ΚΑΛΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ

2/2/2013

Σήμερα ξεκινά μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε λέξεις, φράσεις, αστεία , μικρές ιστοριούλες, θρύλους από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, που θα συμπεριλαμβάνουν τις ντόπιες εκφράσεις - λέξεις του κάθε τόπου.

Ελπίζω και προσβλέπω στην βοήθεια και συμπαράσταση, μια και κινητήρια δύναμη μας είναι η κοινή μας αγάπη για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.

ΕΜΠΡΟΣ,,,,,λοιπόν να φτιάξουμε ένα χώρο που ο καθένας από μας θα βρίσκει τις ρίζες του και θα γίνει εστία έλξης για νέους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακούσουν τους παππούδες τους να μιλάνε ....την ντοπιολαλιά των χωριών τους....
΄Οσοι θελήσουν να βάλουν κείμενα ή λέξεις του τόπου τους, μπορούν να τα στέλνουν είτε στο e-mail που είναι :

artemismosch@gmail.com
ή θα τα γράφετε στο χώρο των σχολίων ...και μετά θα τα κάνουμε άμεση ανάρτηση στον κύριο χώρο εμείς....

Σας ευχαριστώ και αναμένω ανταπόκριση ,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠ



Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΣΟΥ ΠΑΤΡΙΝΟΥΣ....ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ











-Και ποιος είναι; του λένε οι άλλοι.
-Είναι ένας, λέει, που ηρτε για λιγαις μεραις εδώ από την Αθήνα, μα δεν μπόρεσα να μάθω πως τόνε λένε.Είναι ένας ξεραγκιανος, πουχει τ ο κορμί τ ου κολλημένο απανου σε δυο πόδια αψηλά και λιανά σαν μπαστούνια, με κάτι μουστακακια που στέκονται σαν κειαις τση βουρτσουλαις που έχουνε οι λούστροι και αλείφουμε τη μπογιά, που έχει τα μαλλιά του από πανου από  το κεφάλι του σα λιμπρέτο φκιασμενα, ενας που ούλο μιλαε σαν το Λατα και όντας έβλεπε καμμια κοπελλα ελεε πως ούλο κεινονε τηραε και του έκανε αμόρε! Μουρε λέει , αν καθοτουνε ακόμη εδώ καμμια δεκαριά μεραις, θα πηενε το λεμονοκομματο μισή δραχμή το ένα.
-Αρωτηξα ναν τόνε μάθω, ελεε εκειος με τις φαβορηταις, μα δεν τον ήξερε κανένας, γιατί ητουνα καινούργιο καμπηονι.  Ένας μόνο μουπε πως ητουνα απο την Αθήνα και πως μια βολα τον είδε σε μια σάλα και ξηγαε το βαγγέλιο και ας μην έχει και γένια.
-Μουρε τι λες, του λέει ενας , που ούλο εσφουγγαε τη μύτη του, γιατί έρεε απο το συνάχι σαν τρουπια μπικιονα, μουρε αν ηναι εκειος ο τσαγκλαριδης ο Αθηναίος, που λες, εκειος δεν πιστεύει τίποτα και θα ξηγηση και το βαγγέλιο;
-Και τι μπαίνει αυτό, του λέει ενας άλλος, που ούλο ερευοτουνα σα γρηα, μηδα οι παππαδες  που διαβαζουνε το βαγγέλιο το πιστευουνε; Ξερεις τι πιστευουνε μόνο; το λιμπρο και μαλιστα όντας είναι φορτωμενο με ασημια πουλιο περσσοτερο το πιστευουνε, τα λογια που λέει ουτε τ ακουνε, ουτε τα πιστευουνε, γιατί αν τα πιστευανε δεν θα ηντανε τοκογλυφοι, δεν θα ορκωνοντανε ψεμματα ε τσετερα, ε τσετερα, ε τσετερα.

ΕΜΜ. ΡΟΙΔΗΣ.





ΞΕΡΑΚΙΑΝΟΣ  = Ο ΠΟΛΥ ΑΔΥΝΑΤΟΣ...ΠΕΤΣΙ ΚΑΙ ΚΟΚΚΑΛΟ...

ΚΑΜΠΙΟΝΙ = ΤΥΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΜΙΑ ΒΟΛΑ  = ΜΙΑ ΦΟΡΑ

ΞΗΓΑΕ = ΕΞΗΓΟΥΣΕ

ΜΠΙΚΙΟΝΑ = ΚΟΥΒΑΣ ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΟΡΘΟΓΩΝΙΟΥ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΠΙΠΕΔΟΥ




Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΑΛΑΔΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΑΔΑΝΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ


Άρτεμις παπ
Ο ΑΛΑΔΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΑΔΑΝΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ
=====================================

Τα βάσανα του αλαδανάρη ανάφεραν πάντα όλοι οι αλα-
δανάρηδες που κουβέντιασα. “Στη βούργια ένα κομμάτι
ψωμί με λίγες αλατσολιές ή λίγο τυρί” για γεύμα κι’ ένα
παγουράκι με νερό για τη δίψα που φέρνει η επίπονη
προσπάθεια της συλλογής του αλαδάνου κάτω από την
κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ήλιου με το ερ-
γαστήρι να χτενίζει τους αγκισάρους σε κορφές και σε
λαγκάδια και με τον ιδρώτα να τρέχει ασταμάτητα. “Όμως
κιανείς αλαδανάρης ποτές του δεν εκρύωσενε κιας δρώ-
νει κιας ξεδρώνει ολημερνής τση μέρας γιατί ο θυμός (τα
πτητικά συστατικά) τ’ αλάδανου είναι μεγάλο φάρμακο
και κειοσάς ο θυμός είναι παντού όντεν αλαδανίζουμε”.

Στο λήμμα “αλάδανος” δεν υπήρχε αναφορά, όμως για το
“λάδανον” έγραφε: “κομμεορητινώδης ουσία εκκρινομένη
εκ των δένδρων (sic) του είδους κίστος ο κρητικός ή του
λαδανοφόρου, υπό μορφήν φαιομελαίνης μάζης βαλσα-
μώδους οσμής, ήτις δ’ ανεγράφετο άλλοτε ως διεγερτικόν:
το λάδανον δέον να μη συγχέηται προς το λαύδανον” και
συνέχιζε περιγράφοντας τον τρόπο συγκομιδής “εν Κύπρω
και Κρήτη και τισι άλλες χώραις της Μεσογείου”, αλλά
δε θα καταχραστώ της υπομονής σας αντιγράφοντας το
σχετικό εδάφιο, όμως εκείνο που μου διέγειρε τη φαντασία
ήταν το αναγραφόμενο ότι όλη η παραγωγή από την Κρήτη
και την Κύπρο στελνόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου
από όπου τη διοχέτευαν στο Σουδάν για “αντιλοιμική και
μυρεψική χρήση”

Την κομμεορητίνη από τον αγκίσαρό μας, τον Cistus creticus
ssp. creticus μάζευαν και στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρό-
νων όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης και μάλιστα τονίζει την
ποιοτική υπεροχή του Κυπριακού Λαδάνου που το μάζευαν
σέρνοντας σκοινιά πάνω στα κλαδιά του Κίσθου, όπως γίνεται
και σήμερα στο Μυλοπόταμο, έναντι του Αραβικού και του
Λυβικού.

Στον αγκίσαρο, τον αλάδανο και τους αλαδανάρηδες ανα-
φέρεται ο κρητικής καταγωγής καθαρευουσιάνος ποιητής
Αντ. Αντωνιάδης (1836-1905) στο έργο του “Κρητηίς”.
Κίσσαρος θάμνος μικρός της ελαίας παρόμοιος
ως εις τα φύλλα αδρά και τραχέα
χρήσιμον λίπος εντεύθεν προς νόσους των άρθρων συνάγουν
Λάδανον τούτο καλούσιν κολλά δ’ εις αιγών γενειάδας
όθεν αυτό συναθροίζουν οπότε του θέρους ο καύσων
καίει ως κάμινος
Ίνα τ’ ολίγον αυξήσουν οπόσον παρέχουν αι αίγες
Άνδρες νηστεύοντες, ύδωρ δε πίοντες μόνον αφθόνως
την μεσημβρίαν αφού δέσουν λωρία τριών σπιθαμών
εις ισόμηκες βάκτρον
Είτα δε σύρουν αυτά προς τους θάμνους και
ούτως
ο λίπος μένει επάνω αυτών και το ξύνουν
με μαχαίραν τότε.
Ας γνωρίσουμε όμως τον αλάδανο σε γενικές γραμμές γιατί
πραγματικά έχουν γραφτεί βιβλία για την ιστορία, τη λαο-
γραφία, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του.
Ο “αγκίσαρος” κατά Θεόφραστον “Κίσθος” ήταν γνωστός
στους αρχαίους Έλληνες καθώς και η ρητίνη του το “Λή-
δανον ή Λάδανον”.

Λάδανον-λήδανον-αλάδανος
Η ιστορία του αλάδανου που αριθμεί τουλάχιστον 2.500
χρόνια μαρτυρεί τη διαχρονικότητα της χρήσης του αλλά
και της γλώσσας μας!
Ο ΑΛΑΔΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΑΔΑΝΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ
=====================================

Τα βάσανα του αλαδανάρη ανάφεραν πάντα όλοι οι αλα-
δανάρηδες που κουβέντιασα. “Στη βούργια ένα κομμάτι 
ψωμί με λίγες αλατσολιές ή λίγο τυρί” για γεύμα κι’ ένα 
παγουράκι με νερό για τη δίψα που φέρνει η επίπονη 
προσπάθεια της συλλογής του αλαδάνου κάτω από την 
κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ήλιου με το ερ-
γαστήρι να χτενίζει τους αγκισάρους σε κορφές και σε 
λαγκάδια και με τον ιδρώτα να τρέχει ασταμάτητα. “Όμως 
κιανείς αλαδανάρης ποτές του δεν εκρύωσενε κιας δρώ-
νει κιας ξεδρώνει ολημερνής τση μέρας γιατί ο θυμός (τα 
πτητικά συστατικά) τ’ αλάδανου είναι μεγάλο φάρμακο 
και κειοσάς ο θυμός είναι παντού όντεν αλαδανίζουμε”. 


Στο λήμμα “αλάδανος” δεν υπήρχε αναφορά, όμως για το 
“λάδανον” έγραφε: “κομμεορητινώδης ουσία εκκρινομένη 
εκ των δένδρων (sic) του είδους κίστος ο κρητικός ή του 
λαδανοφόρου, υπό μορφήν φαιομελαίνης μάζης βαλσα-
μώδους οσμής, ήτις δ’ ανεγράφετο άλλοτε ως διεγερτικόν: 
το λάδανον δέον να μη συγχέηται προς το λαύδανον” και 
συνέχιζε περιγράφοντας τον τρόπο συγκομιδής “εν Κύπρω 
και Κρήτη και τισι άλλες χώραις της Μεσογείου”, αλλά 
δε θα καταχραστώ της υπομονής σας αντιγράφοντας το 
σχετικό εδάφιο, όμως εκείνο που μου διέγειρε τη φαντασία 
ήταν το αναγραφόμενο ότι όλη η παραγωγή από την Κρήτη 
και την Κύπρο στελνόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου 
από όπου τη διοχέτευαν στο Σουδάν για “αντιλοιμική και 
μυρεψική χρήση”


Την κομμεορητίνη από τον αγκίσαρό μας, τον Cistus creticus
ssp. creticus μάζευαν και στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρό-
νων όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης και μάλιστα τονίζει την 
ποιοτική υπεροχή του Κυπριακού Λαδάνου που το μάζευαν 
σέρνοντας σκοινιά πάνω στα κλαδιά του Κίσθου, όπως γίνεται 
και σήμερα στο Μυλοπόταμο, έναντι του Αραβικού και του 
Λυβικού.

