Λογιώ-λογιώ, λοήσιμες, ξυφαίνω μαντινάδες
Αποσπερίδες και βαϊζα
Του Κωστή Λαγουδιανάκη
=================
Εγώ ’χω δυο αγαπητικές κι έχω διπλή αγκάλη
Δασκαλική λένε τη μια,Kρητολαλιά την άλλη
Θε μου και δώ’μου δύναμη πλήσα για να παλέψω
τα ιερά και όσια τση Κρήτης μη μολέψω
..........................
Θε μου=Θεέ μου πλήσα=αρκετή μολεύγω=μολύνω,αλλοιώνω,νοθεύω
...................................
Με το νερό τση φρόνεψης να πλύνεις τη ζωή σου
να μη γροικούνται σουχλικά ποτές για όνομής σου
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
(η) φρόνεψη=η σωφροσύνη, η λογική (τα)σουχλικά=τα κουτσομπολιά
(για) όνομής σου=για σένα, για χάρη σου
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ποκαμισάρης στο βορνό τσ’αγάπης ματσιπέτι
τη δροσεράδα ρέγομαι κανακιστά στο μπέτη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ποκαμισάρης=φορώντας μόνο το ποκάμισο βορνό=σε βόρειομέρος,ξαερινό
(το) ματσιπέτι=στηθαίο τοίχου κανακιστά=χαϊδευτικά (ο)μπέτης=το στήθος
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δε σολαγάτ’ η σκέψη μου και κάθα ντις και ντάι
αμοναχό με παραιτά κι οθεγκειά που’ναι πάει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
σολαγάται=ησυχάζει,ηρεμεί κάθα ντις και ντάι=κάθε τόσο,συχνά
παραιτώ=εγκαταλείπω,αφήνω οθεγκειά=προς τα εκεί
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μόφωτα φεύγει η σκέψη μου κι ολημερνίς τη χάνω
σταλίζει στο κονάκι τζη, στο μπέτη τζη απάνω
μόφωτα=μόλις αρχίζει το φως της μέρας ολημερνίς=κατά τη διάρκεια όλης της μέρας σταλίζω=παραμένω σε σκιερό μέρος για ξεκούραση κονάκι=το σπίτι
Σε κάθα γλέντι του σεβντά κλουθώ του αξοπίσω
και πίνω κούπες το κρασί και που να ξεξοινίσω
(ο) σεβντάς=ο έρωτας κλουθώ=ακολουθώ αξοπίσω=από πίσω
ξεξοινίζω=ξεμεθώ (που να) ξεξοινίσω=είναι αδύνατον μα ξεμεθύσω
Σταμνί καινούργιο του σεβντά ομπρεί στο σταμνοτάτη
κι έχω σαφί τη γ-κούπα μου κρυγιό νερό γεμάτη
ομπρεί(το σταμνί)=υγραίνεται,βγάζει στάλες νερού στα τοιχώματα (ο)σταμνοτάτης=
η υποδοχήόπυ τοποθετείται το σταμνί σαφί=πάντα κρυγιός=κρύος,δροσερός
΄Εχος απού ’ναι στσ’ αδικιάς το αίμα βουτημένο
πύρι-πυργιού του μέλλεται κι άνεμος των ανέμω
(το) έχος-(τα)έχη=όσα έχει κάποιος,τα περιουσιακά στοιχεία (η) αδικιά=η αδικία
πύρι-πυργιού=φωτιά στη φωτιά άνεμος των ανέμω=”ανεμομαζώματα-διαολοσκορπίσματα”----
Ας ήσουνε ανέφαλο στσι τόπους σου να πράσσω
να βρέχεις και να βρέχομαι μέχρι να παπουδιάσω
(το) ανέφαλο=το σύννεφο πράσσω=συχνάζω παπουδιάζω=μουλιάζω από το πολύ νερό
Στα κουτουρού δε ρέγομαι να καταλώ το χρόνο
τη γ-κάθα ώρα και στιγμή σιγουρομπερδουκλώνω
κουτουρού=επιπόλαια,άσκεφτα καταλώ=καταναλώνω,φθείρω σιγουρομπερδουκλώνω=παίρνω τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για να αποφύγω δυσάρεστες συνέπειες
Έμου δε βρέχει μιαολιά,έμου αέρας πιάνει
ξεροτσιβή κι ανυδριά τη βιόλα δα ξεράνει
έμου…έμου=αφ’ ενός μεν…αφ’ετέρου δε μιαολιά=λίγο (η) ξεροτσιβή=το ξεροβόρι δα=θα
Στο μουτουπάκι του σεβντά ξετρέχω ν’ ανεδιάζω
να πίνω μαρουβά κρασί και να ξετσικαλιάζω
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
