποντικούς σαν την φούσκαν. Η Βασίλισσα ετριχομαλλίζετουν με την Μπάρπιν ποιά εν η πιο όμορφη τζι΄ο βασιλιάς εμάλλωνεν με τον γέρο-Σκρουτζ.

Εγεμώσαν οι τόποι ήρωες τζαι νέους τζαι παλιούς να παλιώννουν. Ο μόνος που εν έφαν πολλές ττοππουζιές ήταν ο πελλός που την πόρταν. Άφηκεν τους τζιαμέ να λαόννουνται τζι΄επήεν τζι΄έκατσεν δίπλα που μιαν τσακροπιτίλλαν τζι΄έπαιζεν. Άμαν νάϊν του κοντέψει κανένας, έντζιζεν πας έναν αγγουρούϊν τζι΄εσπούρταν του το μες τα μούτρα.

Η μάχη ήταν ισόπαλη ως την ώραν που έφκην που τη αντέναν ένας ξανθός παλληκαράς.

– «Είμαι ο Χέρκουλες ! Κάμετε τόπον !»

– « Ποιός Χέρκουλες βρε χερκελέ », λαλεί του ο Διενής.

– «Ο Χέρκουλες που την μυθολογίαν, ο Χηρακκλής » λαλεί του ο ξανθός.

– « Ο Ηρακλής ήταν ήρωας δαμαί στην περιοχήν γρόνια τζαι ζαμάνια πριν που μέναν », λαλεί του ο Διενής, τζαι πιάννει έναν διτζιίμιν τζαι σύρνει του το του ξανθού, ίσιαν να τον διαλύσει. Ο ξανθός άρπαξεν το διτζιίμην στον αέραν τζι έκαμεν να το σύρει πίσω του Διενή, μα ο Διενής ήταν σβέλτος σαν τον σπίριτον τζαι επόφυεν το. Το Διτζιίμιν επήεννεν σφήνα πας τον Πελλόν τζαι ήσιαν να το φάει αδέσποτον.

Ήταν η ώρα δώδεκα τζαι εμάσιετουν να γυρίσει ο χρόνος. Μόλις εσβήσαν τα φώτα ακούεται μια φωνή : – «Πρόσεχεεεεε !»

Μόλις εξανάψαν τα φώτα εδικλείσαν ούλλοι πας τον παππούν τον Παναήν.

– « Συμπαθάτε με », λαλεί τους ο γέρος, « επήρεν με ο νύπνος πας την πολυθρόναν τζαιεεε… »

– « Τζαι εγέρασες τέλεια » λαλεί του η γιαγιά η Νίτσα. « Χάτε πιάε έναν μελομακάρουνον να γλυκάνει το δόντιν σου. »

Τζαι εφάαν τα μελομακάρουνα, τζαι εσύραν τζαι κανέναν πας το ταβάνιν να φαν τζαι οι σκαλαπούνταροι, τζαι ζήσαν τζιείνοι καλά, τζαι ο πελλός που την πόρταν καλλύττερα.
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ACERAS ANTHROPOPHORUM














Ophrys Kotschkyi κοινώς σαλέπιν
===========================
Η oφρύς η Κοτσιεία ( ref εδώ) εν το κοινόν μελισσάκιν (έναν που τα πολλά είδη τέλος πάντων διότι έσιει καμιάν δεκαπενταρκάν). Βλαστά πουκάτω που τους πεύκους, τους ευκαλύπτους τζαι τες ακακίες. Είναι ενδημικόν φυτόν της Κύπρου. Είναι της οικογένειας των Ορχιδέων. Ανήψιιν του Aceras Anrhopophorum με λλία λόγια. Είναι μιτσίν φκιορούιν 20-30 πόντους που αθθίζει που τες αρκές του Μάρτη ώς τες αρκές του Απρίλη ανάλογα με το υψόμετρον, τζαι τες κλιματικές συνθήκες. Εκαταγράφτηκεν στον Ύψωναν, στην Κοφίνου, κοντά στην Σκάλαν, κοντά στο Τρίκωμον, στο Λάπαθος, κοντά στην Χώραν, στον Πενταδάκτυλον, την Μύρτου, στον Κορματζίτην, Τζερύνεια, Άγιον Αντρόνικον, Γιαλούσαν λαλεί ο Meikle στην Flora of Cyprus. Φαίνεται ότι στα κατεχόμενα ευδόκιμα παραπάνω.