Στον αγκίσαρο, τον αλάδανο και τους αλαδανάρηδες ανα-
φέρεται ο κρητικής καταγωγής καθαρευουσιάνος ποιητής 
Αντ. Αντωνιάδης (1836-1905) στο έργο του “Κρητηίς”.
Κίσσαρος θάμνος μικρός της ελαίας παρόμοιος
ως εις τα φύλλα αδρά και τραχέα
χρήσιμον λίπος εντεύθεν προς νόσους των άρθρων συνάγουν
Λάδανον τούτο καλούσιν κολλά δ’ εις αιγών γενειάδας
όθεν αυτό συναθροίζουν οπότε του θέρους ο καύσων
καίει ως κάμινος
Ίνα τ’ ολίγον αυξήσουν οπόσον παρέχουν αι αίγες
Άνδρες νηστεύοντες, ύδωρ δε πίοντες μόνον αφθόνως
την μεσημβρίαν αφού δέσουν λωρία τριών σπιθαμών
εις ισόμηκες βάκτρον
Είτα δε σύρουν αυτά προς τους θάμνους και 
ούτως
ο λίπος μένει επάνω αυτών και το ξύνουν
με μαχαίραν τότε.
Ας γνωρίσουμε όμως τον αλάδανο σε γενικές γραμμές γιατί 
πραγματικά έχουν γραφτεί βιβλία για την ιστορία, τη λαο-
γραφία, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του.
Ο “αγκίσαρος” κατά Θεόφραστον “Κίσθος” ήταν γνωστός 
στους αρχαίους Έλληνες καθώς και η ρητίνη του το “Λή-
δανον ή Λάδανον”.

Λάδανον-λήδανον-αλάδανος
Η ιστορία του αλάδανου που αριθμεί τουλάχιστον 2.500 
χρόνια μαρτυρεί τη διαχρονικότητα της χρήσης του αλλά 
και της γλώσσας μας!

Ο ΓΚΡΕΚΟ .........................



Άρτεμις παπ
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, στο Εσκοριάλ, απογοητευμένος απ' την κακή συμπεριφορά του βασιληά της Ισπανίας, θυμάται έντονα την Κρήτη και αποφασίζει, σε μια ώρα δειλίας, να ξαναγυρίσει σ' αυτήν. Στην κρίσιμη στιγμή ένας άγγελος τον αρπάζει και τον ξαναφέρνει στα ύψη και στο δρόμο του χρέους, εκεί που βρίσκεται η ιδανική "Κρήτη" των ουρανών.

Ο ΓΚΡΕΚΟ
....................................
Το λάδανο μυρίστη, κι όλο χάδια
γλίστρηξε η Κρήτη, η τίγρισσα, και στρώθη
στου σπλάχνου του τα βογκερά σκοτάδια.
Έγνοιες βαριές, αντρίκειοι γαύροι πόθοι
τα στήθη κρουν, σβουρίζει το μελίσσι
στ' ολάνθιστο θυμάρι, και σηκώθη
στο νου το αγαπημένο του Βροντήσι.
Αχνίζει ο Ψηλορείτης όλο πύρα,
καταχτυπούν στη μαρμαρένια βρύση
τα κρύα νερά, κι η κουδουνάτη λύρα
όρτσες βαράει με ολόρθο καβαλάρη.
Στα χείλια του της θάλασσας η αρμύρα,
κι ακόμη αντιγρικάει, κρουφό λογάρι,
το δάσκαλο ασκητή, το γερο-διάκο,
στου Κάστρου το λιμάνι, πρι σαλπάρει,
να διπλοπαραγγέλνει του: "Κυριάκο,
με φλόγα εσύ προφητικιάν αλείφτης,
στης καλοπέρασης μη μπεις το λάκκο,
σε ρηγικές αυλές τσανακογλείφτης!
Άτριφτες στράτες άνοιγε και πέρνα!"

...................................
Εμείς, καρδιά, πλαστήκαμε τ' ακράτα
της λευτεριάς φτερά με βιας ν' ανοιούμε
και να καιγόμαστε στην πάνω στράτα!
Σπαθί το φως στα χέρια μας κρατούμε!
Γύρνα προσηλιακά, κατά την Κρήτη
τη λευτεριά, τη μοναξιά να βρούμε!
Γοργά γυρνάει δεξά, κατά το σπίτι
του κύρη του στ' αλάργα αραξοβόλια.
η πέρφανη κορφή του Ψηλορείτη
στο νου του απάνω κυματάει σα μπόλια,
και πράσινος, φαρδύς απλώθη ο κάμπος
της Μεσαράς, με τα ζεστά περβόλια!
Μα ξάφνου ολόρθος ετινάχτη, σάμπως
δυο φοβερά να τον αρπάξαν χέρια.
βρούχος γρικάει, φτερά και μέγα θάμπος!
τα μάτια του ξεχείλισαν αστέρια!

....................................

Αρχάγγελος, ζεστός νοτιάς, εχύθη
και λάδανο μυρίζουν τα φτερά του.
το νιον αρπά αγκαλιά στ' αδρά του στήθη,
κλοτσάει τη γης και παίρνει ολόρθος φόρα
και ροβολάει μες στα γαλάζια βύθη.
Χλωμός ο νιος, στην άγρια φωτομπόρα,
δένει γερά το κρητικό μαντίλι
και με ανοιχτά τα μαύρα μάτια εθώρα,
παλικαρίσια σφίγγοντας τα χείλη,
την κάτω γης να λιώνει στο λιοβόρι.
Το μέγα χτίρι, κάρκανο στο αντήλι,
κι ως μέρμηγκοι το ψάχναν οι μαστόροι.
σουρίζουν τ' ακροβούνια, οι δρόμοι κλώθου,
κι ο νιος, σκυφτός στην αγγελίσια πλώρη,
τρυγάει το φως, την κορυφή του πόθου!
Το αθώρητο της γης σηκώθη μπόι.
του μέσα του αρχαγγέλου τον αμπώθου
τα στήθια στο παρθένο κορφολόι,
στης άγριας λευτεριάς την έρμη ελπίδα,
στο πιο αψηλό του κόσμου ετούτου ανώι,
στην Πάνω Κρήτη, την κρυφή πατρίδα!
_____

Και τα δυο ποιήματα ανήκουν σ' αυτά που ο Καζαντζάκης ονόμασε "τερτσίνες" ή "κάντα", γραμμένα στο μέτρο της "Θείας Κωμωδίας" του Dante. Οι "Τερτσίνες" γράφτηκαν ανάμεσα στο 1932 και στο 1937, ενώ παράλληλα ο ποιητής επεξεργαζόταν την "Οδύσσειά" του.

(τα σημειώματα είναι του Στυλιανού Αλεξίου)

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ










Θωμᾶ Σαββίδη*

Ἀναπληρωτὴ Καθηγητὴ τοῦ ΑΠΘ καὶ Ἀντιπροέδρου τοῦ Ὀργανισμοῦ Διεθνοποίησης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας



Τὰ ὁμηρικὰ ἒπη γράφτηκαν σὲ μιὰ γλῶσσα, ἡ ὁποία βασίζεται στὶς δύο ἀρχαῖες ἑλληνικὲς διαλέκτους, τὴν ἰωνικὴ καὶ τὴν αἰολική, τὶςὁποίες ὁμιλοῦσαν κυρίως στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἡ ποντιακὴ διάλεκτος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἰωνική, λόγῳ κυρίως τῆς καταγωγῆς τῶν πρώτων ἀποίκων τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν ἰωνικὴ Μίλητο. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ μὲ τὴν ἐπίδραση γεωγραφικῶν, κλιματολογικῶν, ἱστορικῶν, ἐθνολογικῶν κτλ. παραγόντων δημιουργήθηκαν ἐξελικτικὰ ἀπὸ τὴν ἰωνικὴ διάφορες διάλεκτοι, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ποντιακή. Μὲ τὴν ἐγκατάσταση καὶ ἂλλων ἑλληνικῶν φύλων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν αἰολικῶν, ὃπως γιὰ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῆς Τραπεζούντας τῆς Ἀρκαδίας (4ος αἰὼν π.Χ.), οἱ ὁποῖοι ἂλλαξαν καὶ τὸ ὂνομα Τραπεζοῦς ἀπὸ Οἰζηνὶς, εἰσήχθησαν καὶ σποραδικοὶ αἰολισμοί.

Ὁ Ὃμηρος δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὸν ὂρο Πόντος ἢ Εὒξεινος Πόντος. Ἀντίθετα, ἀναφέρονται διάφορες ἐθνότητες τοῦ Πόντου, οἱ ὁποῖες φυσικὰ στὴν ἀναμέτρηση τάχθηκαν στὸ πλευρὸ τῶν Τρώων γιὰ εὐνόητους λόγους.

Συγκεκριμένα ἀναφέρονται οἱ Σόλυμοι (Ἰλ. Ζ, 184, 203, 204, Ὀδ. ε, 282), οἱ Λύκιοι (Ἰλ. Δ, 101, 119, Ρ, 172, Π, 437, Ζ, 194,Π, 673, Ζ, 188, Ζ, 210), οἱ Κάρες (Ἰλ. Β, 867), οἱ Φρύγιοι (Ἰλ. Ω, 545, Γ, 184, Π, 719, Σ, 291), οἱ Μήονες (Ἰλ. Β, 864, Κ, 431) οἱ Ἀμαζόνες (Ἰλ. Ζ, 186, Γ, 189), οἱ Ἀλιζῶνες (Ἰλ. Β, 856, Ε, 39), οἱ Παφλαγόνες (Ἰλ. Β, 851, Ε, 577) καὶ οἱ Μυσοὶ (Ἰλ. Β, 858, Κ, 430, Ξ, 512). Ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Πόντου ἀναφέρονται ἡ Κύτωρος (Ἰλ. Β, 853), μετέπειτα Κωτύωρα καὶ σημερινὴ Ὀρντού, ἡ Σήσαμος (Ἰλ. Β, 853), ἡ Κρώμνα (Ἰλ. Β, 855), μετέπειτα Κρώμνη καὶ ἡ Αἰγίαλος (Ἰλ. Β, 855). Ἡ Τροία, ὃπου διαδραματίστηκαν τὰ γεγονότα τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, ἦταν ὁ φρουρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ εἰσέπραττε διόδια ἀπὸ ἐμπορικὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἀναζητοῦσαν πρόσβαση στὸν Εὒξεινο Πόντο καὶ τὴν Ἀσία.

Ὁ Πόντος ἦταν καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὴν τύχη τῶν Ἑλλήνων καθόσον ἒκρυβε, ἐκτὸς ἀπὸ εὐγενῆ μέταλλα, πλούσια χλωρίδα καὶ πανίδα. Ἀκόμη ἡ πρόσβαση στὴν Ἀσία ἦταν εὐκολότερη ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ Πόντου παρὰ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτὸ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὃτι ὁ ἐποικισμὸς τοῦ Πόντου ποὺ ἐπακολούθησε ἒγινε ἀπὸ τοὺς Μιλήσιους, οἱ ὁποῖοι ἒτσι ἒφθαναν εὐκολότερα στὸν πλοῦτο τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Πόντος ἀπετέλεσε τὴ γέφυρα μετάβασης φυτῶν καὶ ζώων ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν κλασσικὴ Ἑλλάδα καὶ ἀργότερα στὴ Ρώμη καὶ τὴν Εὐρώπη. Στὸ πέρασμα τῶν 28 αἰώνων ζωῆς, ἡ ποντιακὴ διάλεκτος δέχτηκε ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν κοινὴ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων καὶ ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ κοινὴ τοῦ Βυζαντίου. Ἀκόμη ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τοὺς Γενουάτες καὶ τοὺς Βενετοὺς τῆς Τραπεζούντας, τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς Γεωργιανούς, καθὼς φυσικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ τελικὴ μορφὴ τῆς ποντιακῆς διαλέκτου γίνεται στὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν.

Ἒτσι ἡ ποντιακὴ διάλεκτος ἀντικατοπτρίζει ταυτόχρονα καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία αὐτοῦ τοῦ λαοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἀλλόγλωσσων γειτονικῶν λαῶν. Ὡς ἐξαρχῆς ἰωνικὴ διάλεκτος μὲ ἐξέλιξη ἐκτὸς Ἑλλάδος, ἡ ποντιακὴ ἒχει τὶς ρίζες της μέχρι τὴν ὁμηρικὴ γλῶσσα. Ἡ συμβολή της ὃμως στὴν ἐθνικὴ αὐτογνωσία συνίσταται στὸ γεγονὸς ὃτι διέσωσε ἀρκετὰ ὁμηρικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα σὲ ἂλλες νεοελληνικὲς διαλέκτους ἐξέλιπαν. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ ἰωνικὰ στοιχεῖα, ὃπως λέξεις, ἐκφράσεις ἢ ἰδιωματισμοὶ τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν διατηρήθηκαν ἀναλλοίωτα, συνεισφέροντας τὰ μέγιστα στὴ γλωσσική μας κληρονομιά. Ὡς κληρονόμος τῆς ἰωνικῆς διατηρεῖ ἀναλλοίωτες ἢ παραφθαρμένες πολλὲς λέξεις, πολλοὺς ἀρχαϊσμοὺς καὶ γραμματικοὺς ἢ συντακτικοὺς τύπους, ὁπότε μπορεὶ νὰ ἐνταχθεῖ στὶς ἀρχαιότερες καὶ πλουσιότερες ἑλληνικὲς διαλέκτους καὶ φυσικὰ τῆς Εὐρώπης.