(το) μουτουπάκι=η κουζίνα ξετρέχω=επιδιώκω ανεδιάζω=εμφανίζομαι, συχνάζω (ο)μαρουβάς=το παλιό δυνατό και καλό κρασί ξετσικαλιάζω= αφαιρώ το καπάκι του τσικαλιού και τρώγω φαγητό από το τσικάλι μέσα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μια μαναρά κι αμοναχή το ξύλο δε ντο σκίζει
με τω μ-πολλώ τη συντρομή κόσμος ομορφίζει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
(η) μαναρά=η τσεκουριά (η)συντρομή=η βοήθεια,η συνδρομή
μορφίζω και ομορφίζω=ομορφαίνω, καθιστώ όμορφο
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Εγώ ’χτιζα το σ’ αγαπώ κι εσύ το αλαμπλίρι
και του σεβντά επόμεινε μεσόκενο το χτίρι
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
αλαμπλίρι=άραγε,μήπως μεσόκενος=μισοτελειωμένος
(το)χτίρι=η υπό ανέγερση οικοδομή
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Στου ήλιου τα βουτήματα κάθομαι στη λοτζέτα
και δικιμάζει ο λοϊσμός ’πό τσι χαρές κουφέτα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
στου ήλιου τα βουτήματα=την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος (η)λοτζέτα= ο εξώστης δικιμάζω=δοκιμάζω (ο)λοϊσμός=η σκέψη
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μόχοντας με ξυπνά ο σεβντάς για τση δουλειάς τη βιάση
και του τρυγώ ολημερνίς,ίσαμε να μοχριάσει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
μόχοντας=πριν ξημερώσει καλά-καλά (η)βιάση=η βιασύνη,η επείγουσα ανάγκη
ολημερνίς=κατά τη διάρκεια όλης της μέρας ίσαμε=μέχρι μοχριάζει=σκοτεινιάζει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Τση Μυλιαργούσας το πρωί σ’ έδα στη μ-προσπαθιά μου
δουλειά εβρήκε τοτεσάς μερού-νυχτού η καρδιά μου
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μυλιαργούσα=η γιορτή της Υπαπαντής ή Παναγίας τση Μυλιαργούσας όπου “οι Μύλοι αργού κι οι δούλοι αργού κι οι γαϊδάροι σκόλη έχου” σ’ έδα=σε είδα στην προσπαθιά=στην “ώρα επάνω” μερού-νυχτού=μέρα και νύχτα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Συνορισά ’χαμε κι οι δυο στου έρωτα τη βράση
κι άριστα κιουκιουρίζεται πως θα μας προϊβάσει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
(η)συνορισά=η ευγενής άμιλλα (η)βράση=η έξαρση,η αποκορύφωση κιουκιουρίζεται=φημολογείται,ψιθυρίζεται προϊβάζω=προβιβάζω
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Σογκυματεί ο λοϊσμός στσ’ αγάπης το σπαρμένο
τ’ αλώνι,το βωλόσυρο και το λαμί ανημένω
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
σογκυματεί=έκφραση για τους ομοιόμορφους κυματισμούς που κάνει το σπαρμένο στο ελαφρύ φύσημα του ανέμου (το)λαμί=ο σωρόςτου αλωνισμένου καρπού στη μέση του αλωνιού προκειμένου ν’ αρχίσει το λίχνισμα
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν ήθελε μια λέξη μου στη χέρα τζη να πιάσει
μα σύρε-ξέσυρε ο σεβντάς την έχει εδά συβάσει
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
σύρε-ξέσυρε=σιγά-σιγά συβάζω=πείθω
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μοσκόχορτο κι αμύγδαλα μες στο τσικάλι βάνω
ξεσπόρισα και ραζακί γλυκό για να το κάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.