Διαθέτει θκυό κρομμυούθκια, των οποίων το μέγεθος μπορείτε να φανταστείται από το όνομαν της οικογένειας του.

Τον παλιόν τζαιρόν, οι Κυπραίοι (όπως τζαι οι Λιβανέζοι) εσυνάαν τους περιβόητους κονδύλους, εξερανίσκαν τους, ετρίφαν τους (μεν πααίννει ο νούς σας στα πονηρά), εκάμναν τους σκόνην τζαι ενεκατώναν 2 κουταλάκια του γλυκού για κάθε ποτήριν νερόν χογλαστόν μέσα στο οποίον έβρασεν κανέλλα τζαι τζίντζερ. Εκάμναν έτσι το σαλέπιν.

Το ζεστόν αυτόν παρασκέυασμαν, λαλεί η Κυριακή Ζανέττου στο βιβλίον της για τα φαρμακευτικά φυτά της Κύπρου, εθεωρήτουν τονωτικόν, εσυστήννετουν σε άτομα αδύνατα, καχεκτικά, τζαι σε άτομα που βρίσκονταν σε ανάρρωσην γιατί είναι ευκολοχώνευτον τζαι θρεπτικόν. Συστήννεται για:

– στυπτικόν για ευκοιλιότητες τζαι κατά της δυσεντερίας
– θερμαντικόν τζαι μαλακτικόν κατά του ξερόβηχα σε γρίπες τζαι κρυολογήματα
– αφροδισιακόν (πολλοί νομίζουν ότι είναι λόγω του σχήματος τζαι του ονόματος των κρομμυουθκιών του αλλά από ότι φαίνεται, είναι λόγω ντζίντζερ τζαι κανέλλας που το σαλέπιν άφτει τα γαίματα αυτού ή αυτής που θα το πιεί)
– είναι ευστόμαχον λόγω της βλέννας που περιέχει τζαι καλύπτει την επιφάνειαν του στομασιού τζαι βοηθά σε γαστρίτιδες, ακόμα τζαι σε έλκος στο στομάσιιν.

Το σαλέπιν λοιπόν συστήνεται ζεστόν για προβλήματα του αναπνευστικού τζαι του γαστροεντερικού συστήματος.

Άμαν δεν χωνεύκετε κανέναν, μπορείτε να πιείτε σαλέπιν να σας περάσει.

Μόνον που οι οφρύδες γίνουνται ολοέναν τζαι πιο σπάνιες λόγω της ανάπτυξης της γης τζαι κινδυνεύκουν να χαθούν που τον τόπον. Άμαν δεν χονεύκεται κανέναν λοιπόν ίσως να πιο οικολογικόν να επισκεφτείτε κανέναν ψυχολόγον.

Αν δεν πάτε τους ψυχ τζαι επιμένετε σε φυσικές συνταγές, υπάρχει μια λύση. Μόλις δείτε ταπέλλαν "Real Estates" , "Yiakoumis Development", ή "πωλείται κτήμα", φκάρτε όσες οφρύδες βλαστούν τζειμέσα χωρίς τύψεις. Έτσι τζαι αλλοιώς εν ποσπασμένες. Καταστρεφετε την βιοποικιλότηταν πριν να την καταστρεψουν άλλοι τζαι έχεται σαλέπιν με neutral οικολογικές επιπτώσεις. Πιείτε σαλέπιν τωρά πόσιει. Βοηθά στην χώνεψην.
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ACERAS ANTHROPOPHORUM







 

Ρόπτρο-κρικέλλι
=====================
Διακρίνεται το θυροκάρφι.
...................................

Τα χεράκια ήταν χάλκινα και οι υπηρέτριες τα γυάλιζαν με στιμμένες λεμονόκουπες που βουτούσαν στη στάκτη, τις παραμονές στις μεγάλες σκόλες και στα δεξίματα καθώς κρυφοκοιτούσαν χαμηλοβλεπούσες τους περαστικούς.

