Περὶ τῶν ἰωνικῶν καταβολῶν καὶ τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τῆς ποντιακῆς διαλέκτου γράφει ὁ γλωσσολόγος Δημοσθένης Οἰκονομίδης, διευθυντὴς τοῦ Μεσαιωνικοῦ ἀρχείου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν: “Ἡ διάλεκτος, ἡ λαλουμένη ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὡς τὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου ἐγκατεστημένων ἐξ ἀρχῆς ἰωνικὴ οὖσα, σὺν τῷ χρόνῳ τοιαύτην ἒλαβε ἐξέλιξιν μακράν τῆς Ἑλλάδος, ὣστε διασώσασα ὀλίγα στοιχεῖα ἐκ τῆς ἰωνικῆς, ἱκανὰ ἀρχαιοπινῆ στοιχεῖα, προσέλαβεν καὶ πολλὰς λέξεις καὶ γραμματικοὺς τύπους ἐκ τῆς μεσαιωνικῆς καὶ βυζαντινῆς γλώσσης, ἃτινα διετήρησεν αὐτουσίως”. Ἡ ποντιακή μαζὶ μὲ τὴν καππαδοκικὴ διάλεκτο, ἀποτελοῦν τὰ μικρασιατικὰ ἰδιώματα τὰ ὁποῖα ὁμοιάζουν μὲ τὰ κυπριακά, τὰ δωδεκανησιακὰ καὶ ἂλλων νήσων (Χίος, Ἰκαρία).

Γιὰ τὰ μικρασιατικὰ αὐτὰ ἰδιώματα ἀναφέρει ὁ Μανώλης Τριανταφυλλίδης: “Χωρισμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἑλληνόγλωσση περιοχή, ἒμειναν αἰῶνες χωρὶς εὒκολη συγκοινωνία καὶ ἀκολούθησαν διαφορετικὴ ἐξέλιξη. Διατήρησαν γνωρίσματα τῆς παλιᾶς ἑλληνιστικῆς κοινῆς καὶ εἶναι ἒτσι ἀπὸ τὰ ἀρχαϊκότερα νεοελληνικὰ ἰδιώματα”. Οἱ ὁμηρικὲς λέξεις ἀπὸ τὴν ποντιακὴ ἐντάχθηκαν στὸ σύστημα ἂλλων γλωσσῶν, συμμετέχοντας ἒτσι στὴν ἐξέλιξή τους. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρονται ὀρισμένα παραδείγματα ἀρχαϊσμῶν, λέξεων ἢ ἐκφράσεων ὁμηρικῆς (ἰωνικῆς) προέλευσης:

ΑΡΧΑΪΣΜΟΙ

Ἐπώνυμα σὲ -ιάδης ἢ -ίδης δηλωτικὰ τῆς καταγωγῆς ἢ πατρότητας: Αἰμονίδης (Δ467), ὁ υἱὸς τοῦ Αἲμονα, Ἀρκεισιάδης (ὁ υἱὸς τοῦ Ἀρκεισίου = ὁ Λαέρτης, δ755, ω270), Ἀσιάδης (υἱὸς τοὺ Ἀσίου Μ140, Ρ583), Ἀτρείδης (ὁ υἱὸς τοῦ Ἀτρέα = ὁ Ἀγαμέμνων καὶ ὁ Μενέλαος Λ,Α16), Λαερτιάδης (ὁ υἱὸς τοῦ Λαέρτη = ὁ Ὀδυσσεύς Γ200, δ555), Πηληιάδης ἢ Πηλείδης (ὁ υἱὸς τοῦ Πηλέως = ὁ Αχιλλεύς Α1, Α146, θ75).

Ἡ διατήρηση τοῦ ἰωνικοῦ ε αντὶ τοῦ η: Ἀτρύπετος ἀντὶ ἀτρύπητος, νύφε ἀντὶ νύφη, ἂκλερος ἀντὶ ἂκληρος. ”Ἀτρύγετος πόντος” (Ξ204), “Ἀτρύγετος αἰθὴρ” (Ρ425), ἀντὶ ἀτρύγητος.

Ἡ διατήρηση τοῦ ω ἀντὶ τοῦ ου: Λωρὶν ἀντὶ λουρί, ζωμὶν ἀντὶ ζουμί, κώδων ἀντὶ κουδούνι, ”Κώνωψ” (βατρ. 202) ἀντὶ κουνούπι, “κωφὸς” (Λ390, Ω54) ἀντὶ κουφός.

Ὁ σχηματισμὸς θηλυκῶν ἐπιθέτων σὲ -ος ἀντὶ η: Ἂλαλος ἀντὶ ἂλαλη, ἒμμορφος ἀντὶ ὂμορφη, ἂσκεμος ἀντὶ ἂσχημη. ”Δήμητρα ἀγλαόκαρπος” Α415, (Ὑμν. Δήμ. 4, 23),

Ἡ διατήρηση τῆς προστακτικῆς τοῦ ἀορίστου: Λύσον ἀντὶ λύσε, χτίσον ἀντὶ χτίσε, γράψον ἀντὶ γράψε ”λαὸν δὲ στῆσον παρ’ ἐρινεὸν” (Ἰλ. Ζ, 433).

Ἡ χρήση τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου οὐκ > οὐχὶ > οὐκὶ > κι’: Κι’ τρώγω ἀντὶ δὲν τρώγω, κι’ θέλω ἀντὶ δὲν θέλω, κι’ λέγω ἀντὶ δὲν λέγω. ”κι’ ἐνέπρησεν κοῖλας νῆας” Κι’ ἀντὶ τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου δὲν (ἀπὸ τὸ ἀρχ. οὐδὲν). Στὴν ποντιακὴ ὑπάρχει τὸ ἀρνητικὸ μόριο τιδὲν (ἂλλο τι οὐδὲν). Τιδὲν κι τρώγω, τιδὲν κι θέλω, τιδὲν κι λέγω.

Στὸ λεξικὸ τοῦ Σουίδα, 10ος αἰὼν μ.Χ. ἐπισημαίνεται αὐτὴ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Ὁμήρου, στὸ σχηματισμὸ τῆς ἂρνησης: Ουκὶ τὸ ουχί. Ὃμηρος διὰ τοῦ κ γράφει, οὐ διὰ τοῦ χ.

Ἡ διατήρηση τοῦ μορίου ἂρα ἢ ἂρ’ μὲ σημασία ὂχι κατ’ ἀνάγκην συμπερασματική, ἀλλὰ μὲτὴν ἒννοια τῆς συνάρτησης γεγονότων, ἀνακεφαλαίωσης ἢ ἐπεξήγησης: ”ἂρ’ ἒρθεν ἡ λαμπρὴ”, “ἀρ’ ἀὲτς ἀς ἒν”, “ἂρ’ ἒφαεες, ἐχόρτασες” ”ὡς ἂρ’ ἒφη” (Ὀδ. θ, 482), “ὡς ἂρα φωνήσας” (Ὀδ. κ, 302)

Ἡ διατήρηση τοῦ ἰωνικοῦ σ: Σεῦτλον ἀντὶ τεῦτλον. ”σεῦτλον” (Βάτρ. 162). ”σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι” (Βατρ. 54).

Σεύτελος (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) = εὐτελής, ἀνόητος ”Σευτλαῖος” (Βάτρ. 212) κωμικὸ ὂνομα βατράχου στὴν Βατραχομυομαχία. ”Σευτλαῖον δ’ ἀρ ἒπεφνε βαλὼν” (Βατρ. 209).

ΛΕΞΕΙΣ: Ἀγρώστ’ = κοινὴ ἀγριάδα. Ἂγρωστις (Ὀδ. ζ, 90),

Βατία (Ἀμ.), = βάτος- Βατίεια (Ἰλ. Β, 813)

Δέρ’ (Κοτ.) ἢ δάρ’ (Κερ., Τρίπ.). ”ἓναν δέρ φαΐν”. Εἲδαρ = ἒδεσμα, “ἂνθινον εἲδαρ” (Ὀδ. ι, 84). Εἲδαρ = ἒδεσμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Ἰχώριν (Κερ.) ἢ χώρ’ (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) ὀρρὸς γάλακτος, κρόκος αὐγῶν, ἐντεριώνη φυτῶν, μυελὸς ὀστῶν. Ἰχὼρ = θεῖο αἷμα “ἰχώρ, ἂμβροτον αἷμα θεοῖο” (Ἰλ. Ε, 340) Ἰχὼρ = τὸ πεπηγὼς αἷμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Λαλλάτζ’ (Κοτ., Τραπ. Χαλδ.) = πέτρα καὶ μεταφορικὰ ἡ φαλάκρα: “λαλλὰτς κιφὰλ’”. Λάας = λίθος, πέτρα “μείζονα λάαν ἀείρας” (Ὀδ. ι, 537). Σήμερα παρέμεινε ὡς τοπωνύμιο, Λαλλάρια. Λάας = λίθος (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.).

Λαχίδα (Κερ., Κοτ., Οιν. Σάντ., Χαλδ.) = σειρὰ ἐργασίας: “ἒρθεν ἡ λαχίδα μ’” Λαγχάνω “εἰς ἑκάστην ἑννέα λάγχανον αἶγες” (ι160) Λάχος = μοίρα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.).

Λειρίτα (Χαλδ.) = λείριον = κρίνος. Λείριον “λείριον” (Ὑμν. Δήμ. 427) Λείρια = ἂνθη, κρίνα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.).

Λελεύω = χαίρομαι, ἐπιθυμῶ: “νὰ λελεύω σε” (νὰ σὲ χαρῶ). Λιλαίομαι “λιλαιομένη πόσιν εἶναι” (Ὀδ. α, 15, Ὀδ. ι, 30) (ἢθελε νὰ εἶναι σύζυγος). Λιλαίομαι = προθυμοῦμαι (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Λίβος (Σάντ., Χαλδ.) = σταγόνα, σύννεφο: “ὃ οὐρανὸν ἐλίβωσεν” (συννέφιασε), “ἐλιβῶθεν σὸ κλάμαν”. Λείβω = στάζω, “ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον” (Ἰλ. Ν, 88, Ὀδ. θ, 88). Λείβεται τοῖς δακρύοις (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Λιστρίν (Τραπ.) = σκαπτικὸ ἐργαλεῖο, λιστρεύω = σκάπτω. Λίστρον = σκαπτικὸ ἐργαλεῖο, λιστρεύω = σκάπτω, ἀποξύνω: ”λίστροισιν δάπεδον ξύον” (Ὀδ. χ, 455), ”τὸν δ’ οἶον πατέρ’ εὗρεν λιστρεύοντα φυτὸν” (Ὀδ. ω, 227). Λιστραίνω = τὸ σκάπτω (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Λοπίν ἢ Λοβίν = ὁ λοβός, τὸ περίβλημα: “φασουλὶ λοπὶν”. Λοπὸς = φλοιός, “λοπὸς κρομμύοιο” (Ὀδ. τ, 233) Λόπος = φλοιός, δέρμα λεπτόν, ξηρὸν (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Μωμόγερος (Κερ. Τραπ.) ἀπὸ τὸ Μῶμος (θεὸς τῆς μομφῆς) ἢ μίμος. Ὠμογέρων = ο ὠμὸς (ἂγουρος), ζωηρός, ἀκμαῖος γέρων, ποὺ δὲν ἒχει καταβληθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας. “Ὠμογέροντα δε μιν φασὶν ἒμμεναι” (Ἰλ. Ψ, 791). Ὁ χαρακτηρισμὸς ἀποδίδεται στὸν Ὀδυσσέα, ὁ ὁποῖος ἐκτιμᾶται σὲ ἠλικία 45-50 ἐτῶν. Ὠμογέρων = Πρεσβύτης οὗ ἡ κεφαλὴ οὐκ ἐπολιώθη (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.)

Πάππας (Ἀμ.) = πατέρας (στὴν παιδικὴ γλῶσσα). Πάππας (κλητ. πάππα) “Πάππα φίλε” (Ὀδ. ζ, 57). Στὴ νεοελληνικὴ προφέρεται ἐπὶ τὸ τουρκικότερον “μπαμπάς”.

Τεττὲς (Χαλδ., Κερ.), ταττὰς (Κερ.), τάττας (Οἰν.) = πατέρας (στὴν παιδικὴ γλῶσσα). Τέττα = πατέρα, φιλοφρονητικὴ προσφώνηση πρεσβυτέρου, Ἂττα, “ἂττα γεραιὲ” (Ἰλ. Ι, 607, Ρ, 561, Ὀδ. π, 31) “γέρο πατέρα μου” ata (τουρκ.), tata (λατιν.), daddy (αγγλ.) = πατέρας Πάππα, τέττα και ἂττα = πρὸς πατέρα προσφώνησις, πρὸς πατέρα σεπτικὴ φωνὴ (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.). Τσιλίδιν (Κερ., Οἰν., Τραπ.) = πυρωμένο κάρβουνο: “Ἀπάνω σ’ σὰ στεγάδα μου, ἓναν γραστὶν τσιλίδα” (ὁ ἒναστρος οὐρανὸς). Κήλειος = καυστικός, φλογερὸς: “ἐν πυρὶ κηλέω” (Ἰλ. Θ, 217, Ο744, Ὀδ. ι, 328). Κηλέω = καυστικῷ πυρὶ (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Χάταλον (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) = Τὸ μωρό, τὸ βρέφος: “Τὸ χάταλον ἀν ‘κι κλαίει, τσιτσὶν ‘κι διγν’ ἀτὸ”. Ἀταλὸς = νεαρός, τρυφερός, ἀπαλός, ”ἀταλὰ φρονῶ” (Ὀδ. λ, 39), “παῖδα ἀταλάφρονα” (Ἰλ. Ζ, 400). Ἀτάλλω = σκιρτώ, χοροπηδῶ, Delicat = λεπτεπίλεπτος. Ἀταλόψυχος (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

Χρα (Οἰν., Κερ. Σάντ., Τραπ. Χαλδ.) = Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σώματος, τὸ δέρμα, ἡ ἐπιδερμίδα, τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδας. “ἐκχύεν ἡ χρὰ τ’” (ἒχασε τὸ χρῶμα του, ἀπὸ φόβο) Χρὼς “τρέπετε χρὼς” (Ἰλ. Ν, 279) (ἒχασε τὸ χρῶμα του, ἀπὸ φόβο) Χρώς = σῶμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.).

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: “Ἀπὸ καλαμιδὶ ἐγένουμουν”, ἀπόμεινα μόνος, “σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο” ”καλάμην γε σ’ οἲομαι εἰσορόωντα” (Ὀδ. ξ, 214).

“Τὸ μῆλον τὸ μῆλον τερεῖ καὶ γίνεται, τὸ σταφύλ’ τὸ σταφύλ’ τερεῖ καὶ γίνεται κ.ο.κ.”, μεταφορικὰ μὲ τὴν ἂμιλλα ἡ πρόοδος. ”ὂγχνη ἐπ’ ὂγχνη γηράσκει, μῆλον δ’ ἐπὶ μήλῳ, αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλῇ, σῦκον δ’ ‘ἐπὶ σύκῳ” (Ὀδ. η, 120-121).







*Ὁ Θωμᾶς Σαββίδης γεννήθηκε στὸ Κληματάκι Γρεβενῶν.

Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ ἐξατάξιο Γυμνάσιο Τσοτυλίου Koζάνης καὶ σπούδασε Βιολογία καὶ Χημεία στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἒκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ Βοτανικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Γκρὰτς τῆς Αὐστρίας. Πῆρε τὸ διδακτορικό του δίπλωμα στὴν Βοτανικὴ καὶ σήμερα εἶναι Ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Βιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στὸν Τομέα Βοτανικῆς. Ἐργάστηκε ἐρευνητικὰ στὰ Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Γκαίττιγκεν καὶ στὸ Κέντρο Πυρηνικῶν Ἐρευνῶν τῆς Καρλσρούης (Γερμανία). Τὰ ἐρευνητικά του ἐνδιαφέροντα ἑστιάζονται στὴν δομὴ τῶν φυτικῶν ὀργανισμῶν καὶ στὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τοξικὰ καὶ ραδιενεργὰ στοιχεῖα. Παράλληλα προσπαθεῖ νὰ ἀξιοποιήσει τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ συγγράμματα ὡς πηγὴ ἐπιστημονικῆς γνώσης στὸν χῶρο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Ἒχει δημοσιεύσει περίπου ἑκατὸ πρωτότυπες ἐπιστημονικὲς ἐργασίες ἐνῷ πρόσφατα ἐξεδόθησαν βιβλία του μὲ τίτλο: Ἡ Διατροφὴ στὸν Πόντο, τὸ Μαστιχόδενδρο τῆς Χίου καὶ Ὁμήρου Ἂμπελος. Ὑπὸ ἒκδοση βρίσκεται τὸ πολύτομο ἒργο του μὲ τίτλο: Ὁμήρου Βοτανική. Εἶναι μέλος διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συλλόγων ἐνῷ ἒντονη εἶναι ἡ δράση του σὲ πολλὲς ὀργανώσεις στὸν ἐθνικὸ χῶρο. Ἀπὸ τὸ 1997 εἶναι Πρόεδρος τοῦ Ὀργανισμοῦ γιὰ τὴν Διεθνοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας.



ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ...ΒΑ Ι ΟΣ ΤΟΥΡΣΟΥΝ



Το κόστος της γλώσσας. Βάιος Τουρσούν






Ελευθερία... Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Ομως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.
Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει».

Έτσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων. Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Οσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Ετσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ενας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Οτσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.
Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας. Ηταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Ομως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.
Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες
Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Ομως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Ελληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.
Πικρία
Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Οταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις.
Έτσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Eλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Ελληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά. Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Ελληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.

Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Οταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Ελληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Ελα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ηταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.
Σήμερα
Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ηδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.


ΑΠΟ  ΜΠΛΟΓΚ ...ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ




ΟΙ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥ ΠΡΙΝ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ,,ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Την ημέρα του Αγιού Νικολά στο μετόχι

Εκείνη να τη ημέρα σε όλα τα σπίθια το πρωί είχανε ψημένα ξυνό-χοντρο γιατι ήτανε πολύ βροχερη μέρα γιατι απο... αποσπέρας εντάκαρε και έβρεχε και δεν εστάθηκε όλη νύχτιως τσι νύχτας..... μόνο εχάλανε ο θεός το κόσμο.. Έτσα το λάλιενε και τό ρειχνε νε το νερό με τα σταμνιά και εκατεβήκανε τα ρυάκια θάλασσα εσπάσανε πολλές βάγγες εχαλάσανε δέματα και σε όλα τα χωράφια εγενήκανε πολλά ρυακο - φαώματα .... Εξυπνήσανε οι μετοχιανοί το πρωί φοβησμένοι απο τη θεομηνία και το κακκό και ένας ένας επόριζενε όξω απο τη πόρτα ντου να δη καποιον άλλο να σχολιάσουν την αποψινη βραδυα...πρώτος επόρησε νε ο ΜΙΣΟ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ και έγυρενε οθεν τη μπάντα του αξαδέρφου του ειχιενε και πιο πολύ θάρρος και να του πή και τη εορτη του γιου ντου που ελειπε χωροφύλακας .
- ΧΑΙΝΟ-ΖΑΧΑΡΗ χρόνια πολλά να χαίρεσε το Νικολή σου..
-Καλά νάσε και σύ Χαραλάμπη να χαίρεσε τα κοπέλια σου......
- ίντα σου γράφη από κια που είναι καλά είναι να κατεβη θέλη λέη οφέτος.....
- Έτσα το λέη γιά να δούμε....
- Μα ίντα πραμμα ήτανε πάλι ετούτο να είπατω πως ήθελα βουλήση το μετόχι...
- Είμαι άτοιμος εφοβήθηκά το
- Τα αστροπελέκια έκουσες τα ?
- Κιαμε δεν’τάκουσα έκανε δυο τρείς μεγάλες αστραπές που έλαμψε νε ο κόσμος κια πόκιας ερειξε τα αστροπελέκια...
- αυτά πρέπη να πέσανε έπαε κοντα γιατί μούσβησε νε και η λάμπα....... και εσείστηκιε νε το σπίτι........Απάνω στη κουβέντα προβέρνη και ο ΦΕΤΟΚΟ-ΘΩΜΑΣ απο το ταρατσάκι.... Εεεε το άτιμο αποψε είπατω.. Πως δε θα ξημερωθούμε.... Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι..... .ελεγα πρεεε συυυύ....η ώρα το βάνη να πογύρη το μετόχι στο ποταμό..... Θυμάστε ίντα εγίνηκε το κακκό Μάη που εβούλησε νε και εχάθηκε νε η Αγιά Παρασκή...... Θαρείτε πως τό ΄θελε νε πολύ ? Στη τρίχα μα το θεό.... Άγιο είχαμε βοηθό μόνο να το κατέτε.... Θέε μου προσκηνώ σε εγλητωσες μας παλι απόψε..
Ζαχάρη χρόνια πολλά να χαιρεσε τ’όνομα εξάχασατο’ λωώ... Γράφη σου κιανένα γράμμα ο δικός εμένα μούγραψε νε και τονε μεταθέκανε λέη στο παλάτι....
- και μένα τον νε μεταθέκανε εδα στα σφαγεία......έφηγε νε απόκια που ήτανε.
Στη μουρνιά επρόβαλε νε και ο ΚΕΦΑΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ που εβάστανε την ομπρέλα ντου και επρόσεχε να μη του τη σπάση ο αερας ογρασά εχη σήμερο μωρε ογρασά μα τη κοινωνιά μου απόψε όσοι ετύχανε όξω θα νε ποθάνανε νάσε ν’εχωμε ράδιο ήθελα γρύκας ίντα ν’ήθελα γίνεται.... Γείτονα χρόνια πολλά να χαίρεσαι το γιυό σου...άνοιξε το ραδιο του ζαχαράκι να κουσωμε τσι ειδησεις.. Στη νυστεριά εφήκε ντο... και έφυγε γη....επήρεντο...??.
Εφηκιε ντο μονο επόκαμε νε και η μπαταρία.... κ’αυτη είναι ξαργοτάρηκη και δεν κάνη άλλη.....μπαταρία..
Σήμερο είναι ογρασά και τα οζα δεν κάνη να πορίσουνε όξω Ειπενε και ΣΚΑΛΙΔΟ-ΜΑΝΩΛΗΣ και επροβαλε η μούρη ντου αθόρυβα στη πόρτα με το μουστακάκι ντου σαλιομένο και καλοστριμένο...΄μονο να πα....των νε. κόψωμε..μιαολά κλαδί και να δώσωμε στα χοντροζούμπερα (,,, ενοούσε... αγελαδες και γαιδούρια ) κανενα κοφίνη κόντυλα και κανα δυο κοφίνια αγκιναροφυλλα.....αυτα εκουβεδιάζανε..είπανε και του σκαλιδομανωλη ευχες..για το νικολή ντου....και μετα απο λίγο...εβρεθηκανε να τρώνε όλοι κουβαρητους με τσικουδιά κιοφτέρια και συκοπιταρήδες και αργοτερα πετεινους...και να...ξανα λένε ευκιές στο σπίτι του απόντα εορταζόμενου....... ελεγανε αποσιγανα μαντιναδακια......και.. σαν να ήτανε παρών......
ο... Απώντας.....εορταζομενος.....

Αναρτήθηκε από ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟ 1904 Η ( ΧΑΗΝΗΣ ) παπους του eklados & των χαηνηδων



Άρτεμις παπ


ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (ασβεστοκάμινο) ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ
=============================

Καμίνια θυμούμαι δυό λογιώ στον τόπο μας: Τα ασβεστοκάμινα και τα ξυλοκάμινα.Τα ασβετοκάμινα εθέλανε κατάληλλες πέτρες-ασβεστόλιθους, σε μεγάλες ποσότητες–νταμάργια για να σάξουνε τον ασβέστη. Εμείς στην πεδιάδα όι ασβεστόλιθους δεν είχαμενε, μονό μουδέ τσούρλους να πετούμενε ο γεις τα΄αλλού, οντενείμαστε κοπέλια. Κειαμιά φορά τα λίγα μαρτάρικα απούχαμενε είπρεπε να τα δένομε να μην κάνουνε ζημιές στα καλλιεργημένα χωράφια, δικά μας γι ξένα. Εγροίκας τον λοιπός την κερά μας να φωνιάζει: Αμε μωρέ Χαρίλαε να μεταδέσεις τσ΄αίγες, εκειά στη δεμαθιά από κάτω έχω χωσμένη την πέτρα να μη μας τηνε πάρει κειανείς, και να ξανοίγξεις να μη φτάνουνε οι γιαίγες τσοι κολοκύθες τση ψακωμένης τση θειάς σου εκειά που θα τσοι καζηκώσεις, γιατί θα φωνιάξει ντελόγο τα΄αμπελικού. Γροικάς μωρέ; Και να τσοι καζηκώσεις καλά ! Επαίρναμενε που λές και μεις την πέτρα και εχτυπούσαμενε με τέχνη το ξύλινο τζένιο, να μην το σπάσωμενε, μα να καθφωθεί καλά και να μην ξεζενιώσει, και ποιος εγροίκα ύστερα τον κύρη μας!