Τα χεράκια έδειναν έμπνευση και στους ερωτευμένους ποιητές, που όταν δεν μπορούσαν να αγγίξουν το χεράκι της αγαπημένης τους, έγραφαν:
"Σαν πέρναγα το δρόμο σου πολλές φορές για σένα
και είχε σκοτεινιάσει
το χέρι άπλωνα δειλά στο μπρούτζινο χεράκι
που κρέμεται στην πόρτα.
Κι αφού το χάϊδευα απαλά κι έφευγε το μεράκι
συνέχιζα τη βόλτα."

Η ιστορία του ρόπτρου είναι τόσο παλιά όσο και η ανάγκη για υποδήλωση της ανθρώπινης παρουσίας με το χτύπημα μιας πόρτας. Αυτή η ανάγκη για σήμανση με ήχο, καλύφθηκε με το ρόπτρο ή όπως έγινε γνωστότερο στις μέρες μας ως επίθυρο χεράκι.

Στους μυθολογικούς χρόνους συναντάμε το ρόπτρο σαν έννοια που προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Το χρησιμοποιούσαν οι ιερείς της θεάς Ρέας, όπως αναφέρεται από τον Λουκιανό.
Τό όργανο αυτό ήταν ένας μικρός χάλκινος κρίκος με τεντωμένη επάνω του μεβράνη· μαζί με κρόταλα, έγχορδα και πνευστά όργανα, χρησιμοποιείτο σε τελετές της θεάς.
Οι ομηρικοί χρόνοι και ο 8ος αι. π.Χ. είναι μία άλλη περίοδος του ρόπτρου
στον ελληνικό χώρο. Η πιο συνηθισμένη μορφή ήταν το «ευθύ ρόπτρο»
Η θέση του ήταν κάθετη προς το έδαφος και συνδεόταν με την πόρτα μέσω ενός αθέατου καρφωμένου μεταλλικού στοιχείου και ενός μικρού κρίκου ή βρόχου· το ελεύθερο άκρο του, όταν ανασηκωνόταν, χτυπούσε πάνω στο ξύλο της πόρτας ή συνήθως σε μεταλλικό στοιχείο (πλάκα) ή σε πτατυκέφαλο καρφί. Στην ίδια θέση και με την ίδια μορφή σχεδόν την συναντάμε και σήμερα και στην Οξυά Καστοριάς
Στους κλασικούς χρόνους η εννοιολογική σημασία του ρόπτρου έλκεται από τη λέξη «ροπή»: η προς τα κάτω φορά, κλίσις, το γέρσιμο· ο Ευριπίδης στον Ιππόλυτο αναφέρει: «τῷ τρόπῳ Δίκης έπαισεν αὐτόν ῥόπτρον», ενώ αλλού γίνεται αναφορά για το ρόπτρο της πόρτας,στον Ίωνα αλλά και ο Αριστοφάνης στη Λυσιστράτη «νῦν δέ και ῥόπτρον χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα»
Στους βυζαντινούς χρόνους ο κρίκος εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη μορφή ρόπτρου μαζί με την λεοντοκεφαλή. Σ΄αυτή τη μορφή, που τα καλύτερά δείγματά της πρωτοσυναντάμε στη Θεσσαλονίκη, σιγά-σιγά χάνει τους κλασικούς χαρακτήρες και η Δυτική επιρροή γίνεται φανερή.
Στον Μεσαίωνα και μέχρι τον 15ο αι. εμφανίζεται το γοτθικό ρόπτρο και οι παραλλαγές του. Ένα κλασικό γοτθικό ρόπτρο είναι η λεοντοκεφαλή- αρκετά απλοποιημένη και μέ έντονες διαφορές από την ελληνική- με τον κρίκο στα δόντια του ζώου· η χαίτη του ανοίγει σαν αστέρι με δεκαπέντε κορυφές. Σε δεύτερο κύκλο υπάρχουν φύλλα αμπέλου και τσαμπιά σταφύλλια, ενώ σε τρίτο κύκλο υπάρχει λεπτή σιδερόβεργα που περιβάλλει το σύνολο της παραστάσεως. Από το κάτω μέρος του κρίκου μέχρι την άκρη της χαίτης το γοτθικό ρόπτρο έχει ύψος 14 εκατοστα.
Στην αναγέννηση το ρόπτρο γνωρίζει τη μεγαλύτερη ίσως ποικιλία μορφών και σχεδόν πάντα είναι χυτό και από κράμα διαφόρων μεταλλων. Τα σχέδια είναι περίτεχνα και οι μορφές τέλεια γλυπτά, όπως ρόπτρα με κεφαλή αλόγου που η επίκρουση γίνεται με το πέταλό του που κρέμεται γύρω από το λαιμό του ζώου ή την κεφαλή κόρης με πλεξούδες, ένα έφηβο ή και μυθολογικά θέματα όπως η μέδουσα, ο κύκνος με σώμα φιδιού ακόμα και οι σάτυροι
Οι κοινωνικές και οι βασικότερες ανάγκες επιβιώσεως ανέστειλαν για πολλά χρόνια την οποιαδήποτε σκέψη για «καλλιέπεια στις εξώθυρες». Η ισχυρή όμως παράδοση των μαστόρων δεν άργησε να δημιουργήσει ξανά τα νέα- πρωτόγονα για την εποχή- εργαστήρια, συνέχεια των παλαιών οργανωμένων. Στην «Μεταλλοτεχνεία» ακόμα και στο πιο μικρό χωριό υπήρχε εργαστήριο, αν όχι πάντοτε παραγωγής, τουλάχιστον επισκευής και συντηρήσεως αντικειμένων καθημερινής χρήσης