Οι πέτρες λοιπόν είτονε πολύτιμο είδος στην πεδιάδα, και τ΄ασβεστοκάμινα που θυμούμαι είτονε στα Περαλήθινα σύριζα τση πεδιάδας καμπόσα χιλιόμετρα ανατολικά, απού είχενε νταμάργια με σιδερόπετρες κατάλληλες για ασβέστη, και φυσικά δεν είτονε επαγγέλματα γι ασχολίες των Πετροκεφαλιανών.

Πολλοί άξιοι ερευνητές της Κρητικής αρχιτεκτονικής και γενικά της τέχνης της οικοδόμησης έχουνε γράψει πολλά για τη μακραίωνη ιστορία της Κρήτης και σ΄αυτό τον τομέα Στην μετακατοχική όμως εποχή μας (από τους Τούρκους εννοώ) ούτε τα υλικά ούτε οι γνώσεις είτονε αρκετές. Το τσιμέντο και σίδερο είτανε ακριβά και σπάνια είδη, οι μεταφορές είταν επίσης δύσκολες, έτσι οι οικοδομές βολευόντουσαν με υλικά τοπικής παραγωγής:

ΠΛΙΝΘΟΧΤΙΡΑ:Λίγες φορές στα μέρη μας για μικροκατασκευές οι ανθρώποι εφτιάχνανε πλίνθους, όχι με τσιμέντο, αλλά με χώμα ανακατωμένο με άχερα, εβάνανέντα σε ένα καλούπι κιοντενεστέγνωνε τσ’ αφίνανε και εξεραίνουντανε, και τσοι χτίσαζανε. Τέθοιοι τοιχοι είπρεπε να σοβαντιστούμε καλά για να μη στακώσουνε το χειμώνα και χαλάσουνε…

ΠΕΤΡΟΧΤΙΡΑ: Είτονε το συνηθισμένο χτίρι στο χωργιό. Οι πρώτοι τεχνίτες πρέπει νάρθανε από την Κάρπαθο, εγροίκας τσοι παπούδες του 1950 να λένε: “τουτηνά την εκκλησά που θωρείς τηνε χτίσανε Σκαρπαθιώτες θωρείς επειεπάνω μια επιγραφή; εκειά το γράφει!”. Σιγά σιγά εμάθανε καλά-κακά την τέχνη και οι ντόπιοι και τα κουτσοκαταφέρανε. Γι΄αυτό δεν θωρεί κεινείς μέγαρα εκείνης τα΄εποχής στα χωργιά μας. Μια ρημαγμένη από τσοι πολέμους Κρήτη ίσα-ίσα εξάνοιγε να σάξει ένα απόσκειο για τη φαμελιά ντζη, και έχει ο θιός… Δεν είτονε σάικα το μόνο πρόβλημα του Κρητικού, το που θελα βάλει την κεφαλή ντου, μα κείντα θελα φάει, κι αυτός κι η φαμελιά ντου… Ετσά το …αξίωμα πούχενε επικρατήσει στσοι πιο πεινασμένες κοινωνίες «Σπίτι ίσα να χωρείς, και πράμα όσο να μπορείς» έδειχνε μια κοινωνία που έβγαινε μεν από το φάσμα τση πείνας και της αβεβαιότητας, όμως τα οδηγά βιώματα θ΄αργούσανε πολύ να την εγκαταλείψουνε… Εθώργιες και εγροίκας τσοι πιο γέρους, ακόμη και το 1970-80 να λένε:

- Εεε καιανε γυρίσει πάλι κειμιά γκατοχή, είτνα θα πάθομενε… Αλλοι πάλι αγοράζανε το τραχτεράκι, γι το σκαφτικό, όμως κι από την άλλη: «Δεν το διαλυώ εγώ το ζευγάρι, μουδε τα ζυγάλετρα δεν πετώ, άστα κειά μα ψωμί δεν τρώνε, άμα γυρίσει κειαμιά καντοχή νάχω κα σπείρω δυο μουζουργιώ χωράφι να μει πεινάσομενε…»

Για να μην ξεφεύγωμε από την κουβέντα μας, ένα σημαντικό υλικό για το κανονικό χτίσιμο του σπιθιού είτονε και ο ασβέστης. Όι σάικα πως δε εθώργιες και σπίθα χτισμένα ξεροπέτρι, πανα πει πέτρες χτισμένες προσεχτικά μα χωρίς συνδετικό υλικό, λάσπη με χώμα γι ασβέστη. Τέθοιοι τοίχοι εθέλανε περισσότερη δουλειά για να δένουν ε, μα και πια λίγα έξοδα. Στα χρόνια μου το συνηθισμένο χτίρι είχενε πέτρες και λάσπη με χώμα, και από μέσα κι΄απόξω ένα γερό στρώμα ασβεστόλασπη για σοβά.

Τσοι πέτρες τσοι φέρνανε από το πετροκοπιό από τον Αι Γιάννη και το Καμηλάρι. Η μεταφορά εγίνουντανε με τα κάρα. Επαργέλνανε οι νοικοκυραίοι 10-20 καριές πέτρες και ο χτίστης αρχινούσε το χτίρι. Τσοι πέτρες τσοι βγάνανε από το νταμάρι με φουρνέλα.

Η αλλη δουλειά πούχανε να κάνουνε είτονε να αγοράσουνε τον ασβέστη. Θυμούμαι τα ασβεστοκάμινα τση Αληθινής, 2-3 είτονε, γιατί είτονε στο γύρο του δρόμου. Μοιάζανε με τα σύγχρονα καμίνια των μεταλουργείων μέχρις ενός σημείου. Το μισό καμίνι είτονε μέσα στο χώμα και τ΄άλλο μισό πάνω από τη γη, καμπόσα μέτρα ψηλό και 4-5 μέτρα διάμετρος. Εκειά εβάνανε με τέχνη και πατωσές-πατωσές ξύλα, σιδερόπετρες, ξανά ξύλα, ξανά πέτρες. Εβάνανε φωθιά στο καμίνι για καμπόσες μέρες και εψήνουντανε οι πέτρες, πα ναπεί πως οι πέτρες πούτανε ανθρακικό ασβέστιο οντεθελα ψηθούνε εθρουλούσανε και εχάνανε το διοξείδιο ντωνε και έμενε μιάν άλλη ουσία πιό απλή που τη λένε Οξείδιο του ασβεστίου, πουνε ο άσβηστος ασβέστης. Εκειονά το πράμα-σκόνη είτονε που ελέγαμε ασβέστη στα χρόνια μας, τον επαίρναμε, εσάχναμε έναν ασβεστόλακκο και του ρίχναμε ασβέστη και νερό (σβησμένος ασβέστης, επιστημονικά υδροξείδιο του ασβεστίου) και τον ανακατώναμε με άμμο φτιάχνοντας την ασβεστόλασπη για το σοβάντισμα…Το σβυσμένο ασβέστη εχρησιμοποιούσαμενε, και σήμερο το ίδιο κάμουμε, και για το άσπρισμα τω σπιθιώ, μέσα κιόξω Και μιάς και μιλούμενε για τ΄άσπρισμα, οι καλονοικοκυραδες ούλες τσοι μεγάλες σκόλες επαραγγέλνανε τ΄αντρούστως: πάρε μπρε καμπόσες οκάδες ασβέστη ν΄ασπρίσω μιαολά τσ΄αυλές και τα πεζούλια, μεγαλοβδομάδα σιμώνει….

-Ο Μυρτομανώλης είχενε ένα σωρό κοπέλια, τοι δυό τελευταίες κοπελιές (Αννα και Αναστασία) που παντρευτήκανε από την Πόμπια, τσοι πρόκανα ανύπαντρες. Είχενε ο Μυρτομανώλης το σπίτι ντου νοτικά του Περίβολου του Δημοτικού Σχολιού του Πετροκεφαλιού, Είτανε το μοναδικό σπίτι απόκεινηνά την πάντα, και οι κοπελιές του, καλές νοικοκυρές, κάθε ντάι-ντάι είτανε με τη βούρτσα και το ασπρίζανε… Ακόμη το θυμούμαι… Θυμούμαι όμως ακόμη πως εκειανά τα χρόνια ασπρίζανε και τα πιθάργια του σπιθιού γιά να ναι καθαρά απόξω. Είλεγε το λοιπός ο Μυρτομανώλης για τσοι τελευταίες του κοπελιές: “Αδικονατοσελάχει, α, δεν εχοντρύνανε τα πιθάργια και εστενέψανε τσοι πόρτες, και σε μια ολιά καιρό δεν θα χωρούνε μουδε τά πιθάργια να βγούνε μηδέ μεις να μπούμενε στο σπίτι!

Χτίστες θυμούμαι στο χωργιό μπόλικους. Από τη γενιά των παππούδων μου θυμούμαι μόνο τον παππού μου τον Αλεξάκη και τον Κωστή το Χαψή, σώγαμπρο στο χωργιό μας, Σκαρπαθιώτη.

Η επόμενη γενιά, οι σαραντάρηδες του 1950, είχενε ένα σωρό χτίστες. Ο Διονύσιος ο Τσικνάκης, και ο Αδελφός του ο Χαρίδημος, ο Δημήτρης του Τσικνομανώλη, ο Μανώλης και ο Διαμάντης του Χαμψή, ο Μπιτσακομανώλης, είναι από τσοι λίγους που θυμούμαι πως είχανε το χτίσιμο σαν κύριο επάγγελμα.

Θυμούμαι μιά φορά 1952-53, τον παππού μου τον Αλεξάκη να αρμηνεύγει του Χαρίλαου πως να σάξουνε, στον κεντρικό δρόμο του Πετροκεφαλιού για τά Μάταλα, μιάν τσιμεντένια πλύστρα, όσο το πλάτος του δρόμου και μιά δεκαριά μέτρα μάκρος για να μην ανοίγει το νερό τση βροχής χαντάκια και δεν μπορούνε να περνούνε τ΄ αμάξα… Η …διδασ καλία γινότανε ανάμεσός τ΄Αι Λευτέρη και του Κουσανού δρόμου, απού ετέλειωνε το παληό νεκροταφείο του Πετροκεφαλιού. Οι δρόμοι είτουσαν
χωματόδρομοι και τα νερά από τον Κουσανό δρόμο και από το χωργιό επερνούσανε τον Αι Λευτέρη και εγέρανε κάτω, ανοίγοντας κάθε ντάι-ντάι ρυγιάκι στο παραπάνω σημείο. Εσκεφθήκανε το λοιπός, μιάς και δεν είχανε τα λεφτά να σάξουνε θεοτικό γιοφύρι, να κατεβάσουνε με ομαλή κλήση 15 μέτρα του δρόμου μισό μέτρο πιό βαθιά, να το καλύψουνε με τσιμέντο, που και τα νερά μα και τ΄αμάξα να περνούνε… Την ίδια ταχτική εκάμανε και στο Κουσανό ρυγιάκι, και πάνω-πάνω στο Κουσέ, και στο καινούργιο Νεκροταφείο, εκειά πούναι εδά το γιοφυράκι…

ΧΩΡΙΟ ΑΣΧΟΛΙΕΣ 1960 Ανδρέας Μπαμπιονιτάκης

Άρτεμις παπ

Ο ΜΠΑΚΑΛΗΣ

Νάναι καλά η ΔΕΗ που μας εκόβει που και που το ρεύμα και μασε βάνει να θυμούμαστε τα παληά. Εϊχα μια μάζωξη στο σπίτι και είπρεπε ναχω τρόπο να βολέψω την κατάσταση, και εύρικα μια λάμπα πετρελαίου, επουσούνισα και άλλη μια, και εθυμήθκα το εμπόριο τα΄εποχής μου:

-Κοπέλια μη φάτε τα΄αυγά που θα κάμουνε οι όρνιθες, γιατί εμπήκενε η Μεγάλη Σαρακοστή. Μανωλιό να περιμένεις μιαολιά να κάμει η χοχλίδα όρνιθα τα΄αυγό να το πάρεις αντράκι μου να πας γερά-γερά στου Καραϊσκου να του το δόσεις να πάρεις ένα τετράδιο και να δρομώσες για το σκολειό. Ανε ντο καμουνε (τ΄αυγό) κι΄οι γδυμνολαίμες, θα μαζώξομε καμπόσα να πάτε τα΄αχυρέρου να τα δόσετε του Παζούρη να πάρετε ένα λαμπόγυαλο, που το χαρκέψετε οντε σας είπα να το πλύνετε, και μιαολιά καφέ και ζάχαρη, νάχω να κεράσω κειανανάθρωπο…

Μιάς και στα μέρη μας είχαμενε αρκετή παραγωγή λαδιού από εκειανά τα χρόνια, συνηθισμένο είδος για πούλημα είτονε το λάδι: Εγροίκας τσοι μανάδες μας:

-Γέμωσε μπρε Νικολή ένα πεντακοσάρι λάδι του κοπελιού να το πέψω στου Ευθύμη να πάρει μιά ψημαθιά φασόλες, ένα τσούκο κρασί και τ΄αποδέλοιπο σαρδέλες… Εφώνιαξες μαθές των αθρώπων να στεγιάσετε και να λεπιδιάσετε ταχυτέρου το σταυλάκι, είντα θα τσοι ταϊσωμενε; Γι΄λες να κάμω καλιά το κολάι του μεγάλου πετεινού και να κρατήξω κεινένα από τσοι μικρούς, να βατέβει τσ΄όρνιθες; Μετά τ΄Αγίου Πινεμάτου θάνε μεγαλωμένος, απού θα θέλω να θέσω δυο-τρεις κλωσουδιές, να μη γυρίζω σα την ανεράιδα τσοι πόρτες ν΄αλλάσσω τ΄αυγά…

(ΕΝΘΕΤΟ: Για τους μη σχετικούς της ….πτηνοτροφίας: Άν τα αυγά της κότας δεν ήταν γονιμοποιημένα, από τον κόκορα, τότε φυσικά κατά το κλώσισμα δεν εκολαπτόντουσαν πουλάκια. Ώφειλε λοιπόν η νοικοκυρά που θά έθετε την κλωσσού δηλαδή θα της διέθετε 15-20 αυγά να τα κλωσήσει, να φροντίσει ώστε να είναι γονιμοποιημένα. Οι έμπειρες λοιπόν μανάδες μας είτανε και άριστες …ωοσκόπιοι: Κυττάζοντας υπό ειδική γωνία το κάθε αυγό, έβλεπαν αν υπάρχει μέσα έμβρυο ή όχι. Στέλνανε λοιπόν ένα κοριτσόπουλο συνήθως ένα καλαθάκι αυγά, και επήγαινε στοι γειτόνισες και του άλλασαν τα αυγά που έδιδε, με άλλα γονιμοποιημένα. Μετά, γινότανε ένας τελευταίος έλεγχος ωοσκοπικός: -Ελα μπρε Ρηνιό να δούμενε αν τόχουνε ούλα (ενοούσανε το έμβρυο, το πουλάκι) τα αυγά, πριχού τηνε θέσω (εννοούσε την κλώσσα) . Εγροίκας τσοι το λοιπός: Έτουτονέ τόχει , και τουτονέ τόχει, σ΄ ετουτονέ δε θωρώ πράμα κλπ.

Σύμφωνα το λοιπός με τα παραπάνω ο πετεινός στον κούμο είχενε πολλή και καθημερινή δουλειά, είπρεπε νάναι βαρβάτος και να μην του ξεφεύγει καμμιά όρνιθα καθημερινά, ήθελε δεν ήθελε, γιά ναχει την κεφαλή του ήσυχη, πώς είκαμε και καλά το χρέος του… Ετουτανά εθώργιε και ο νεαρός επιβίτορας τσ΄εποχής μου και ετραγούδιε με παράπονο:

“Νάμουνε κείντα νάμουνε, τον Αύγουστο κριγιάρι // ΚΙΟΥΛΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΕΤΕΙΝΟΣ, και κάτης το Γενάρη…”

Είτανε μια εποχή, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που τα χρήματα ήταν δύσκολα, και η τροφοδοσία των νοικοκυριών γινότανε με ανταλλαγή, ενώ το εμπόριο γινότανε σε είδος. Οι παντοπώληδες τα΄εποχής με τη λιγοστή πραμάτεια, έπρεπε να κάνουνε διπλό εμπόριο: Να ρευστοποιούν ε αυγά, λάδι, καρπό, κυρίως, και να πουλούν το ισοδύναμο είδος. Βέβαια, τα εμπορεύματα είτανε λιγοστά: όσπρια, παστά (σαρδέλες φρίσες μπακαλιάροι), ρύζι, μακαρόνια καφές ζάχαρη, φωτιστικό πετρέλαιο, όταν άρχισαν να ξαπλώνονται οι λάμπες φωτιστικού πετρελαίου. Άλλο είδος απαραίτητο στα μπακάλικα τα΄εποχής του 1950 είτονε τα καρόλια τα σβιγάκια και οι βελόνες, και λάστιχο, για καρτσοδέτες, τα βρακιά και τα σώβρακα. (Όπως μπορείτε να δείτε στο: ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΓΕΛΙΟ: ΤΟ ΡΩΣΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΒΙΑΚΙ η …εξέλιξη άγγιξε και τον τρόπο που δέναμε τα βρακιά μας, ….ικανοποιώντας και τις περί αυτού απαιτήσεις και προτροπές του Ρωσακιού…) Ακόμη διαθέτανε κλωστές κεντήματος και πλεξίματος και βέβαια λίγο οινόπνευμα και κρασί.

Ο Καραϊσκος (Γεώργιος Μιχ. Μιχελινάκης), Ο Ευθύμης (Ευθύμιος Εμ Τσικνάκης), και ο Παζούρης (Κωνσταντίνος Καλοχριστιανάκης) ήταν τα τρία μπακάλικα τα΄εποχής μου. Μικρότερο ήτανε το μπακάλικο του Τρακοσάρη (Νικόλαος Χαρ Τσικνάκης) στην πλατέα του Πετροκεφλιού.

ΧΩΡΙΟ ΑΣΧΟΛΙΕΣ 1960 Ανδρέας Μπαμπιονιτάκης








Άρτεμις παπ
Ο ΚΑΣΑΠΗΣ
=============

Ο Χασάπης ή Κρεοπώλης, δεν ήτονε κύριο επάγγελμα στο χωριό μας. Ο λόγος ήτονε, πως μιας και δεν ήτονε πολύ μεγάλο χωριό, ούτε και κτηνοτροφικό, δεν είχαμε την πολυτέλεια της καθημερινής διαθεσιμότητας κρέατος. Δεδομένης δε και της απουσίας τεχνικής συντήρησης κρεατικών από μεγάλα ζώα, εκτός των παραδοσιακών χοιρινών, και της έλλειψης ψυγείων, η κατανάλωση κρέατος γινότανε είτε με αγορά από τις Μοίρες, είτε με προσυνενοημένη σφαγή από τους ντόπιους κασάπηδες κάποιου μαρτάρικου, διάδοσης του γενονότος πριν και μετά, και τελικό ξεπούλημα του σφάγιου.

Οι δυό κασάπηδες που θυμούμαι είτονε ο σάντολός μου ο Κωστής ο Μαρής και ο σάντολος τα΄αμπλάς μου, ο Λιομανώλης. Και οι δυό γνωρίζανε καλά την τέχνη του εκδοροσφαγέα, αλλά περα από αυτό είχανε σε μόνιμη βάση σαν επάγγελμα και το παραδοσιακό καφενείο, από όπου διαθέτανε το κρέας. Εγροίκας το λοιπός τα΄αθρώπους στο καφενείο να ρωτούνε ο γεις τον άλλο: « Ήκουσες μπρε Γιώργη ανε σφάξει πράμα ο Λιωμονώλης το Σαββάτο, αλλιώς να κάμω το κολάι μου από τσοι Μοίρες, γιατί περιμένω τα συμπεθεράκια την Κυριακή…» ή «άγομε μωρέ Γιωργιό να πεις του μπράμπα σου του Μαρή μα μασε κρατήξει την κουτάλα, κι α δυο τρεις οκάδες, τα΄αίγας απού θα σφάξει ταχυτέρου…».
ΧΩΡΙΟ ΑΣΧΟΛΙΕΣ 1960 Ανδρέας Μπαμπιονιτάκης

Άρτεμις παπ
Η Θραψανιώτισα και η Μεσαρίτισα

Ένα αντρόινο στο Ηράκλειο είχε δυό κόρες και τις πάντρεψε τη μιά στο Θραψανό και την άλλη στη Μεσσαρά. Ο κύρης τους, μετά απο κάμποσο καιρό, τόβαλε σκοπό να πά να δεί είντα ποκάνουνε, και κίνησε να τισ επισκεφτεί.
Πρώτα πήγε στη Θραψανιώτισα κι αφού τονε τράταρε τη ρώτηξε μέσα στα άλλα και πώς πάνε οι δουλειές στο χωριό. "Για την ώρα όλα πάνε καλά" του απάντησε εκείνη, "μόνο να μη κάμει ο Θεός και βρέξει, γιατί πάνε τα πιθάρια, τα λαίνια και τα τσικάλια πουνε απλωμένα για στέγνωμα και θα καταστραφούμε".
Αφού τα είπανε λοιπόν την εχαιρέτησε και πήρε το δρόμο για την άλλη κόρη στη Μεσσαρά. Δεν έχει παράπονο τονε περιποιήθηκε και κείνη και αυτός τηνε ρώτησε πώς πάνε οι δουλειές τους.
"Είντα να σου πώ πατέρα όλα καλά, μονο νάθελα να κάμει ο Θεός να ρίξει μιάολιά νερό να ποτιστούνε τα κηπευτικά γιατί ετσα που το πάει θα καταστραφούνε όλα".

Εγύρισε ο πατέρας στη χώρα και τονε περίμενε πώς και πώς η κερά του για να τονε ρωτήξει είντα κάνουνε οι κόρες τις και οι φαμίλιες τους.

Είντα να σου πώ απολογάτε εκείνος, έτσα που πάνε τα πράματα τη μιά θα τη πάρει ο διάολος αλλα δε γατέχω ποιά.
Ανε βρέξει πάει η Θραψανιώτισα και αδέ βρέξει πάει η Μεσσαρίτισα.

(Ανέκδοτη ιστορία, γνωστή στους παλαιότερους στον ευρύτερο χώρο του νομού μας. Με άλλα λόγια ο μύθος του Αισώπου "Ο περιβολάρης και ο κεραμέας".)

Άρτεμις παπ
Στραθειά
Γράφτηκε από τον/την Εμμανουήλ Σκλιβάκης

Στο Θραψανό, το χωριό μας, υπάρχει μια παμπάλαιη παράδοση στην αγγειοπλαστική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο που έφτιαχναν σταμνιά, πιθάρια, τσικάλια και άλλα πήλινα χρειαζούμενα, αλλά εγύριζαν και τα πουλούσαν μόνοι τους.
Λένε πως άμα ξεκινούσε το πρωί ο Θραψανιώτης για τη στραθιά, εφόρτωνε τα σταμνιά στο γάιδαρο και έκανε πρώτα το γύρο της γειτονιάς και ξαναπερνούσε πάλι από την πόρτα του σπιτιού του, που τονε περίμενε εκεί η γυναίκα του και λέγανε περίπου τα εξής:
-Πόσο τα πουλείς, κουμπάρε, τα σταμνιά;
-Δέκα φράγκα, κουμπάρισσα, της έλεγε.
-Δεν κάνει μόνο εννιά;
-Όχι, δέκα θέλω.
Ο διάλογος αυτός είχε το λόγο του, γιατί έφευγε μετά ο Θραψανιώτης για τη βόλτα και ολημέρα έκανε τον ίδιο διάλογο σε όποιο χωριό και να πήγαινε. Τα παζάρια τότε ήταν πολύ συνηθισμένα.
- Πόσο τα δίδεις, κουμπάρε, τα σταμνιά; του λέγανε.
- Δέκα φράγκα.
- Να σου δώσω οχτώ να πάρω ένα;
Λέει: «Όχι. Ντα εννιά μου δώκανε στην πόρτα μου απόξω και δεν τα ‘δωκα». Και εννοούσε το διάλογο με τη γυναίκα του. Και ορκιζότανε στο Χριστό και στην Παναγία.
Αυτό το έκανε, για να μην ορκίζεται ψεύτικα. Γιατί ολημέρα έπαιρνε χίλιους δυο όρκους, ίσαμε να ξεπουλήσει. Κι ο Κρητικός τότε, αλλά και τώρα δε θέλει για κανένα λόγο να μπαίνει στον όρκο, πολύ περισσότερο άμα ο όρκος είναι ψεύτικος.
Με τον παραπάνω όμως τρόπο ο Θραψανιώτης ήταν εντάξει και με τους ανθρώπους και με τον εαυτό του.