http://tsoumpasphotogallery.ning.com/groups/group/show…













Τα παραμύθια της γιαγιάς
=========================

Γράφει ο Στέλιος Γκίνης

Η παραδοσιακή μεγαρική οικογένεια είχε πολλά μέλη. Η μάνα μου, για παράδειγμα, είχε οκτώ αδέλφια και ο πατέρας μου εννέα. Οι περισσότερες τότε οικογένειες ήσαν τριών γενεών, που κατοικούσαν κάτω από την ίδια στέγη, γονείς, παιδιά και ο παππούς με τη γιαγιά. Σήμερα συγκατοικούν δυο γενιές στις οικογένειες, είναι ολιγομελείς με ένα, δύο ή τρία το πολύ παιδιά, ενώ ο παππούς με τη γιαγιά ζούνε χώρια.

Αναρωτιούνται πολλοί, πώς κατάφερναν τότε οι γονείς να διαπαιδαγωγήσουν τα πολλά παιδιά τους, αφού ούτε γράμματα πολλά ήξεραν, ούτε είχανε φοιτήσει σε… σχολή γονέων! Η απάντηση είναι απλή. Με το παράδειγμά τους. Τα κορίτσια βοηθούσαν τη μάνα τους από μικρά στις δουλειές του σπιτιού, ενώ τ’ αγόρια στις αγροτικές δουλειές τον πατέρα. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μάθαιναν στα μικρότερα, πώς να συμπεριφέρονται και είχαν οδηγό τους την παράδοση.

Η γιαγιά, ενώ έγνεθε με τη ρόκα της, μάζευε γύρω της σε σκαμνάκια τα μικρά της εγγόνια και τους έλεγε παραμύθια για βασιλόπουλα, που πάλευαν με δράκους να σώσουν την όμορφη βασιλοπούλα. Τα παιδιά άκουγαν με ανοιχτό το στόμα τη γιαγιά να τους λέει για τις νεράιδες, το «κατσίτσι», τον κόκορη που τραπήδηξε από το παραθύρι. Στη φαντασία τους αυτά τότε, έπαιρναν διαστάσεις, αλλά όχι εφιαλτικές, όπως με τα τρομακτικά τέρατα που προβάλει τώρα η τηλεόραση στα παιδικά προγράμματα. Η μάνα έδερνε τα παιδιά της, όχι όποτε είχε τα νεύρα της, αλλά όταν έκαναν αταξίες. Ο πατέρας, στα σοβαρά παραπτώματα των αγοριών, έβγαζε τη… λουρίδα του και τους κοκκίνιζε τα γυμνά τους ποδάρια.

Με αυστηρότητα λοιπόν, αλλά και με πολλή αγάπη, μεγάλωναν τότε τα παιδιά τους. Ήταν πιστοί στις παραδόσεις τους, που τώρα πολλοί νομίζουν ότι είναι ξεπερασμένες. Τόσο τους κόβει!