Κρητών... λόγος
===============
Άννα Κλεινάκη
Φιλόλογος
===========

Ένα αληθινό γεγονός ήταν η αφορμή να καταθέσω σήμερα μερικές σκέψεις μου για την κρητική τοπολαλιά. Ένας οδηγός ταξί, θέλοντας να μάθει αν οι επιβάτες του κρυώνουν, τους ρωτά: «Εργάτε;» κι εκείνοι τους απαντούν: «Όχι, φοιτηταί». Ίσως γελάσετε. Σίγουρα σαν ανέκδοτο σας ακούγεται. Ίσως, επίσης, γελάσετε αν ακούσετε να λένε μια έγκυο «βαρεμένη» ή κάποιον να παραπονιέται ότι τον πονά η «κατίνα» (=πλάτη) του. Ποιος όμως θα μπορούσε να μη μείνει μαγεμένος διαβάζοντας ή ακούγοντας τη γλώσσα του Χορτάτση και του Κορνάρου, του Κονδυλάκη και βέβαια του Καζαντζάκη ή κρητικές μαντινάδες;
Η κρητική διάλεκτος κρύβει μέσα της μια τεράστια δυναμική, που τη βοηθά να πλάθει λέξεις για να αποτυπώσει φαινόμενα, εικόνες, συναισθήματα, χαρακτήρες, ακόμη και τις πιο λεπτές πτυχές της καθημερινής ζωής του κρητικού λαού.
Μερικοί θεωρούν ότι κρητικά είναι μόνο τα «τση», «ήντα», «μπλιό», «μιαολιά», «επαέ», λέξεις που συχνά σατιρίζονται και μέσα σε ταινίες ή αντιμετωπίζονται με ειρωνεία και κοροϊδευτικά από δήθεν πρωτευουσιάνους, οι οποίοι σχολιάζουν ιδιαίτερα τη βαριά, καθώς λένε, προφορά. Κρητικά είναι και το ηλιοβούτημα, ο γλυκόθωρος, το μεράστρι, οι δροσουλίτες, η αμάλαγη αγάπη κι εκατοντάδες άλλες όμορφες λέξεις, που φυσικά δε χωράνε εδώ.
Στην κρητική διάλεκτο, εκτός από τις λέξεις που, ως γλωσσοπλάστης, ο κρητικός λαός δημιούργησε πρέπει να προστεθεί κι ένα πλήθος άλλων, οι οποίες έχουν πια ενσωματωθεί στην ομιλία των Κρητικών, ως απόρροια της αναγκαστικής μακραίωνης συμβίωσης μας με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Άραβες, Ενετοί, Τούρκοι άφησαν τα σημάδια τους στη γλώσσα μας (σερσέμης, μεϊντάνι, φαμελιά, μποτίλια, χαμπέρι κλ.π.).
Ως παιδί θυμάμαι τη γιαγιά μου που με φώναζε να πάω κοντά της «γερά-γερά» κι άρχιζε να μου «ανεστοράται» γεγονότα της κατοχής που πρέπει, έλεγε, να «κατέεις». Δεν ξέρω όμως πόσοι είναι σήμερα εκείνοι που μιλούν την κρητική διάλεκτο; Φοβάμαι, λίγοι, κάτοικοι των ορεινών κυρίως χωριών που παραμένουν πιστοί στην παράδοση του τόπου μας. Άνθρωποι που δεν έχουν εκφυλιστεί από τη γλώσσα του διαδικτύου, της τηλεόρασης και είναι αλώβητοι από τις επιταγές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες, καλώς ή κακώς, μας θέλουν όλους γλωσσομαθείς.
Δε θα ξεχάσω ποτέ μαθητή μου σ’ επαρχιακό σχολείο, ο οποίος δεν μπορούσε να μάθει «γρι» Αρχαία Ελληνικά, πώς φωτίστηκε όταν του είπα πως οι «αίγες» του και οι «όρνιθές» του έχουν αρχαία ελληνική ρίζα.
Δεν είμαι γλωσσολόγος, όμως αγαπώ τον τόπο μου και, ό,τι σχετίζεται με την παράδοσή του, με συγκινεί και μ’ αγγίζει. Κι επειδή τα τελευταία χρόνια υπάρχει απ’ τις νεότερες γενιές μια τάση επιστροφής στην ύπαιθρο, κοντά στη φύση και τον καθαρό αέρα, εύχομαι αυτό να αποτελέσει ένα καλό λόγο, ώστε να επιδιώξουν την επαφή με την τοπική γλωσσική μας κληρονομιά. ΄Ισως έτσι διασωθεί και εξασφαλιστεί η συνέχειά της. Νομίζω πως αξίζει. Δεν προτείνω βέβαια ν’ αρχίσομε όλοι ξαφνικά να μιλάμε την κρητική διάλεκτο. Μπορούμε όμως να πάρομε λίγη δροσιά απ’ τον «ασκιανό» της.




























Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013


Κρητική Διάλεκτος ή γλώσσα;
Είναι γεγονός ότι η Κρητική διάλεκτος , η μοναδική από όλες τις νεοελληνικές διαλέκτους που έδωσε σαφή δείγματα γραφής δημιουργώντας δική της σχολή σε ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να αποκαλεσθεί και Ελληνική Αναγέννηση, σιγά-σιγά σβήνει. Η επαφή με την νέα ελληνική γλώσσα μέσα από τα μέσα επικοινωνίας, και το εκπαιδευτικό σύστημα δεν της αφήνει μεγάλα περιθώρια επιβίωσης.
Παρακολουθώντας τις ειδήσεις σε ένα τοπικό κανάλι αν εξαιρέσει κανείς την θεματολογία δεν θα καταλάβαινε σε ποιό μέρος της Ελλάδας βρίσκεται.
Πιστεύω ότι οι μελλοντικοί ιστορικοί θα καταγράψουν σαν ένα ατυχές γεγονός την εξαφάνιση της Κρητικής διαλέκτου για χάρη μιας δήθεν ενιαίας και ικανής να εκφράσει το σύνολο του Ελληνικού χώρου γλώσσας.
Αυτό δεν το εκφράζω από καμία τοπικιστική διάθεση όπως ίσως πολλοί θα βιαστούν να πουν, αλλά μετά από ώριμη σκέψη και εξέταση των ιστορικών δεδομένων. Πρέπει ακόμα να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι δε γράφω ως ειδικός ούτε ότι το παρόν διεκδικεί τον τίτλο επιστημονικού πονήματος.
Η Δημοτική, όπως ονομάζεται η καθομιλουμένη σήμερα, αναδείχθηκε νικήτρια μέσα από μια πολύχρονη διαδικασία. Πριν μερικά χρόνια ας μη ξεχνάμε πως στο σχολείο γράφαμε στην καθαρεύουσα. Ποια ήταν όμως η κύρια αιτία της δημιουργίας του γλωσσικού ζητήματος ;
Πολλοί θα ισχυριστούν ότι είναι η μακραίωνη δουλεία στον οθωμανικό ζυγό που δεν επέτρεψε την άνθηση της λογοτεχνίας και τη δόμηση μιας κοινής γλώσσας ενός «κοινού ύφους» την αναγκαιότητα του οποίου για πρώτη φορά έθεσε ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ.
Όμως όπως είναι γνωστό η νεοελληνική γλώσσα αναπτύχθηκε στην Κρήτη δίνοντας τα λαμπρότερα δειγματά της με έργα και συγγραφείς όπως ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Γιώργος Χορτάτζης κ.α. την εποχή που ήταν υπό τον Ενετικό ζυγό !
Άλλωστε αν δούμε τα πράγματα κατάματα η τουρκική κατοχή δεν διάκοψε καμμία σπουδαία λογοτεχνική παραγωγή στην κυρίως Ελλάδα.
Η Λαϊκή γλώσσα τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίσκει την καλύτερη εκφρασή της στα διάφορα έπη του Διγενή Ακρίτα και κυρίως στα Νησιά (Κρήτη, Κύπρος, Δωδεκάνησα).
Η τουρκική κατοχή έχει ως σημαντικότερη επίπτωση το ότι δεν επιτρέπει αντικειμενικά την καθιέρωση της περισσότερο αναπτυγμένης διαλέκτου ως κοινής.
(Στην Ιταλία π.χ αυτό το ρόλο έπαιξε η γλώσσα της Τοσκάνης , γλώσσα στην οποία ο Δάντης έγραψε τα έργα του και στην Ισπανία η Καστιλλιανή διάλεκτος στην οποία γράφτηκε το 1140 από άγνωστο ποιητή το «Ποίημα του Σίντ μου».)
Έτσι ο τρόπος που η Ελλάδα ξαναβρίσκει τον εαυτό της (σαν ένα ταξίδι στο χρόνο χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς) έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην γλώσσα. Για κάποιους θα έπρεπε οι Γραικοί να μιλήσουν την γλώσσα των αρχαίων ενδόξων προγόνων τους, αυτή που αθελά τους ξέχασαν να μιλούν. Αυτό όμως ήταν κάτι που ήταν αντίθετο στους ίδιους τους νόμους της εξέλιξης και για αυτό απέτυχε.
Απέναντι σε αυτό αντιπαρατίθεται η ΔΗΜΟΤΙΚΗ. Όμως τι σημαίνει ΔΗΜΟΤΙΚΗ ;. Ποια ήταν τα δείγματα γραφής της ; Ηταν μια γλώσσα με ένα ενιαίο ύφος, δουλεμένη στο χρόνο με συγκεκριμένα αποτελέσματα «λόγου» ;
Σαφώς όχι. Ως βασικό υπόβαθρο έχει το ιδίωμα της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, περιοχή η οποία είχε σημαντική επιρροή από τα Επτάνησα. Ακόμα όμως και στα Επτάνησα που υπήρξαν το καταφύγιο των Ελληνικών Γραμμάτων την περίοδο της τουρκοκρατίας (με σαφή και εδώ τον επηρεασμό της Κρητικής Αναγέννησης) δεν εκφράστηκε το λογοτεχνικό έργο με την σαφήνεια και την ταυτότητα που έγινε στην Κρήτη (Συγκρίνετε π.χ το γλωσσικό ύφος του Σολωμού και του Κάλβου)
Η γραμματική αυτής της γλώσσας (ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ) γράφεται από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ο οποίος προσπαθεί να την πλουτίσει και με άλλα λεξιλογικά στοιχεία από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ήταν ένα είδος Ελληνικής Esperanto.
Μέσα όμως από αυτή την διαδικασία χάνεται ένα από τα κύρια συστατικά μιας γλώσσας που δεν είναι μόνο λέξεις και κανόνες γραμματικής αλλά είναι ακόμα ήχοι και έκφραση !. Δυστυχώς αυτό δεν πέρασε στην κοινή ελληνική, καθιστώντας την μια «ουδέτερη» στην προφορά της γλώσσα. Δεν είναι τυχαία η διάθεση διακωμώδησης από τους σύγχρονους Νεοέλληνες της προφοράς των Κρητικών, των Κυπρίων, των Επτανήσιων αλλά ακόμα και των Ιταλών, των Γάλλων, των Ισπανών κ.α.!
Οι επιπτώσεις από την γλωσσική περιπέτεια της Ελλάδας είναι εμφανείς και στις μέρες μας. Αν και το Ελληνικιό κράτος κοντεύει να συμπληρώσει δύο αιώνες ζωής, η γλώσσα εξακολουθεί να αποτελεί σημείο τριβής και αντιπαραθέσεων. Ολοι αναγνωρίζουν την γλωσσική φτώχεια, την δυσκολία έκφρασης σε αυτήν. Πολλοί είναι αυτοί που προτείνουν σαν λύση να ξαναγυρίσει η αρχαία ελληνική στα σχολεία !!..
Είναι όμως μόνο θέμα μόρφωσης η ευχέρεια της χρησιμοποίησης της γλώσσας στην καθημερινότητα ; Γιατί οι παλαιότεροι Κρητικοί χρησιμοποιούσαν με άνεση τον καθημερινό λόγο; Ακόμα και σήμερα αναρωτιούνται οι άλλοι Ελληνες για την ευχέρεια των Κρητικών να γράφουν μαντινάδες. Μήπως εκτός των άλλων αυτό φανερώνει και ευχέρεια στην χρησιμοποίηση της γλώσσας ;
Ο καθ. Χατζηδάκις γράφει «..κατά τα τέλη του Ις’ αιώνος κατωρθώθη εν Κρήτη να λάβη η νεωτέρα γλώσσα σαφή και καθαρόν τύπον εν φιλολογικοίς έργοις, όπως βλέπομεν εν τω Κρητικώ θεάτρω…..»
Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι στην Κρήτη από τον 15ο –16ο αιώνα αποκρυσταλλώνεται ένας γλωσσικός τύπος που χρησιμοποιείται στο λογοτεχνικό λόγο μα που είναι και κτήμα του λαού.
Η σπουδαιότητα όμως της Κρητικής αναγέννησης και του Κρητικού θεάτρου υποβαθμίζονται από τους λόγιους της εποχής της σύστασης του Ελληνικού Κράτους. Ετσι όπως τα ανάκτορα του Μινωϊκού πολιτισμού τα έκτισε ένας Αθηναίος (Ο Δαίδαλος) έτσι και η Κρητική αναγέννηση δεν μπορούσε να οφείλεται στην ιστορική δυναμική του νησιού, αλλά στην έξωθεν βοήθεια που ήρθε από τους βυζαντινούς λόγιους μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Αποσιωπούν όμως ότι :
þ Η Κρήτη είναι υποταγμένη στους Ενετούς
þ Επίσημη γλώσσα είναι η ΕνετοΙταλική
Ετσι ανεξάρτητα από την ποιότητα του κατακτητή οι συνθήκες είναι δύσκολες για την ανάπτυξη τοπικών γλωσσών. Ομως παρ’όλα αυτά η Κρητική γλώσσα όχι μόνο αναπτύσσεται αλλά γράφουν σε αυτήν ακόμα και οι ΕΝΕΤΟΙ !

Υπάρχουν βέβαια και φωτισμένα μυαλά από την άλλη Ελλάδα που αναγνωρίζουν την σημασία του Κρητικού Θεάτρου.
Γράφει ο Κωστής Παλαμάς ...Ντροπή στο Εθνος που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερα από πέντε αιώνων περπάτημα, πώς, ο ποιητής του Ερωτόκριτου αυτός είναι «ο μέγας του Ελληνικού Εθνους και αθάνατος ποιητής»

Εναι επίσης άξιο προσοχής ότι στο λεξιλόγιο του Ερωτόκριτου του πιο γνωστού και πολυτραγουδισμένου έργου εκείνης της περιόδου, λίγες λέξεις δεν είναι Ελληνικές.
Γράφει ο καθ. Χατζηδάκις στην πραγματεία ‘Περί της ενότητος της Ελληνικής γλώσσης’ «Του Ερωτόκριτου δεν θα καταγράψω πάσας τας λέξεις, αλλ’απλώς παρατηρώ ότι των 3 χιλιάδων περίπου λέξεων αυτού ο σημερινός Κρής[1] ολίγας μόνον δεν μεταχειρίζεται εν τω συνήθει λόγω, νοεί δε και τούτων τας πλείστας κάλλιστα ακούων ή αναγιγνώσκων, ελαχίστας δε ολιγοτέρας των είκοσι δεν νοεί όντως....Το ποίημα άρα τούτο, ει και ως λέγεται συνετάχθη προ τεσσάρων περίπου αιώνων, φαίνεται ημίν εν Κρήτη ως σύγχρονον λογοτεχνικόν προϊόν, καιι ουδείς των απαιδεύτων Κρητών, όσοι μετά πολλής αγάπης αναγιγνώσκουσι το ποίημα, έρχεται ποτέ εις υπόνοιαν ότι αιώνες όλοι χωρίζουσι αυτό απο του ποιητού. Τόσο συντηρητική είναι η γλώσσα ημών»
Σημαντική ακόμα η παρατήρηση του Α. Γιάνναρη ότι «εκ των τρισχιλίων περίπου λέξεων του Ερωτόκριτου μόλις δέκα τινές εισίν Αραβικαί και ογδοήκοντα Ενετικαί ή Ιταλικαί ων όμως ελάχισται ιδιάζουσιν εν μόνη τη Κρήτη, πάσαι δ’αι λοιπαί κοινομογούνται και αλλαχού της λοιπής Ελλάδος» !! Όπως δε διορθώνει ο Ξανθουδίδης τον Γιάνναρη μόνο περί τις σαράντα λέξεις μπορούν να θεωρηθούν καθαρά ΕνετοΙταλικά κατάλοιπα αφού οι υπόλοιπες είχαν από καιρό μπεί στο λεξιλογιο των βυζαντινών π.χ (πόρτα, σπίτι, κάμερα, πουλί, κορώνα, καβαλλάρης κ.α.)
Σήμερα στην Ελλάδα θεωρείται σημαντικό προσόν να μιλάει κάποιος σωστά Ελληνικά , λες και είναι κάποια ξένη γλώσσα !
Η γλώσσα που αυτάρεσκα χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κορωνίδα των γλωσσών χρησιμοποιεί μεθόδους κατηχητικού για να μάθει τους ίδιους τους Έλληνες να την χρησιμοποιούν σωστά. Ρίξτε μια ματιά σε διάφορες εκπομπές της τηλεόρασης...!
Πολύ φοβάμαι όμως ότι ο αδυσώπητος φυσικός νόμος της εξέλιξης επιφυλλάσει άσχημες εκπλήξεις. Γιατί για να αποκτήσει μια γλώσσα τα στοιχεία εκείνα που θα την καθιερώσουν χρειάζεται αρκετά χρόνια.
Θα δοθεί αυτή η δυνατότητα στην Νεοελληνική ; Ήδη βρισκόμαστε στην εποχή των GreekEnglish..
Σίγουρα σε πολλούς ίσως θα φανεί άσκοπη η άποψη που εκφράζουν αυτές οι γραμμές...Τι νόημα έχουν. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
Ίσως έχουν δίκιο. Ομως εννοιωσα την ανάγκη να πω αυτά που θεωρώ ως αληθινά και να τεκμηριώσω πως τελικά η Κρητική διάλεκτος είχε και έχει τις περισσότερες προϋποθέσεις από όλες τις νεοελληνικές διαλέκτους να χαρακτηρισθεί ως λογοτεχνική ΓΛΩΣΣΑ !


[1] των αρχών του 20ου αιώνα
Δημήτρης Παττακός Οικονομολόγος










Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

ΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΣΟΥ ΠΑΤΡΙΝΟΥΣ...ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ...

Την άλλη βδομάδα εκαθομουνα, αφέντη μου, μια βραδιά, απάνω σ το μουρτζωμα,  ένα καφενέ, αποπισω  σε μια κολόνα (πάντα να χουμε και τα μέντα μας ,μη με νιώσει κανένας Ζακυθινος και με χωση κι άλλη μια βολα  σ τη φυλακή τση Πάτρας και κρεπάρω από την καλοπερασι ), ε εκεί, που λες, εδιαβαζανε κάμποσοι τη φημεριδα όπου έγραψε ένας για ένα μπαλλο τση Πατρας και ελεε τόσα πράματα για τση κοπέλες.
Σαν εφινιρισε το διάβασμα, ''Μουρε ποιος ναν τα γράψε;'' , λεει ένας γέρος με κάτι ματογυάλια σαν πιατέλα και με κάτι γένια σαν παππάς αχτενιγος. Πετιέται ένας μ ένα ψηλό καπελλο και με φαβοριταις και λεει ''Τον ξερω εγω ποιος ταγραψε, γιατί εκιος εκεί επηενε μαι μέρα με μια νεοφερμένη πατριωτισσα μας  ( ας ήταν και Φράγκα), και τση έλεγε πως θα γράψει για να παινέψει και να καγιοναρη τσ αλλαις κι εγω ακολουθαα και τ ακουσα''
 ΕΜΜ. ΡΟΙΔΗΣ

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ.......ΚΥΝΟΥΡΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ





ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ.......ΚΥΝΟΥΡΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

=================================




Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας άνηκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.




Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.

Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου. Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).

Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.




Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:

Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος.[4] Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.[5]

Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.

Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.[6]

Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.




Φωνολογικά χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).

Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα[7] (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).

Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [curé] «τυρί», γιούρε [júre] «γύρος», νιούτ‘α [ɲútha] «νύχτα», χκιούπο [xcúpo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).

Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).




Δείγμα τής διαλέκτου

===================




Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)

Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.

Απόδοση

Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.

Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)

Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…

Απόδοση

Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν

η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…




Η πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του 1907 τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι υπό εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

Ο χώρος όπου εντοπίζεται σήμερα η γλώσσα είναι κάποια χωριά στην Τσακωνιά στις πλαγιές του Πάρνωνα στην νότια επαρχία Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας. Είναι οι κωμοπόλεις του Λεωνιδίου και του Τυρού, και τα χωριά Μέλανα, Άγιος Ανδρέας, Βασκίνα, Πραστός, Σίταινα και Καστάνιτσα.







Στο παρελθόν τα τσακώνικα ομιλούνταν και σε γειτονικές περιοχές της Λακωνίας, αλλά και σε τσακώνικες αποικίες στη θάλασσα του Μαρμαρά.

Δεν είναι επίσημη γλώσσα καμιάς χώρας ή περιοχής και δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το 1997 η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο του Τυρού. Στον Τυρό ομιλείται ακόμη από νέους. Η Ακαδημία Αθηνών έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο, σωζόμενο ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές. Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.




Γραφή [Επεξεργασία]




Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται με το Ελληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών για πιο πιστή απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Αθανάσιο Κωστάκη. Η γραφή αυτή φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Η αναπαράσταση των ήχων της Τσακωνικής

γραφή με διπλά γράμματα κατά Αθ. Κωστάκη IPA

σχ σ^ ʃ (š)

τσχ σ^ ʨ

ρζ ρζ rʒ (rž)

τθ τ^ th

κχ κ^ kh

πφ π^ ph

τζ (Κ) τˇζ- τζ & τρˇζ – τρζ

(Λ) τˇζ- τζ (K) tz, trz

(L) tz ʤ (dj ̌)

νν ν^ ñ

λλ λ̣ ̃l

*Σημείωση: Το (K) αναφέρεται στη βόρεια διάλεκτο της γλώσσας και το (Λ) στη νότια, της περιοχής του Λεωνιδίου και του Τυρού.









Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας άνηκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.




Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.

Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου. Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).

Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.




Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:

Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος.[4] Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.[5]

Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.

Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.[6]

Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.




Φωνολογικά χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).

Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα[7] (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).

Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [curé] «τυρί», γιούρε [júre] «γύρος», νιούτ‘α [ɲútha] «νύχτα», χκιούπο [xcúpo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).

Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).




Δείγμα τής διαλέκτου

===================




Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)

Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.

Απόδοση

Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.

Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)

Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…

Απόδοση

Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν

η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…




Η πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του 1907 τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι υπό εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

Ο χώρος όπου εντοπίζεται σήμερα η γλώσσα είναι κάποια χωριά στην Τσακωνιά στις πλαγιές του Πάρνωνα στην νότια επαρχία Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας. Είναι οι κωμοπόλεις του Λεωνιδίου και του Τυρού, και τα χωριά Μέλανα, Άγιος Ανδρέας, Βασκίνα, Πραστός, Σίταινα και Καστάνιτσα.







Στο παρελθόν τα τσακώνικα ομιλούνταν και σε γειτονικές περιοχές της Λακωνίας, αλλά και σε τσακώνικες αποικίες στη θάλασσα του Μαρμαρά.

Δεν είναι επίσημη γλώσσα καμιάς χώρας ή περιοχής και δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το 1997 η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο του Τυρού. Στον Τυρό ομιλείται ακόμη από νέους. Η Ακαδημία Αθηνών έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο, σωζόμενο ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές. Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.




Γραφή [Επεξεργασία]




Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται με το Ελληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών για πιο πιστή απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Αθανάσιο Κωστάκη. Η γραφή αυτή φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Η αναπαράσταση των ήχων της Τσακωνικής

γραφή με διπλά γράμματα κατά Αθ. Κωστάκη IPA

σχ σ^ ʃ (š)

τσχ σ^ ʨ

ρζ ρζ rʒ (rž)

τθ τ^ th

κχ κ^ kh

πφ π^ ph

τζ (Κ) τˇζ- τζ & τρˇζ – τρζ

(Λ) τˇζ- τζ (K) tz, trz

(L) tz ʤ (dj ̌)

νν ν^ ñ

λλ λ̣ ̃l

*Σημείωση: Το (K) αναφέρεται στη βόρεια διάλεκτο της γλώσσας και το (Λ) στη νότια, της περιοχής του Λεωνιδίου και του Τυρού.