Στη σημερινή εποχή της κρίσης, όλη η βρωμιά και η κάθε είδους ανωμαλία προβάλλονται από την τηλεόραση, με αποτέλεσμα να υπονομεύουν την οικογενειακή άμυνα. Τα πολύχρωμα παιδικά κινούμενα σχέδια, άριστα σκηνοθετημένα και εντυπωσιακά, με τέρατα και σκηνές βίας, καθηλώνουν τα παιδιά μπροστά στην τηλεόραση με τις ώρες.

Τα παραμύθια τώρα της γιαγιάς, δεν έχουν… πέραση!

Ο Κοντορεβυθούλης, η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα και το μεγαρίτικο «Η Κουρούνα με τ’ άντερα», μόνο εμείς οι μεγάλοι τα θυμόμαστε.

Τα παιδιά, ούτε που θέλουν να τα ξέρουν, ούτε και έχουν χρόνο να τ΄ακούσουν.

Οι μαμάδες «παρκάρουν» τα μικρά παιδιά τους μπροστά στην τηλεόραση με τα «εφιαλτικά» παιδικά, για να κάνουν τις δουλειές τους.

Έτσι, όμως, χωρίς να το καταλάβουν, οι γονείς χάνουν τον έλεγχο των παιδιών τους σιγά, σιγά. Τα παιδιά τους ζούνε στην «εικονική» πραγματικότητα της τηλεόρασης, ενώ η φωνή των γονιών γίνεται αδύνατη και σκεπάζεται από την προπαγάνδα της τηλεόρασης. Αυτό θα το καταλάβουν οι γονείς, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να θεωρούν τις συμβουλές τους… ως καταπίεση! Τότε όμως ίσως είναι αργά, αφού θα έχουν κοπεί οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και γονιών. Η λύση είναι να διαθέτουμε περισσότερο χρόνο κοντά στα παιδιά μας παρά να ακούμε τα παραμύθια των πολιτικών.

http://enimerosi-news.gr/ta-paramithia-tis-giagias/













ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ




η λεξη Κνυζίν -τσαμπί
κι η εξήγηση παρακατω




Η λέξη < Κνυζίν > γράφεται με ''υ '' και σημαίνει όπως αναφέρθηκε τσαμπί σταφύλι, βότρυς. Από το αρχαίο φυτό κνύζα ( ή κόνυζα) από όπου παραγόταν ο κονυζίτης οίνος. και οι ρώγες είναι σφικτά κολλημένες η μιά πάνω στην άλλη. Το φυτό αυτό έχει αδένες που εκρίνουν κολλώδη ουσία και απο την κολλώδη αυτή ιδιότητα του φυτού προήλθε και η έννοια του ρήματος κνυζώννω.












Η ΆΜΠΕΛΟΣ
===============
Πατρίδα της αμπέλου είναι οι χώρες περί την Μεσόγειον.Παντού στην Ελλάδα συναντούμε την αγρία άμπελο (αγράμπελη) ως αναρριχητικό φυτό,να ανελίσσεται μέχρι τις κορυφές υψηλών δένδρων, αλλά και σε στέγες σπιτιών.Η καλλιέργεια της αμπέλου συνδέεται με πανάρχαιους Ελληνικούς μύθους.
...Αφού έπλασεν ο Ζεύς τους ανθρώπους ,εκάλεσε όλους τους θεούς είς κρίσιν του πλάσματος του. Όλοι έκριναν το δημιούργημα τέλειον και επήνεσαν την μεγάλη του Διός σοφίαν. Μόνος ο Μώμος υψώσας την φωνήν είπεν:
''ότι σεις νομίζετε τέλειον, εγώ εις αυτό ευρίσκω μέγα ελάττωμα''. και ερωτηθείς ''ποίον'' απεκρίθη. ''ότι έπρεπεν ο Ζεύς να κατασκευάση εις το στήθος των ανθρώπων μίαν θυρίδα και μίαν άλλη εις τα πλάγια της κεφαλής, διά να βλέπει τους λογισμούς και τα πάθη της ψυχής ένας του άλλου και να μην απατάται διά την άγνοιαν''.
Εταράχθησαν οι θεοί εις την κρίσιν του Μώμου ταύτην, αλλ' ο Ζεύς επρόσταξε τον Διόνυσον να διδάξη τους ανθρώπους να φυτεύωσιν αμπέλια, λέγων ότι ο καρπός του δένδρου τούτου θέλει αναπληρώσει των θυρίδων την έλλειψιν.
Τις πλέον κρυφές διαθέσεις φανερώνει πολλές φορές η οινοποσία, καθώς μας το μαρτυρεί και η γνωστή σε όλους παροιμία ''Εν οίνω αλήθεια'' (οίνος κρυφογνώστης)
Αίσωπος
ΣΗΜ. :Μώμος είναι το όνομα αρχαίου, ίσως ασήμαντου, θεού της Ελληνικής μυθολογίας, που εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο επειδή αμφισβήτησε τον Δία. Είναι ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού, προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας. Τον παρίσταναν να κρατά ένα ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας.
Η ελληνική μυθολογία λέει ότι καθώς οι άνθρωποι έγιναν πολλοί και βάραιναν τη Γη εκείνη παραπονέθηκε στο Δία να την ελαφρύνει λίγο. Ο Δίας προκάλεσε έναν πόλεμο, τον Θηβαϊκό, στον οποίο σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι και έτσι η θεά Γαία ελάφρυνε. Το πρόβλημα όμως επανεμφανίστηκε αργότερα και ο Δίας ζήτησε τη συνδρομή και άλλων θεών. Τότε ο Μώμος, γιος της Νύχτας, - κατά άλλους της Θέμιδος και του Ύπνου, κατά άλλους πατρός αγνώστου, τον συμβούλεψε να γεννήσει μια πανέμορφη κόρη και να παντρέψει τη Νηρηίδα Θέτιδα με θνητό. Ο Δίας ακολούθησε τις συμβουλές του και έτσι γέννησε από τη Λήδα την Ελένη και πάντρεψε τη Θέτιδα με τον Πηλέα. Αυτά τα δύο γεγονότα έγιναν αιτία να ξεσπάσει ένας μεγάλος πόλεμος πολύ πιο φονικός από τον προηγούμενο που θα γινόταν γνωστός ως Τρωικός πόλεμος.
Αναφέρεται από τον Λουκιανό στο έργο του «Θεών εκκλησία» να κατακρίνει τον Δία για παρανομίες με αποτέλεσμα να νοθεύεται το συνέδριο, με το να ενώνεται με θνητές γυναίκες. Ο θεός αυτός κατέκρινε επίσης τον Ήφαιστο, επειδή, όταν έφτιαξε τον άνθρωπο, δεν κατασκεύασε παράθυρα στο στήθος του, ώστε να βλέπει ο κόσμος τι σκέπτεται και αν λέει ψέματα ή αλήθεια.Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή δεν κατόρθωσε να βρεί καμία ατέλεια στην Αφροδίτη.
Στη φαντασία των ανθρώπων αναποδογυρίζει απότομα τις τύχες τους. Τους ρίχνει απ' την ευτυχία στη δυστυχία, μετατρέπει τις επιτυχίες τους σε αποτυχίες και τους «θριάμβους» τους σε απόγνωση.
ΦΩΤΟ:
Λεπτομέρεια πίνακα του Ιππόλυτου Μπερτώ (Hippolyte Berteau) στην οροφή του Θεάτρου Graslin στη Ναντ






ΚΡΗΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ


ΑΠΟ ΤΟΝ Μανώλη Χετζογιαννάκη


ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Οντεν ήμουνε κοπέλι


Οντεν ήμουνε κοπέλι κι ήβλεπα (φύλαγα) τ’ αγά τ’ αμπέλι


ήρθανε τρεις αδερφήδες να μου πάρουν τσι σταφίδες.


Παίρνω τον απάνω γύρο να βρω βέργα να τσι δείρω


και μπερδένω σ’ ένα βάτο μούδε πάνω μούδε κάτω.


Κι έρχεται η πια μικιή να με βάλει στο σακί


κι έρχεται κι η πια μεγάλη να με βάλει στο τσουβάλι


κι έρχεται κι η κοντοκώλα κι όλο στη κοιλιά μου κόλλα (χτυπούσε)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.